Τι σημαίνει το jodida στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης jodida στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του jodida στο ισπανικά.

Η λέξη jodida στο ισπανικά σημαίνει γαμάω, γαμώ, λέω βλακείες σε κπ, λέω ανοησίες σε κπ, ενοχλώ, γαμώτο, αμάν, κάνω κτ χάλια, κάνω κτ απαίσιο, τα σκατώνω, καταστρέφω, μαμώτο, καταστρέφω, χαλάω, καταστρέφω, χαζολογάω, χαζολογώ, χέζω, πειράζω, τσούζω, τα παίζω, τα φτύνω, τραυματισμένος, γαμημένος, μαλακισμένος, που γαμήθηκε, κατεστραμμένος, που έχει βρει τον μπελά του, τελειωμένος, καταδικασμένος, την πάτησα, τα έχω χάσει, τα έχω χαμένα, τα έχω παίξει, αλητάμπουρας, αλήτης, κωλοπαιδαράς, που γαμήθηκε, τη γάμησα, κατεστραμμένος, που γαμήθηκε, τη μάμησα, αναθεματισμένος, κερατένιος, -, αναθεματισμένος, καταραμένος, -, αναθεματισμένος, καταραμένος, γαμημένος, ξεφτίλας, αναθεματισμένος, καταραμένος, σκασμένος, μπελάς, αποτυχημένος, γαμώτο, να πάρει, να πάρει η οργή, να πάρει η ευχή, γαμώτο, γαμώτο, γάμα το, γαμώτο, Να πάρει!, μαμάω, απαυτώνω, χαζεύω, χαζολογώ, χασομερώ, κάνω πουστιά σε κπ, παίζω πουστιά σε κπ, κάνω λαμογιά σε κπ, κάνω πουστιά, τσατίζω, νευριάζω, κοροϊδεύω, έλα!, όχι δα!, γαμάω, πηδάω, τα βάζω μαζί με κπ, τα βάζω με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης jodida

γαμάω, γαμώ

verbo transitivo (vulgar) (μτφ, αργκό, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le conté la historia en secreto y ella después me jodió y se la contó a mi jefe.
Την εμπιστεύτηκα και της είπα την ιστορία και μετά με γάμησε, καθώς γύρισε και τα είπε στο αφεντικό μου.

λέω βλακείες σε κπ, λέω ανοησίες σε κπ

(vulgar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡No me jodas! Yo sé lo que pasó en realidad.
Μη μου λες βλακείες! Ξέρω τι έγινε πραγματικά.

ενοχλώ

γαμώτο

(καθομ, υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Diablos! ¡Mi coche no arranca!

αμάν

(MX) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

κάνω κτ χάλια, κάνω κτ απαίσιο

(vulgar) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡Ojalá mis padres dejaran de cagarme la vida!
Μακάρι οι γονείς μου να σταματούσαν να κάνουν τη ζωή μου χάλια!

τα σκατώνω

(υβριστικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταστρέφω

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El clima horrible realmente cagó nuestros planes del fin de semana.

μαμώτο

(eufemismo) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαλάω, καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hallie verdaderamente estropeó todo el proyecto cuando decidió entregar nuestro plan al jefe antes de que tuviésemos la oportunidad de revisarlo.

χαζολογάω, χαζολογώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¡Ya dejen de hacer tonterías! ¡Siéntense y cállense!

χέζω

(vulgar) (αργκό, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A la mierda con esto, me voy a casa.

πειράζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Es muy divertido molestarlo (or: fastidiarlo)!
Μου αρέσει τόσο πολύ να τον πειράζω!

τσούζω

(μεταφορικά, αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Tienes que repetir curso? ¡Eso debe doler (or: escocer)!

τα παίζω, τα φτύνω

(AmL: coloquial; ES: vulgar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La tele está jodida.
Η τηλεόραση γαμήθηκε.

τραυματισμένος

adjetivo (vulgar)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

γαμημένος, μαλακισμένος

(vulgar) (αργκό, χυδ, υβρ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που γαμήθηκε

adjetivo (ES, vulgar) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Le presté mi bicicleta y cuando me la devolvió estaba jodida.
Της δάνεισα το ποδήλατό μου και όταν μου το επέστρεψε ήταν εντελώς χαλασμένο.

κατεστραμμένος

(vulgar)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που έχει βρει τον μπελά του

adjetivo (coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τελειωμένος, καταδικασμένος

(coloquial) (αργκό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
A menos que el helicóptero de rescate nos encuentre antes de que se haga de noche, estamos jodidos.
Αν δεν μας βρει το ελικόπτερο διάσωσης πριν πέσει το βράδυ είμαστε τελειωμένοι.

την πάτησα

(vulgar) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si se enteran que has hablado estás jodido.

τα έχω χάσει, τα έχω χαμένα, τα έχω παίξει

(coloquial) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estás tan jodido que no eres capaz de distinguir lo que está bien de lo que está mal.

αλητάμπουρας, αλήτης, κωλοπαιδαράς

adjetivo (vulgar) (αρνητική σημασία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ese jodido peleador te está mirando, Sasha.

που γαμήθηκε

(vulgar) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
La verdad es que lo que hiciste fue una cosa jodida.
Αυτό που έκανες ήταν και πολύ μαλακία.

τη γάμησα

(AmL: coloquial; ES: vulgar) (χυδαίο, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si no corroboran tu historia, estás jodido.
Αν δεν επιβεβαιώσουν την ιστορία σου, την πάτησες.

κατεστραμμένος

adjetivo (coloquial) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ayer me caí de la bicicleta y tengo la pierna tan jodida que casi no puedo andar.

που γαμήθηκε

adjetivo (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡No voy a salir con un tipo jodido como él nunca más!
Δεν θα συναναστραφώ ξανά με ένα τύπο που γαμήθηκε έτσι!

τη μάμησα

(AmL: coloquial; ES: vulgar) (ευφημισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La tele está jodida otra vez. El jefe se enteró de lo que hicimos: estamos jodidos.

αναθεματισμένος, κερατένιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Saca a ese maldito perro de aquí. ¡Está tumbando todos mis adornos!

-

(intensificador, vulgar) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La película es una puta mierda.
Χάλια είναι η ταινία, ρε γαμώτο.

αναθεματισμένος, καταραμένος

(καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
¡El maldito gato ha pisoteado mis parterres otra vez!

-

(intensificador, vulgar) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
¡Me echó a este puto perro enorme!
Έβαλε το τεράστιο κωλόσκυλό του να μου ορμήσει.

αναθεματισμένος, καταραμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Este maldito bolígrafo no escribe.
Αυτό το καταραμένο στυλό δεν γράφει.

γαμημένος

(vulgar) (χυδαίο, αργκό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ξεφτίλας

(vulgar) (προσβλητικό, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
No lo soporto. Es una mierda.
Δεν τον αντέχω. Είναι σκέτος ξεφτίλας.

αναθεματισμένος, καταραμένος, σκασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
¡Si no te queda dinero, es tu maldita culpa por gastártelo todo!

μπελάς

(AR, CR, vulgar)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Wendy es un dolor de huevos, siempre me pide copiar mi tarea en vez de hacer la suya.

αποτυχημένος

(ofensivo) (κάνει λάθη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Mi hermano es un pendejo: ¡no hace nada bien!
Ο αδερφός μου είναι εντελώς αποτυχημένος. Δεν κάνει ποτέ τίποτα σωστά.

γαμώτο

(CR) (καθομιλουμένη, υβριστικό)

¡Jueputa! ¡Perdón por tirarte la cerveza encima!
Όχι, ρε γαμώτο! Συγγνώμη που έχυσα την μπύρα μου πάνω σου.

να πάρει, να πάρει η οργή, να πάρει η ευχή

(vulgar) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Mierda! ¡Me golpeé la rodilla contra el escritorio de nuevo!
Να πάρει! Χτύπησα ξανά το γόνατό μου στο θρανίο!

γαμώτο

(ES, vulgar) (υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Sé de aviones, ¡soy piloto joder!

γαμώτο

(vulgar) (καθομ, υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Nuestro avión sale en una hora! ¡Mierda! ¡Creía que nos quedaban cinco horas todavía!

γάμα το

interjección (ES, vulgar) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Joder! Ahora tengo que esperar dos semanas más para que me vuelvan a mandar el paquete.

γαμώτο

(vulgar) (υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Mierda! Dejé las llaves adentro del carro.
Όχι ρε πούστη! Άφησα τα κλειδιά μου στο αυτοκίνητο.

Να πάρει!

(anticuado) (καθομιλουμένη)

¡Maldición! Volqué el café en el piso.
Να πάρει! Μόλις έχυσα τον καφέ μου στο πάτωμα!

μαμάω, απαυτώνω

(vulgar) (αργκό: αντί βρισιάς)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Mierda! ¡Qué película tan aburrida! Veamos otra cosa.

χαζεύω, χαζολογώ, χασομερώ

(AmL: vulgar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¡Deja de andar jodiendo y termina tu tarea!
Σταμάτα να χαζεύεις και ξεκίνα τα μαθήματά σου!

κάνω πουστιά σε κπ, παίζω πουστιά σε κπ, κάνω λαμογιά σε κπ

(AR, vulgar) (αργκό: εξαπατώ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μη μου κάνεις καμιά πουστιά (or: παίξεις καμιά πουστιά) την έβαψες!

κάνω πουστιά

(AmL, coloquial) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me jodió no poniendo mi nombre en el informe.

τσατίζω, νευριάζω

(ES, vulgar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Ese tipo realmente me toca los huevos!
Αυτός ο τύπος πραγματικά με τσατίζει!

κοροϊδεύω

(PY, CL, AR)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έλα!, όχι δα!

(ES) (καθομιλουμένη, για δυσπιστία ή διαφωνία)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Έλα! (or: Όχι δα!) Πρέπει να αστειεύεσαι!

γαμάω, πηδάω

(AmL: coloquial; ES: vulgar) (αργκό, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
De verdad lo jodieron con el contrato nuevo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τώρα την πάτησα (or: την έχω πατήσει).

τα βάζω μαζί με κπ, τα βάζω με κπ

(AmL: coloquial; ES: vulgar) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No me jodas, o te rompo un brazo.
Μην μπλέκεις μαζί μου (or: με μένα), γιατί θα σου σπάσω το χέρι.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του jodida στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.