Τι σημαίνει το gana στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης gana στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gana στο ισπανικά.
Η λέξη gana στο ισπανικά σημαίνει νικάω, νικώ, κερδίζω, κερδίζω, νικάω, νικώ, κερδίζω, κερδίζω, κερδίζω, κατακτώ, νικώ, κερδίζω, νικώ, υπερνικώ, κερδίζω, αποκτώ, έχω τζίρο, -, γίνομαι αποδεκτός, σημειώνω κέρδος, έχω κέρδος, επικρατώ, αυξάνω, παίρνω, βγάζω, παίρνω με το μέρος μου, σκίζω, παίρνω, νικώ, κερδίζω, αποκτάω, αποκτώ, αποκτώ, κυριαρχώ, αξίζω, κερδίζω, θριαμβεύω, νικώ, παίρνω, παίρνω, βγάζω, κερδίζω, νικώ, κλαψουρίζω, επιταχύνομαι, παίρνω βάρος, βάζω βάρος, κερδοσκοπικός, φαβορί, δεν έχει νόημα, είναι ανούσιο, απόδοση pot, κάνω περίπατο, κερδίζω χρόνο, κάνω περιουσία, κερδίζω εύκολα, φτάνω στο νεκρό σημείο, στηρίζω την οικογένεια, κατανοώ, καταλαβαίνω, προσελκύω περισσότερους οπαδούς, κάνω περιουσία, κερδίζω τις εκλογές, κερδίζω την πρώτη θέση, αποκτώ ορμή, εκμεταλλεύομαι τη μειονεκτική θέση του αντιπάλου, για να εξασφαλίσω τη δική μου υπεροχή, παίρνω προβάδισμα, κερδίζω στο στρίψιμο νομίσματος, νικάω κπ την τελευταία στιγμή, κερδίζω κπ την τελευταία στιγμή, πέφτω σε δυσμένεια, κερδίζω τη συμπάθεια κπ, βγάζω μια περιουσία, εξασφαλίζω την υποστήριξη κπ, παίρνω βάρος, καθυστερώ, χρονοτριβώ, νικώ, υπερνικώ, φουσκώνω, κερδίζω με ευκολία, είμαι σε επιφυλακή, ίσα που κάνω κτ, ξεπερνώ, είμαι καλύτερος από κπ, τα πάω καλύτερα από κπ, περνάω, προσπερνάω, ξεπερνάω, συγκεντρώνω περισσότερες ψήφους από κπ, αυξάνω την επιρροή μου, κερδίζω αναγνώριση, αυξάνω ταχύτητα, ανεβάζω ταχύτητα, κερδίζω έδαφος, γίνομαι πιο δυνατός, κερδίζω χρόνο, αποκτώ αυτοπεποίθηση, κυριαρχώ, αποκτώ ορμή, κερδίζω δημοτικότητα, αρχίζω να γίνομαι δημοφιλής, κάνω φίλους, κερδίζω, κερδίζω από κτ, επωφελούμαι από κτ, εκμεταλλεύομαι, αντιπερισπασμός, εξιλαστήριο θύμα, ξεσκίζω, κερδίζω πόντους, αποκομίζω κέρδος, αρχίζω να σημειώνω επιτυχία, βγάζω κέρδος από κτ, επωφελούμαι από κτ, σαρώνω, νικάω, κερδίζω, κουράζω, βγάζω κέρδος από κτ, επωφελούμαι από κτ, νικώ την τελευταία στιγμή, κερδίζω χρόνο, διακρίνομαι σε κτ, βγάζω καθαρό κέρδος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης gana
νικάω, νικώ, κερδίζωverbo transitivo (a alguien o algo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nuestro equipo ganó el partido 3-2 Η ομάδα μας νίκησε (or: κέρδισε) τον αγώνα 3-2. |
κερδίζωverbo transitivo (εισόδημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Cuánto ganarás semanalmente en tu nuevo trabajo? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα χρήματα που βγάζει δεν τον φτάνουν ούτε για το ενοίκιο. |
νικάω, νικώ, κερδίζω(competición) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nuestro equipo ganó. Η ομάδα μας νίκησε (or: κέρδισε). |
κερδίζωverbo transitivo (un premio) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ganamos una cámara en la rifa. Κερδίσαμε μια φωτογραφική μηχανή στη λοταρία. |
κερδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ganó un puesto en el equipo olímpico. |
κατακτώ(alcanzar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El escalador ganó la cima de la montaña el lunes por la mañana. |
νικώ, κερδίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Esperemos que gane nuestro equipo. |
νικώ, υπερνικώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En las películas de acción los buenos al final siempre ganan. |
κερδίζω, αποκτώ(επιπλέον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El mes pasado, él ganó cinco clientes nuevos. Κέρδισε (or: απέκτησε) πέντε ακόμα πελάτες τον τελευταίο μήνα. |
έχω τζίρο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La compañía gana 3 millones de dólares por año. Η εταιρεία έχει τζίρο 3 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) El equipo gana uno a cero sobre su oponente. Η ομάδα προηγείται του αντιπάλου με ένα - μηδέν. |
γίνομαι αποδεκτόςverbo transitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) La moción va a ganar en el Congreso. |
σημειώνω κέρδος, έχω κέρδοςverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La bolsa de valores ganó un 3% la semana pasada. |
επικρατώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fue un partido difícil, pero al final el equipo local ganó. |
αυξάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El político ganaba popularidad cada semana. |
παίρνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él ganó miles de dólares en el casino. |
βγάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jeff gana 80 000 $ al año. |
παίρνω με το μέρος μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκίζω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παίρνωverbo transitivo (μισθό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gana un gran sueldo. |
νικώ, κερδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vencieron a sus oponentes por 3 a 2. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η εθνική μας ομάδα συνέτριψε τους αντίπαλούς της στα προημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. |
αποκτάω, αποκτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ese disco es raro y difícil de adquirir. Αυτός ο δίσκος είναι σπάνιος κι είναι δύσκολο να τον αποκτήσει κανείς. |
αποκτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Conseguía elogios de todos sus colegas por trabajar tan duro. |
κυριαρχώ(νικώ: με γενική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los primeros colonos intentaron conquistar a los pueblos indígenas. Οι πρώτοι άποικοι προσπάθησαν να κυριαρχήσουν στους ιθαγενείς λαούς. |
αξίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel se mereció una promoción. Η Ρέιτσελ άξιζε μια προαγωγή. |
κερδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La película hizo $20 millones la primera semana. |
θριαμβεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tuvieron un comienzo lento esta temporada pero al final triunfaron. |
νικώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fue un partido difícil, pero vencimos al final. |
παίρνω(calificación) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Saqué un 10 en español. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Percibe un buen salario por su duro trabajo. |
βγάζω(καθαρά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El negocio de Ben lucró como veinte mil dólares al final del primer año. |
κερδίζω, νικώ(juego) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tenemos futbolistas talentosos en nuestro equipo, estoy seguro de que saldremos primeros. |
κλαψουρίζω(παραπονιάρικο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El perro aulló cuando le pisé la pata. |
επιταχύνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El cohete empieza a acelerarse cuando está por encima de la atmósfera. |
παίρνω βάρος, βάζω βάρος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) John era flaco cuando era chico, pero empezó a engordar a los 16. Ο Τζον ήταν λεπτός όταν ήταν παιδί, αλλά όταν έφτασε στα 16 ξεκίνησε να παίρνει βάρος. |
κερδοσκοπικόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φαβορίlocución adjetiva (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Él es el que tiene más oportunidades de ganar la carrera. Είναι το απόλυτο φαβορί για να κερδίσει τον αγώνα. |
δεν έχει νόημα, είναι ανούσιο(να κάνει κάποιος κάτι) (απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) No sirve de nada que lo llames por su nombre, ya no te escucha. |
απόδοση pot(πόκερ) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κάνω περίπατο(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κερδίζω χρόνοlocución verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El uso principal del medicamento es ganar tiempo ralentizando la propagación de la enfermedad. |
κάνω περιουσία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La mujer de negocios ganó una fortuna con la venta al por menor. |
κερδίζω εύκολα(coloquial, figurado) Sabíamos que nuestro equipo ganaría sin despeinarse. |
φτάνω στο νεκρό σημείο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A este paso, tendremos suerte si a fin de año salimos hechos. Με τον ρυθμό που πηγαίνουμε θα είμαστε τυχεροί αν ρεφάρουμε στο τέλος του χρόνου. |
στηρίζω την οικογένειαlocución verbal (figurado) |
κατανοώ, καταλαβαίνω(formal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσελκύω περισσότερους οπαδούς
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El partido necesita ganar adeptos si quiere ganar las próximas elecciones. |
κάνω περιουσίαlocución verbal (AmL) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No ganarás fortuna convirtiéndote en enfermera. |
κερδίζω τις εκλογέςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se espera que el partido Laborista gane las elecciones. |
κερδίζω την πρώτη θέσηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Puede que no sea la más lista, pero ciertamente que gana el premio a la mayor dedicación. |
αποκτώ ορμήlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκμεταλλεύομαι τη μειονεκτική θέση του αντιπάλου, για να εξασφαλίσω τη δική μου υπεροχήlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίρνω προβάδισμαlocución verbal (Argentina, fam) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Empecemos antes, así les ganamos de mano. |
κερδίζω στο στρίψιμο νομίσματοςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νικάω κπ την τελευταία στιγμή, κερδίζω κπ την τελευταία στιγμήlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πέφτω σε δυσμένειαlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κερδίζω τη συμπάθεια κπlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βγάζω μια περιουσία(AR, coloquial) (μεταφορικά) |
εξασφαλίζω την υποστήριξη κπlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω βάροςlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καθυστερώ, χρονοτριβώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
νικώ, υπερνικώexpresión (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φουσκώνωlocución verbal (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κερδίζω με ευκολίαlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι σε επιφυλακή
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
ίσα που κάνω κτ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεπερνώ(rival) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El navegante dejó atrás a los otros barcos cuando navegó por el Atlántico. |
είμαι καλύτερος από κπ, τα πάω καλύτερα από κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περνάω, προσπερνάω, ξεπερνάω(καθομ: σε βαθμολογία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συγκεντρώνω περισσότερες ψήφους από κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η αντιπολίτευση πλειοψήφησε έναντι της κυβέρνησης και συνεπώς δεν ψηφίστηκε το νομοσχέδιο. |
αυξάνω την επιρροή μουlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El Partido Chanchullista está ganando mucha influencia entre los votantes. |
κερδίζω αναγνώριση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Varios artículos publicados ayudaron a mi médico a obtener reconocimiento en su especialidad. |
αυξάνω ταχύτητα, ανεβάζω ταχύτητα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La bicicleta empezó a tomar velocidad mientras rodaba colina abajo. |
κερδίζω έδαφοςlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γίνομαι πιο δυνατόςlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Después de la operación sus piernas estaban débiles pero él hizo mucho ejercicios para ganas fuerza. |
κερδίζω χρόνοlocución verbal Para ganar tiempo tuve que asegurarme que nadie más encontrara la información. |
αποκτώ αυτοπεποίθησηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quizá te cueste un poco al principio, pero una vez que ganes confianza te va a resultar muy fácil. |
κυριαρχώlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El grupo que mejor se adaptó, fue poco a poco ganando predominancia. |
αποκτώ ορμή
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) La bicicleta tomaba velocidad a medida que bajaba por la colina. |
κερδίζω δημοτικότητα, αρχίζω να γίνομαι δημοφιλήςlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω φίλουςverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Criticar a la gente no es una buena forma de ganar amigos. |
κερδίζωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Y qué piensas ganar con tus mentiras? Κερδίζει πολλά λεφτά παίζοντας στο καζίνο. |
κερδίζω από κτ, επωφελούμαι από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Todos nos podemos beneficiar de ser pacientes. |
εκμεταλλεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los nuevos acuerdos comerciales entre ambos países permitirán a nuestros productos acceder a nuevos mercados. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Πάολα ευχόταν να μπορούσε να αξιοποιήσει τον ενθουσιασμό της Ρέιτσελ. |
αντιπερισπασμόςlocución nominal con flexión de género (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El partido lo inscribió solo como un candidato sin posibilidades de ganar, pero terminó ganando las elecciones. Το κόμμα τον έβαλε μόνο για αντιπερισπασμό, αλλά κέρδισε τις εκλογές. |
εξιλαστήριο θύμα
|
ξεσκίζω(coloquial) (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pensé que podía vencerlo pero me dio una paliza. Νόμιζα πως μπορούσα να τον νικήσω αλλά μ' έκανε σκόνη. |
κερδίζω πόντουςlocución verbal (coloquial, figurado) (μτφ: γίνομαι αρεστός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Creo que gané puntos al decirle al jefe que el bigote le quedaba bien. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. New: Νομίζω πως μετά το πρώτο μας ραντεβού έχω κερδίσει πόντους και ελπίζω να με πάρει γρήγορα τηλέφωνο για να ξαναβρεθούμε. |
αποκομίζω κέρδοςlocución verbal Si invertimos con cabeza ganaremos dinero. Αν επενδύσουμε έξυπνα, θα βγάλουμε χρήματα. |
αρχίζω να σημειώνω επιτυχίαlocución verbal (figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βγάζω κέρδος από κτ, επωφελούμαι από κτ(con nombre) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Naylor obtuvo ganancias de la venta de los valores a un precio más alto del que había pagado. |
σαρώνω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
νικάω, κερδίζω(competencia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El equipo del campeonato confía en que podrá vencer a los retadores. Οι πρωταθλητές νίκησαν τους διεκδικητές του τίτλου. |
κουράζωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los súplicas constantes de los chicos para que les compre caramelos finalmente me ganaron por cansancio y les di algunos. Τα συνεχή παρακάλια των παιδιών με κούρασαν, και τελικά ενέδωσα και τα άφησα να φάνε γλυκά. |
βγάζω κέρδος από κτ, επωφελούμαι από κτ(con nombre) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La compañía obtuvo ganancias de la venta de licencias de su sistema operativo a fabricantes de dispositivos móviles. Η εταιρεία έβγαλε κέρδος από την πώληση αδειών του λειτουργικού συστήματός της σε κατασκευαστές κινητών συσκευών. |
νικώ την τελευταία στιγμή(coloquial) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La carrera estaba casi terminada cuando el corredor que venía segundo le ganó por un pelo al campeón del título y llegó primero. |
κερδίζω χρόνοlocución verbal (coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διακρίνομαι σε κτ
Fue premiado en baloncesto en la escuela secundaria. Στο λύκειο, διακρίθηκε στο μπάσκετ. |
βγάζω καθαρό κέρδος(suma) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ana ganó un millón neto este año. Η Αν καθάρισε ένα εκατομμύριο φέτος. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gana στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του gana
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.