Τι σημαίνει το tocar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tocar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tocar στο πορτογαλικά.
Η λέξη tocar στο πορτογαλικά σημαίνει παίζω, παίζω, παίζω, βάζω, παίζω, αγγίζω, πιέζω ελαφρά, πατάω ελαφρά, αγγίζω, ψηλαφώ, ψηλαφίζω, προχωράω, προχωρώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, παίζω, παίζω, αγγίζω, ακουμπάω, ακουμπώ, εφάπτομαι, αγγίζω, ψηλαφίζω, συγκινώ, σκουντάω, σκουντώ, επιβάλλεται, πατάω με το δάχτυλο, πιέζω με το δάχτυλο, σκουντάω, σκουντώ, χτυπάω, χτυπώ, πιάνω, χτυπάω κπ σε κτ, αγγίζω, σκουντάω, σκουντώ, χτυπάω, χτυπώ, σκουντάω, σκουντώ, γλείφω, παίζω, ακουμπάω, ακουμπώ, χτυπάω, χτυπώ, ψηλαφώ, ψηλαφίζω, παρενοχλώ, αγγίζω, θίγω, κορνάρω, ακουμπώ ελαφρά, κορνάρω, επαναλαμβάνω, ξαναπαίζω, συνεχίζω, ακουμπάω, ακουμπώ, βγάζω στη φόρα, σκέφτομαι ότι/πως, παίρνω κπ χαμπάρι, χαϊδεύω, μετακίνηση κοπαδιού, τεχνική slide guitar, βάζω ένα σι-ντι, παίζω μια μελωδία, παίζω τζαζ, παίζω μουσική, παίζω ντραμς, παίζω βιολί, χτυπώ το κουδούνι, αγγίζω την καρδιά σου, αγγίζω μια ευαίσθητη χορδή, προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαι, πιέζω ελαφρά, ξανά-παίζω, πετυχαίνω διάνα, αναφέρω, θίγω, παίζω με το αφτί, βιολί, παίζω ένα riff, χαιρετάω με τον αγκώνα, χαιρετώ με τον αγκώνα, αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιώ, κάνω καντάδα σε κπ, ξανά-παίζω, παίζω βιολί, χαιρετάω κπ με τον αγκώνα, χαιρετώ κπ με τον αγκώνα, τον παίζω, παίζω ρυθμικά, παίζω, πατώνω, καλώ χτυπώντας το κουδούνι, ροκάρω, παίζω λάουτο, αγγίζω, ακουμπώ, αγγίζω με τα δάχτυλα, αγγίζω με τη γλώσσα, παίζω κτ στο λάουτο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tocar
παίζωverbo transitivo (instrumento musical) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele toca piano e violão. Παίζει πιάνο και κιθάρα. |
παίζωverbo transitivo (música) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Toque mais uma sonata de Beethoven. Παίξε άλλη μια σονάτα του Μπετόβεν. |
παίζω, βάζωverbo transitivo (música: CD, etc.) (αναμετάδοση, αναπαραγωγή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estou tocando o novo CD no aparelho de som. Θα ακούσω το νέο CD στο στερεοφωνικό. |
παίζω(performance musical) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele ama o violino. Ele toca o dia todo. |
αγγίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele tocou o ombro dela. Την άγγιξε στον ώμο. |
πιέζω ελαφρά, πατάω ελαφράverbo transitivo |
αγγίζω, ψηλαφώ, ψηλαφίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela tocou gentilmente no tecido, testando a qualidade dele. Άγγιξε απαλά το ύφασμα για να δει την ποιότητά του. |
προχωράω, προχωρώverbo transitivo (informal: levar adiante) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χτυπάω, χτυπώ(για καμπάνα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Você pode ouvir os sinos da igreja tocarem em qualquer lugar da cidade. Μπορείς να ακούσεις τις καμπάνες της εκκλησίας να χτυπούν οπουδήποτε στην πόλη. |
χτυπάω, χτυπώverbo transitivo (som de um sino) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O monge tocou o sino. Ο μοναχός χτύπησε την καμπάνα. |
χτυπάω, χτυπώ(telefone: som) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O telefone tocou duas vezes. Το τηλέφωνο κουδούνισε (or: χτύπησε) δύο φορές. |
παίζωverbo transitivo (música, DJ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quem está tocando no clube hoje? |
παίζω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A banda do meu irmão vai tocar em Londres esta noite. |
αγγίζω, ακουμπάω, ακουμπώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A criança não havia tocado em sua comida. |
εφάπτομαιverbo transitivo (estar adjacente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A linha toca o círculo no ponto "A". |
αγγίζω, ψηλαφίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela tocou a blusa para sentir o pano. Άγγιξε (or: ψηλάφισε) την μπλούζα για να νιώσει το ύφασμα. |
συγκινώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Todo mundo ficou comovido com o filme. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Συγκινήθηκα από την κίνησή σου. |
σκουντάω, σκουντώ(BRA) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Charlotte cutucou Adam para chamar sua atenção. Η Σάρλοτ σκούντησε τον Άνταμ για να την προσέξει. |
επιβάλλεται(πρέπει) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) |
πατάω με το δάχτυλο, πιέζω με το δάχτυλο(BRA) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ben cutucou o bolo para saber se estava pronto. Ο Μπεν πίεσε το πάνω μέρος του κέικ με το δάκτυλο για να δει αν ήταν έτοιμο. |
σκουντάω, σκουντώverbo transitivo (BRA) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela o cutucou com seu guarda-chuva para acordá-lo. Τον σκούντηξε με την ομπρέλα της για τον ξυπνήσει. |
χτυπάω, χτυπώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A campainha soou inesperadamente à meia-noite. |
πιάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Não mexa nesse vaso. Você pode derrubá-lo. Μην πιάνεις αυτό το βάζο. Μπορεί να σου πέσει. |
χτυπάω κπ σε κτ(BRA) Não cutuque ninguém no olho com esse espeto. Μη χτυπήσεις κανέναν στο μάτι με αυτό το ξύλο. |
αγγίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu gosto de manusear um tecido por um tempo antes de comprá-lo. Μου αρέσει να πιάνω τα υφάσματα για λίγη ώρα πριν τα αγοράσω. |
σκουντάω, σκουντώ, χτυπάω, χτυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Harry foi até Catherine e bateu no ombro dela. Ο Χάρι πλησίασε την Κάθριν και την άγγιξε στον ώμο. |
σκουντάω, σκουντώ(BRA) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Henry cutucou Gary no Facebook. Ο Χένρυ έκανε poke στον Γκάρυ στο Facebook. |
γλείφω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O fogo lambia o rosto de Jo enquanto ela puxava o garoto do prédio em chamas. |
παίζω(bateria) (μουσική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O baterista bateu o ritmo no bumbo. |
ακουμπάω, ακουμπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A mesa encosta na parede. |
χτυπάω, χτυπώ(BRA) (ελαφρά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ψηλαφώ, ψηλαφίζωverbo transitivo (εξερευνώ με την αφή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela tocou o tecido para saber como era bom. Χάιδεψε το ύφασμα για να ελέγξει την ποιότητά του. |
παρενοχλώverbo transitivo (abuso sexual) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Larry foi preso por assediar a filha de Tom. Ο Λάρυ συνελήφθη γιατί παρενοχλούσε την κόρη του Τομ. |
αγγίζωverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Não toque nela ou eu mato você! |
θίγωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este artigo não menciona os problemas no Sudão. |
κορνάρω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ακουμπώ ελαφρά
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κορνάρω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επαναλαμβάνω, ξαναπαίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνεχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Não assista TV e continue com sua lição de casa! Μη χαζεύεις τηλεόραση. Συνέχισε τα μαθήματά σου! |
ακουμπάω, ακουμπώverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As duas mesas se tocaram. |
βγάζω στη φόρα(ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκέφτομαι ότι/πως(informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando não o vi na escola, eu me toquei que provavelmente ele estava doente em casa. |
παίρνω κπ χαμπάρι(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χαϊδεύω(BRA) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μετακίνηση κοπαδιού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τεχνική slide guitar(anglicismo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζω ένα σι-ντι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίζω μια μελωδία(música: tocar uma melodia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Σούζαν με δίδαξε να παίζω μια μελωδία στο πιάνο. |
παίζω τζαζ(tocar música no estilo Jazz) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζω μουσική(tocar música, tocar um instrumento) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζω ντραμς(música: ser um baterista) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζω βιολί
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Παίζει βιολί στην ορχήστρα. |
χτυπώ το κουδούνι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αγγίζω την καρδιά σου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγγίζω μια ευαίσθητη χορδή(emocionar) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαιlocução verbal (avião/aeronave: aterrissar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πιέζω ελαφρά
Não esfregue a lente da câmera. Só limpe-a levemente com um pano macio. |
ξανά-παίζω(música ao vivo: apresentar-se novamente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετυχαίνω διάνα(informal, figurado: afetar) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναφέρω, θίγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζω με το αφτίexpressão verbal (música) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βιολί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παίζω ένα riff
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χαιρετάω με τον αγκώνα, χαιρετώ με τον αγκώνα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Depois de ver o bilhete no bolso dele, Marsha se deu conta de que seu marido estava tendo um caso. Αφού είδε το σημείωμα στην τσέπη του, η Μάρσα πήρε χαμπάρι πως ο άντρας της έχει παράλληλη σχέση. |
κάνω καντάδα σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξανά-παίζω(música gravada: colocar de novo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζω βιολί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dan gostava de sentar sob uma árvore e tocar violino em vez de trabalhar. Στον Νταν άρεσε να κάθεται κάτω από ένα δέντρο και να παίζει βιολί αντί να δουλεύει. |
χαιρετάω κπ με τον αγκώνα, χαιρετώ κπ με τον αγκώνα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τον παίζωexpressão (gíria, homem: masturbar) (αργκό, μεταφορικά, χυδαίο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίζω ρυθμικάexpressão verbal (música) |
παίζωlocução verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πατώνωexpressão verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O navio tocou no fundo, no recife de corais. |
καλώ χτυπώντας το κουδούνιexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A rainha tocou a campainha para chamar a empregada. Η βασίλισσα χτύπησε το κουδούνι και κάλεσε τον υπηρέτη της. |
ροκάρωexpressão verbal (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A nova banda gosta de tocar rock. |
παίζω λάουτοexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αγγίζω, ακουμπώlocução verbal (ακουμπώ απαλά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η λευκή μπάλα μόλις που ακουμπούσε (or: χάιδευε) τη μαύρη μπάλα. |
αγγίζω με τα δάχτυλαverbo transitivo (κατά λέξη: των ποδιών) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Os corredores estavam em fila, tocando a linha de partida com a ponta dos pés. |
αγγίζω με τη γλώσσαexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Após a luta, o jovem tocou os dentes com a língua, certificando-se de que todos ainda estavam lá. |
παίζω κτ στο λάουτοexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tocar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του tocar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.