Τι σημαίνει το famille στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης famille στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του famille στο Γαλλικά.

Η λέξη famille στο Γαλλικά σημαίνει οικογένεια, οικογένεια, οικογένεια, οικογένεια, οικογένεια, οικογένεια, οικογένεια, ένοικοι του σπιτιού, συγγενής, οικογένεια, οικογένεια, οι δικοί μου, σόι, σόι, συγγενολόι, συγγένεια, οικογενειακός, οικογενειακός, οικογενειακός, μητέρα, αφαίρεση πολιτικών δικαιωμάτων, υποοικογένεια, που το έχω κληρονομήσει, συγγενής, οικογενειακός, με καλή ανατροφή, υψηλής καταγωγής, ανάδοχος, συγγενής, οι γαλαζοαίματοι, αυτός που φέρνει τα λεφτά στο σπίτι, επώνυμο, οικιακή ζωή, θετή οικογένεια, θετή κόρη, θετή οικογένεια, θετός γιος, ο άντρας του σπιτιού, οικοτροφείο, διαλυμένο σπίτι, επίθετο, επώνυμο, θετό παιδί, θετή μητέρα, θετός γονέας, ευγενής καταγωγή, μεγάλη οικογένεια, πυρηνική οικογένεια, αυτός που φέρνει λεφτά στο σπίτι, οικογένεια, μέλος της οικογενείας, ανάδοχη οικογένεια, οικογένεια που φιλοξενεί, κύριος εισοδηματίας, αιλουρίδες, οικογενειακό άλμπουμ, οικογενειακή έχθρα, οικογενειακός φίλος, οικογενειακή φίλη, οικογενειάρχης, οικογενειακό γεύμα, οικογενειακές εντάσεις, κοντινοί συγγενείς, αριστοκρατική οικογένεια, βασιλική οικογένεια, θεατρική οικογένεια, οικογενειακή ζωή, συγγενής, αναδοχή, οικογενειακή συγκέντρωση, οικογενειακή συνάντηση, οικογενειακός γιατρός, Υπουργείο Παιδιών και Οικογενειών, ανάδοχος πατέρας, ανατροφή, ανάδοχη οικογένεια, οικιακή ζωή, μέγεθος της οικογένειας, ανάδοχοι γονείς, κάνω οικογένεια, παντρεύομαι και μπαίνω σε κτ, συγγενής, του αμβυστόμου, μέλος της βασιλικής οικογένειας, πανσιόν, συνάντηση, όνομα, πενθούντες, οι βασιλιάδες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης famille

οικογένεια

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle a grandi dans une famille heureuse. // La famille de Brian n'est pas riche mais elle vit confortablement.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δουλεύει σκληρά, για να θρέψει τη φαμίλια του.

οικογένεια

nom féminin (clan, famille étendue)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il n'arrête pas de défendre le nom de sa famille.

οικογένεια

nom féminin (catégorie, groupe) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La techno et le hip-hop appartiennent à la même famille musicale.

οικογένεια

nom féminin (enfants)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce couple envisage de fonder une grande famille.
Αυτό το ζευγάρι σχεδιάζει να κάνει πολλά παιδιά.

οικογένεια

nom féminin (lignée)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle vient d'une ancienne famille noble.
New: Είναι από σόι και νομίζει πως είναι ανώτερη από τους άλλους.

οικογένεια

nom féminin (biologie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les tigres font partie de la famille des félins ou des félidés.
Οι τίγρεις ανήκουν στην οικογένεια των αιλουροειδών.

οικογένεια

nom féminin (linguistique : catégorie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le basque n'appartient pas à la famille des langues indo-européennes.
Τα Βασκικά δεν ανήκουν στην οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών.

ένοικοι του σπιτιού

(les membres de la famille)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Ce soir, nous allons réunir la famille au complet.
Θα κάνουμε μια συνέλευση οι ένοικοι όλου του σπιτιού απόψε.

συγγενής

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Toute la famille d'April est venue aux funérailles.
Όλοι οι συγγενείς της Έιπριλ ήρθαν στην κηδεία της.

οικογένεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οικογένεια

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οι δικοί μου

nom féminin (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Paul était vraiment différent du reste de sa famille.
Ο Πωλ ήταν πολύ διαφορετικός από την οικογένειά του.

σόι

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle reçoit sa famille à Noël.
Έχει καλέσει τους δικούς της για Χριστούγεννα.

σόι, συγγενολόι

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συγγένεια

(η σχέση μεταξύ μελών οικόγένειας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οικογενειακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le dimanche est un jour familial.
Η Κυριακή είναι οικογενειακή ημέρα.

οικογενειακός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'horloge est un objet de famille.
Αυτό το ρολόι είναι οικογενειακό κειμήλιο.

οικογενειακός

(σχετικός με οικογένεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Des problèmes familiaux l'ont occupé tout le week-end.

μητέρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'aime ma mère de tout mon cœur. // La vie change quand on devient mère (de famille).
Αγαπάω τη μάνα μου με όλη μου την καρδιά.

αφαίρεση πολιτικών δικαιωμάτων

(γενικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υποοικογένεια

nom féminin (taxinomie) (βιολογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που το έχω κληρονομήσει

(από κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jane gardait son argenterie héritée en vitrine dans le salon.
Η Τζέιν είχε τα ασημικά που είχε κληρονομήσει σε βιτρίνα στο σαλόνι.

συγγενής

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Je ne savais pas avant de faire des recherches dans mon arbre généalogique que toi et moi étions parents (or: de la même famille).
Δεν είχα ιδέα πριν ψάξω την οικογενειακή μου ιστορία ότι εσύ και εγώ ήμασταν συγγενείς.

οικογενειακός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με καλή ανατροφή

adjectif (né dans une bonne famille)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Isabelle de la Rosa est une jeune fille de bonne famille.

υψηλής καταγωγής

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ανάδοχος

adjectif (ανεπίσημο, αδόκιμο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συγγενής

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Lindsay est ma cousine donc elle est ma parente.
Η Λίντσεϊ είναι ξαδέρφη μου, επομένως είναι συγγενής μου. Τα Χριστούγεννα στέλνω κάρτες στους συγγενείς μου.

οι γαλαζοαίματοι

nom masculin (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ces gens sont membres de la famille royale ; ils sont de la même famille que la reine.
Εκείνοι οι άνθρωποι είναι γαλαζοαίματοι. Έχουν συγγένεια με τη βασίλισσα.

αυτός που φέρνει τα λεφτά στο σπίτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
De plus en plus de femmes subviennent aux besoins de leur famille.
Όλο και περισσότερες γυναίκες φέρνουν τα λεφτά στο σπίτι για τις οικογένειές τους.

επώνυμο

nom masculin (στην αρχαία Ρώμη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οικιακή ζωή

nom féminin

θετή οικογένεια

nom féminin

θετή κόρη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Valerie est l'enfant que les Johnson ont en placement chez eux.

θετή οικογένεια

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Avant d'être adoptée, elle a passé trois années en famille d'accueil.

θετός γιος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le garçon que Sally a en placement chez elle s'appelle Nathan.

ο άντρας του σπιτιού

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Jim est devenu le chef de famille après la mort de son père.

οικοτροφείο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Des amis et moi séjournons dans une pension de famille cet été.

διαλυμένο σπίτι

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επίθετο, επώνυμο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
C'est le dernier homme survivant et sa tâche est donc de transmettre le nom de famille.

θετό παιδί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θετή μητέρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θετός γονέας

(France, nom officiel)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ευγενής καταγωγή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεγάλη οικογένεια

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πυρηνική οικογένεια

nom féminin (Sciences sociales)

Une famille nucléaire se compose de deux parents et de leurs enfants.
Πυρηνική οικογένεια είναι οι δύο γονείς και τα παιδιά τους.

αυτός που φέρνει λεφτά στο σπίτι

nom masculin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

οικογένεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je ne vois ma famille élargie que pour les fêtes de Noël.
Βλέπω το σόϊ μου μόνο τα Χριστούγεννα.

μέλος της οικογενείας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Οι φίλοι και τα μέλη της οικογένειας μπορούν να έρθουν μαζί μας. Η νοσοκόμα είπε ότι μόνο τα μέλη της οικογένειας μπορούν να δουν τον ασθενή.

ανάδοχη οικογένεια

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La plupart des enfants qui grandissent en famille d'accueil sont bringuebalés d'une famille à l'autre.

οικογένεια που φιλοξενεί

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ma famille d'accueil m'a très bien accueilli. Nous avons joué les familles d'accueil pour un étudiant allemand.
Η οικογένεια που με φιλοξενεί με έκανε να νιώσω ευπρόσδεκτος. Ήμασταν η οικογένεια που φιλοξενούσε ένα μαθητή από το πρόγραμμα ανταλλαγής από τη Γερμανία.

κύριος εισοδηματίας

nom masculin

αιλουρίδες

nom féminin (επίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Le lion est un membre de la famille des félidés.

οικογενειακό άλμπουμ

nom masculin

Mon album de famille contient peu de photos de mon père.

οικογενειακή έχθρα

nom féminin

οικογενειακός φίλος, οικογενειακή φίλη

Je n'ai pas vu un seul ami de la famille à l'enterrement.

οικογενειάρχης

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

οικογενειακό γεύμα

nom masculin

En semaine, nous mangeons chacun séparément, mais le dimanche, nous dégustons un vrai repas en famille.

οικογενειακές εντάσεις

nom féminin pluriel

Ma mère a déshérité mon frère aîné et cela a causé des tensions au sein de la famille.

κοντινοί συγγενείς

nom féminin

J'en avais parlé à un oncle et à un cousin éloigné mais ma famille proche ne savait rien de mes projets.

αριστοκρατική οικογένεια

nom féminin

βασιλική οικογένεια

nom féminin

θεατρική οικογένεια

nom féminin

οικογενειακή ζωή

nom féminin

συγγενής

(εξ' αίματος)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αναδοχή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οικογενειακή συγκέντρωση, οικογενειακή συνάντηση

nom féminin

Mon beau-frère nous rend visite d'Australie la semaine prochaine alors on va tous se retrouver pour une réunion de famille.

οικογενειακός γιατρός

nom masculin

Υπουργείο Παιδιών και Οικογενειών

nom masculin (agence américaine)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ανάδοχος πατέρας

ανατροφή

nom masculin (έμφαση στη φροντίδα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανάδοχη οικογένεια

nom féminin

οικιακή ζωή

nom féminin

μέγεθος της οικογένειας

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ανάδοχοι γονείς

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ben et Terry ont décidé de devenir famile d'accueil quand ils n'ont pas pu avoir leurs propres enfants.

κάνω οικογένεια

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il ne se sent pas prêt à fonder une famille.

παντρεύομαι και μπαίνω σε κτ

verbe intransitif (σε οικογένεια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sophie est entrée dans une famille italienne par mariage.

συγγενής

(οικογένεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mike et Pete sont de la même famille. // Je suis de la même famille que Lindsay : c'est ma cousine.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Μάικ και ο Πίτερ είναι συγγενείς.

του αμβυστόμου

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέλος της βασιλικής οικογένειας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Le prince William est un membre de la famille royale.
Ο πρίγκιπας Γουίλιαμ είναι γαλαζοαίματος.

πανσιόν

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Susan et James ont logé dans une petite pension de famille à Florence.
Η Σούζαν και ο Τζέιμς έμειναν σε μια μικρή πανσιόν στη Φλωρεντία.

συνάντηση

(école) (παλιών συμμαθητών κ.λπ.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Neil a à peine reconnu certains de ses anciens camarades de classes à la réunion d'anciens élèves ; d'un autre côté, cela faisait trente ans qu'ils avaient quitté l'école.
Ο Νιλ δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει μερικούς από τους παλιούς συμμαθητές του στο reunion (or: ριγιούνιον). Είχαν περάσει τριάντα χρόνια από τότε που τελείωσαν το σχολείο.

όνομα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le nom de famille de mon professeur est Smith.
Τον καθηγητή μου τον λένε Σμιθ.

πενθούντες

(d'une seule famille) (γενικά)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Les paroles du vicaire au service funèbre furent d'un grand réconfort pour la famille du défunt.

οι βασιλιάδες

nom féminin

La famille royale n'est pas appréciée de tous au Royaume-Uni.
Η βασιλική οικογένεια δεν είναι συμπαθής σε όλους τους κατοίκους του Ηνωμένου Βασιλείου.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του famille στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του famille

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.