Τι σημαίνει το levée στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης levée στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του levée στο Γαλλικά.
Η λέξη levée στο Γαλλικά σημαίνει σηκώνω, ξυπνάω, ανατολή, φουσκώνω, σηκώνω, σταματώ, διακόπτω, σηκώνω, αίρω, σήκωμα, σηκώνω, σηκώνω, φουσκώνω, χαλαρώνω, βγάζω, επιβάλλω, σπρώχνω κτ προς τα επάνω, διακόπτω, -, σηκωμένος, φουσκωμένος, βγαίνω, -, φουσκωμένος, τοπογραφική μελέτη, ορθός, ανάχωμα, φράγμα, άρση, εισφορά, κόλπο, σηκώνομαι, ξυπνώ, σηκώνομαι, βγαίνω, ανατέλλω, σηκώνομαι, αυγή, χαραυγή, αποσφραγίζω, κατεβάζω ρυθμούς, κόβω ταχύτητα, αίρω το απόρρητο, αναγνώριση, ανοίγω, ψηλά, το πρωί, την αυγή, το ξημέρωμα, το χάραμα, ανατολή, ικανότητα λήψης επιδοτήσεων, λυκαυγές, ξημέρωμα, χάραμα, μικρό δρώμενο που ανοίγει μια παράσταση, χάραμα, στραβοκοίταγμα, απλώνω χέρι σε κπ, σηκώνω χέρι σε κπ, συγκεντρώνω χρήματα, μαζεύω χρήματα, σηκώνομαι από το κρεβάτι, σηκώνομαι, ξυπνώ, εξαφανίζω κάθε αμφιβολία, διαλύω κάθε αμφιβολία, κοιμάμαι μέχρι αργά, παρακοιμάμαι, κοιτάζω αποδοκιμαστικά, κοιτάζω με αγανάκτηση, δεν κουνάω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι, ξαφνιάζομαι, σηκώνομαι, εγκαταλείπω στρατόπεδο, σαλπάρω, σηκώνομαι, πηδώ, αναπηδώ, κοιμάμαι μέχρι αργά, καλυτερεύω, βελτιώνομαι, ξανοίγω, κοιτάζω προς τα πάνω, ανεβαίνω, κινούμαι προς τα επάνω, ανέρχομαι, βοηθώ κπ να σηκωθεί, κάνω αύξηση κεφαλαίου, που αφορά το λυκαυγές, ανατολή, αποσυμφορώ, ξεκινάω στραβά, προθυμοποιούμαι να κάνω κτ, αφήνω πίσω, πρεμιέρα, σηκώνομαι, φιλετάρω, φουσκώνω, ξεκινώ, φεύγω, ετοιμάζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης levée
σηκώνωverbe transitif (la main) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si quelqu'un a une question, qu'il lève la main. Σηκώστε το χέρι σας, εάν έχετε κάποια ερώτηση. |
ξυπνάωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'est sa mère qui le lève tous les matins et son père qui le couche. Η μητέρα του είναι αυτή που τον ξυπνάει κάθε πρωί και ο πατέρας του εκείνος που τον βάζει για ύπνο. |
ανατολήnom masculin (lune, soleil) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le lever du soleil est un moment merveilleux. |
φουσκώνωverbe intransitif (Cuisine : pâte) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il faut laisser lever la pâte trois heures avant de l'enfourner. |
σηκώνωverbe transitif (un pont) Ils ont levé le pont mobile pour laisser passer le bateau. |
σταματώ, διακόπτωverbe transitif (Militaire : un siège) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'assaillant a levé le siège de la ville fortifiée au bout d'un mois. |
σηκώνωverbe transitif (la tête) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il dressa (or: redressa) la tête dès qu'il entendit son nom. Σήκωσε το κεφάλι του, μόλις άκουσε το όνομά του. |
αίρωverbe transitif (une loi,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En Californie, l'interdiction du mariage gay a été levée en 2008. Le gouvernement a levé le boycott sur les produits étrangers au bout de trois jours. Η Καλιφόρνια ήρε την απαγόρευση του γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων το 2008. Η κυβέρνηση ήρε τον αποκλεισμό των ξένων προϊόντων έπειτα από τρεις μέρες. |
σήκωμα(un objet lourd) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Wow ! Il a réussi à soulever la machine à laver tout seul ! ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Με μια άρση του χεριού ο ηγέτης υπέδειξε ότι ήταν έτοιμος. |
σηκώνω(le bras) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σηκώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Levez la main si vous connaissez la réponse. Σήκωσε το χέρι σου εάν γνωρίζεις την απάντηση. |
φουσκώνωverbe intransitif (pain) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Laisser la pâte reposer pendant deux heures avant de lui donner la forme d'une miche. Άφησε το ζυμάρι να φουσκώσει για δύο ώρες πριν σχηματίσεις μια φραντζόλα. |
χαλαρώνω(moins fort) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il leva le pied de l'accélérateur. Χαλάρωσε το πόδι του απομακρύνοντάς το από το γκάζι του αυτοκινήτου. |
βγάζωverbe transitif (son chapeau) (καπέλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιβάλλω(φόρο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le gouvernement prélevait les impôts au début de chaque année. Η κυβέρνηση επέβαλε φόρους στην αρχή κάθε έτους. |
σπρώχνω κτ προς τα επάνωverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διακόπτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le président a décidé de suspendre la séance jusqu'à la semaine suivante. |
-adjectif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) - Est-ce que maman est levée ? - Non, elle dort encore. Έχει σηκωθεί η μαμά; Όχι, κοιμάται ακόμα. |
σηκωμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
φουσκωμένοςadjectif (pain) (ζύμη, ζυμάρι) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
βγαίνωadjectif (soleil, jour) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le soleil est levé. Ο ήλιος βγήκε. |
-adjectif (soleil) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Est-ce que le soleil est levé, maintenant ? Έχει ανατείλει ο ήλιος; |
φουσκωμένοςadjectif (pâte) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
τοπογραφική μελέτη(Topographie, technique) Le levé montre même où les arbres se trouvent. |
ορθός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανάχωμα, φράγμα(technique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La rivière a débordé après la destruction de la levée lors d'un tremblement de terre. |
άρσηnom féminin (Musique : note précédant le temps fort) (μουσική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les ténors arrivent sur la levée de la mesure 40. Οι τενόροι αρχίζουν να τραγουδούν στην άρση του μέτρου 40. |
εισφορά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La taxe d'éducation était censée payer les salaires des enseignants. Η εκπαιδευτική εισφορά υποτίθεται πως θα πλήρωνε τους μισθούς των εκπαιδευτικών. |
κόλπο(Cartes) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dans la dame de pique, vous essayez normalement de prendre le moins de plis possibles. |
σηκώνομαι, ξυπνώverbe pronominal (le matin) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai dû me lever tôt ce matin : j'avais une réunion à 7 h. Έπρεπε να ξυπνήσω νωρίς σήμερα για μια συνάντηση στις 7:00 πμ. |
σηκώνομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ne reste pas assis là à me regarder. Lève-toi et viens m'aider ! Τι κάθεσαι και με κοιτάς; Σήκω να με βοηθήσεις! |
βγαίνωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous sommes allés à la plage et avons regardé le soleil se lever sur l'eau. Καθίσαμε στην παραλία και παρακολουθήσαμε τον ήλιο να βγαίνει από το νερό. |
ανατέλλωverbe pronominal (soleil, lune) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le soleil s'est levé à 6h32 ce matin. |
σηκώνομαιverbe pronominal (sortir du lit) (από το κρεβάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je me suis levé à 7 heures pour faire le café. |
αυγή, χαραυγή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αποσφραγίζω(une lettre, un flacon, une boite) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Αν αποσφραγίσεις το προϊόν, δεν θα μπορείς, πια, να το επιστρέψεις στο κατάστημα. |
κατεβάζω ρυθμούς, κόβω ταχύτητα(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αίρω το απόρρητο(Militaire) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναγνώριση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανοίγω(une lettre, un flacon, une boite) (κάτι σφραγισμένο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ψηλά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le garçon a tenu son cerf-volant en l'air et a couru jusqu'à ce qu'il s'envole. |
το πρωί, την αυγή, το ξημέρωμα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
το χάραμα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Je dois me lever à l'aube pour arriver à l'heure au travail. |
ανατολή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dan est parti au lever du soleil (or: lever du jour) car il avait beaucoup de chemin à faire ce jour-là. Ο Νταν ξεκίνησε χαράματα μιας και είχε να κάνει μεγάλο ταξίδι εκείνη τη μέρα. |
ικανότητα λήψης επιδοτήσεων(recherche de fonds) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λυκαυγέςnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ξημέρωμα, χάραμα(ανατολή του ήλιου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μικρό δρώμενο που ανοίγει μια παράστασηnom masculin (Théâtre) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χάραμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στραβοκοίταγμαlocution verbale (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
απλώνω χέρι σε κπ, σηκώνω χέρι σε κπlocution verbale (frapper, battre) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συγκεντρώνω χρήματα, μαζεύω χρήματα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σηκώνομαι από το κρεβάτι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'étais malade aujourd'hui et je ne voulais pas sortir du lit. |
σηκώνομαι, ξυπνώ(νωρίς το πρωί) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai une conférence samedi alors il faut que je me lève tôt. |
εξαφανίζω κάθε αμφιβολία, διαλύω κάθε αμφιβολίαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu peux garder le silence, et on pensera que tu es ignorant, ou tu peux prendre la parole et lever tout doute à ce sujet. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η ολοκληρωμένη απάντηση που μου έδωσε διέλυσε κάθε μου αμφιβολία. |
κοιμάμαι μέχρι αργά, παρακοιμάμαιverbe pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le dimanche, je me lève souvent tard. |
κοιτάζω αποδοκιμαστικά, κοιτάζω με αγανάκτησηlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand j'ai entendu parler de sa dernière combine pour faire fortune, j'ai levé les yeux au ciel. |
δεν κουνάω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκιlocution verbale (figuré) |
ξαφνιάζομαιlocution verbale (surprise) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σηκώνομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Veuillez vous lever pour l'hymne national. Παρακαλώ σηκωθείτε για τον εθνικό ύμνο. |
εγκαταλείπω στρατόπεδοlocution verbale (Militaire) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σαλπάρω(bateau) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σηκώνομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il s'est levé d'un bond et m'a saisi par la main. |
πηδώ, αναπηδώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand j'ai vu la jeune mère se lever d'un bon, j'ai regardé pourquoi. |
κοιμάμαι μέχρι αργά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) C'est samedi, donc je n'ai pas besoin de me lever pour le travail. Je peux me lever plus tard. Είναι Σάββατο κι έτσι δεν χρειάζεται να σηκωθώ για δουλειά. Μπορώ να κοιμηθώ μέχρι αργά. |
καλυτερεύω, βελτιώνομαι, ξανοίγωverbe pronominal (mauvais temps) (καιρός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il y avait des nuages ce matin mais cela s'est levé maintenant. |
κοιτάζω προς τα πάνωlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si tu veux te sentir minuscule, lève les yeux et regarde les étoiles la nuit. Αν θες να νιώσεις μικροσκοπική, κοίταξε προς τα πάνω και δες τ' αστέρια τη νύχτα. |
ανεβαίνω, κινούμαι προς τα επάνω, ανέρχομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ils se sont levés pour accueillir les invités. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο πρωινός ήλιος πείθει γλυκά τα λουλούδια να κινηθούν προς τα επάνω και να τον χαιρετίσουν. |
βοηθώ κπ να σηκωθείlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'étais tellement faible que l'infirmière a dû m'aider à me lever. |
κάνω αύξηση κεφαλαίουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που αφορά το λυκαυγέςlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανατολήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Rachel était assise sur son balcon avec une tasse de café, à regarder le lever du soleil. Η Ρέιτσελ έκατσε στο μπαλκόνι με μια κούπα καφέ βλέποντας την ανατολή. |
αποσυμφορώlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεκινάω στραβά
|
προθυμοποιούμαι να κάνω κτlocution verbale (figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'aimerais bien que tu lèves le petit doigt pour aider aux tâches ménagères de temps en temps. |
αφήνω πίσω(figuré) (μεταφορικά) L'auteur lève le voile sur les faux-semblants pour faire apparaître la vérité sur la bonne société du 19è siècle. |
πρεμιέρα(Spectacle) (μτφ: πρώτη εκδήλωση, αγώνας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σηκώνομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Belle au Bois-dormant, levez-vous ! Σήκω, ωραία κοιμωμένη! |
φιλετάρω(Cuisine : viande) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Paul a coupé le saumon en filets. |
φουσκώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεκινώ, φεύγωverbe intransitif (bateau) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le navire lèvera l'ancre à trois heures, alors tu as intérêt à être à l'heure. Το πλοίο θα ξεκινήσει στις τρεις, γι' αυτό καλύτερα να είσαι στην ώρα σου. |
ετοιμάζομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Une tempête se préparait à l'est. Μια καταιγίδα ετοιμαζόταν στα ανατολικά. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του levée στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του levée
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.