Τι σημαίνει το gauche στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gauche στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gauche στο Γαλλικά.

Η λέξη gauche στο Γαλλικά σημαίνει αριστερός, αριστερά, αριστερή, αριστερός, μέλος αριστερού/σοσιαλιστικού κόμματος, τα αριστερά μου, αδέξιος, ακαλλιέργητος, από την πλευρά του κρασπέδου, αδέξιος, άγαρμπος, αδέξιος, άγαρμπος, ανόητος, χαζός, αδέξιος, άχαρος, άχαρος, αδέξιος, αριστερή πλευρά, αδέξιος, άχαρος, άκομψος, αδέξιος, αδέξιος, απότομος, αριστερός, αριστερά, αριστερά, αριστερή στροφή, η Αριστερά, διπλό χτύπημα, μεριά, πλευρά, βλέπω τα ραδίκια ανάποδα, πάω στα θυμαράκια, αριστερόστροφος, αριστερός, σοσιαλιστής, αριστερά, αριστερά, από τον Άννα στο Καϊάφα, η αριστερή όχθη του Σηκουάνα, αριστερό χέρι, που χρησιμοποιεί το αριστερό μέρος του εγκεφάλου, λωρίδα προσπέρασης, επάνω αριστερά, πάνω αριστερά, αριστερός παίκτης, δεξιά πλευρά, πηδιέμαι με πολλά διαφορετικά άτομα, στρίβω αριστερά, πάω με τον ένα και με τον άλλο, φιλελεύθερος, λιμπεραλιστικός, αριστερός, μακρινός συγγενής, αριστερίζων, αριστερόστροφα, επάνω αριστερός, πάνω αριστερός, αριστερή πλευρά, διπλό χτύπημα, αριστερή μπουνιά, αριστερή γροθιά, πάω με τον έναν και τον άλλον, πάω με τη μία και την άλλη, τα τινάζω, πάω καλιά μου, πάω στα θυμαράκια, πηδάω από δω κι από κει, πηδάω δεξιά κι αριστερά, πηδάω τον έναν και τον άλλο, πηδολογιέμαι, αριστερός, με κλίση προς τα αριστερά, καλλιτεχνικός, αριστερός, στρίψε αριστέρα, περιθώριο, αριστερή πλευρά του γηπέδου, παίκτης που παίζει στην αριστερή πλευρά του γηπέδου, κυκλώνω, μένω δεξιά, μένω αριστερά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gauche

αριστερός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il écrit de la main gauche.
Γράφει με το αριστερό χέρι.

αριστερά

nom féminin

Tes clés sont sur ta gauche.
Τα κλειδιά σου είναι στα αριστερά σου.

αριστερή

nom féminin (Boxe) (καθομιλουμένη)

Il a assené une gauche sur le menton de son adversaire.
Έριξε μια αριστερή στο σαγόνι του αντιπάλου του.

αριστερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μέλος αριστερού/σοσιαλιστικού κόμματος

nom féminin (Politique) (πολιτική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La gauche avance toujours cet argument.

τα αριστερά μου

nom féminin (πλευρά)

αδέξιος, ακαλλιέργητος

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

από την πλευρά του κρασπέδου

(pays avec conduite à gauche)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ο οδηγός άνοιξε το παράθυρό του και ζήτησε οδηγίες από έναν περαστικό.

αδέξιος, άγαρμπος

(mal coordonné)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le garçon était si maladroit qu'il renversait tout sur son passage.
Το αγόρι ήταν τόσο αδέξιο (or: άγαρμπο) που συνεχώς έριχνε πράγματα.

αδέξιος, άγαρμπος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jake est d'un maladroit : il ne cesse de se cogner et de faire tomber ce qui l'entoure.
Ο Τζέικ είναι τόσο αδέξιος (or: ατσούμπαλος), πάντα πέφτει πάνω σε πράγματα ή του πέφτουν κάτω πράγματα.

ανόητος, χαζός

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mon pote un peu bébête trouve toujours un truc idiot à faire.
Ο χαζός μου φίλος κάνει πάντα κάτι αστείο.

αδέξιος, άχαρος

(soutenu)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άχαρος, αδέξιος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

αριστερή πλευρά

(Nautique)

Le second a mis la barre à bâbord toute.

αδέξιος

(aspect)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άχαρος, άκομψος

adjectif (χωρίς χάρη, κομψότητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αδέξιος

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αδέξιος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απότομος

adjectif (personne, comportement) (άνθρωπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est un peu brusque avec les personnes qu'il ne connaît pas bien.
Είναι λίγο απότομος με άτομα που δεν γνωρίζει καλά.

αριστερός

(Nautique)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αριστερά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dans cette danse, vous sautez à gauche et puis à droite.
Σε αυτό τον χορό πηδάς αριστερά και μετά δεξιά.

αριστερά

nom féminin (Politique) (πολιτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les hommes politiques de gauche se sont opposés au changement.
Οι πολιτικοί της αριστεράς διαφώνησαν με την αλλαγή.

αριστερή στροφή

adverbe

Prenez (or: Tournez) à gauche au troisième feu.
Κάνε αριστερά.

η Αριστερά

nom féminin (Politique)

Vues de la gauche, ces statistiques semblent résulter d'une inégalité plutôt que de n'importe quel penchant naturellement délinquant dans cette tranche d'âge.

διπλό χτύπημα

nom masculin (figuré) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
On fait comme ça: droite-gauche, et au tapis !

μεριά, πλευρά

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le bouton marche/arrêt se trouve du côté gauche.
Στο δεξί σας χέρι θα βρείτε τον διακόπτη ενεργοποίησης/απενεργοποίησης.

βλέπω τα ραδίκια ανάποδα, πάω στα θυμαράκια

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Des rumeurs couraient comme quoi le parrain du crime était mort depuis quelques temps.
Φήμες έλεγαν ότι ο άρχοντας του εγκλήματος βλέπει τα ραδίκια ανάποδα εδώ και λίγο καιρό.

αριστερόστροφος

locution adverbiale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αριστερός, σοσιαλιστής

locution adjectivale (Politique) (πολιτική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'opposition s'est scandalisée des politiques de gauche du nouveau Premier ministre.

αριστερά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αριστερά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il tourna à gauche.

από τον Άννα στο Καϊάφα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η αριστερή όχθη του Σηκουάνα

nom propre féminin (Paris)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αριστερό χέρι

nom féminin

Généralement, on porte l'alliance à la main gauche. Bien qu'elle soit veuve, elle porte toujours son alliance à la main gauche.
Παραδοσιακά, η βέρα φοριέται στο αριστερό χέρι. Αν και χήρα, ακόμα φοράει τη βέρα της στο αριστερό της χέρι.

που χρησιμοποιεί το αριστερό μέρος του εγκεφάλου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λωρίδα προσπέρασης

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επάνω αριστερά, πάνω αριστερά

nom féminin

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
L'ouragan a complètement détruit toute la partie supérieure gauche du bâtiment.

αριστερός παίκτης

(Base-ball)

δεξιά πλευρά

nom masculin

πηδιέμαι με πολλά διαφορετικά άτομα

verbe intransitif (familier) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai entendu dire que Tracy avait couché avec toute l'équipe de faute.

στρίβω αριστερά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Déporte-toi sur l'autre file pour te préparer à tourner à gauche quand le feu sera vert. Je ne comprends pas pourquoi je suis perdu : j'ai bien tourné à gauche après la piscine, comme tu m'as dit.

πάω με τον ένα και με τον άλλο

locution verbale (familier) (με άντρες)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il couche à droite à gauche.

φιλελεύθερος, λιμπεραλιστικός

locution adjectivale (Politique aux États-Unis) (πολιτική: αριστερό κόμμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les politiques sociales de gauche sont la raison de la création de la dette.
Τα κοινωνικά προγράμματα των φιλελευθέρων (or: των λιμπεραλιστών) δημιούργησαν αυτό το χρέος.

αριστερός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μακρινός συγγενής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Je ne l'ai jamais rencontrée, mais je crois que c'est une parente éloignée.

αριστερίζων

locution adjectivale (πολιτική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αριστερόστροφα

locution adverbiale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επάνω αριστερός, πάνω αριστερός

locution adverbiale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

αριστερή πλευρά

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διπλό χτύπημα

nom masculin (Boxe)

Joe a fait tomber John avec un enchaînement droite-gauche à la tête et l'estomac.

αριστερή μπουνιά, αριστερή γροθιά

nom masculin

πάω με τον έναν και τον άλλον, πάω με τη μία και την άλλη

verbe intransitif (familier) (ευφημισμός, καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα τινάζω, πάω καλιά μου, πάω στα θυμαράκια

locution verbale (figuré : mourir) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le vieux cowboy a finalement passé l'arme à gauche.

πηδάω από δω κι από κει, πηδάω δεξιά κι αριστερά, πηδάω τον έναν και τον άλλο

locution verbale (très familier) (αργκό, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On a été surpris quand Bill s'est arrêté de coucher à droite et à gauche et s'est casé avec Sally.

πηδολογιέμαι

locution verbale (familier) (αργκό, χυδαίο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stan était effrondré en apprenant que sa copine couchait à droite à gauche.

αριστερός

locution adjectivale (Héraldique)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με κλίση προς τα αριστερά

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλλιτεχνικός

locution adjectivale (Art...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αριστερός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ma voiture a un volant à gauche.

στρίψε αριστέρα

(technique)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

περιθώριο

(Politique) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'homme politique avait flirté avec les extrêmes tout le long de sa carrière et n'avait pas remporté un grand nombre d'élections.
Ο πολιτικός ήταν στο περιθώριο για το μεγαλύτερο διάστημα της καριέρας του και δεν κέρδισε πολλές εκλογές.

αριστερή πλευρά του γηπέδου

nom masculin (Base-ball : emplacement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίκτης που παίζει στην αριστερή πλευρά του γηπέδου

nom masculin (Base-ball : position)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυκλώνω

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La route vire à droite puis à gauche de la colline avant d'arriver à une intersection.

μένω δεξιά, μένω αριστερά

(Circulation automobile)

Le panneau routier indiquait "serrez à gauche".

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gauche στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του gauche

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.