Τι σημαίνει το made στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης made στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του made στο Αγγλικά.

Η λέξη made στο Αγγλικά σημαίνει που κατασκευάστηκε, που φτιάχτηκε, που κατασκευάστηκε, που φτιάχτηκε, -φτιαγμένος, κατασκευής, που έχει βαπτιστεί, φτιάχνω, κατασκευάζω, φτιάχνω, κατασκευάζω, παράγω, φτιάχνω, φτιάχνω, κάνω, κάνω, προκαλώ, δημιουργώ, βάζω, κάνω, αναγκάζω, κάνω, κάνω, μάρκα, φίρμα, κατασκευή, καταλαβαίνω, πηγαίνω προς, κατευθύνομαι προς, κάνω, παίρνω, βγάζω, κάνω, κλείνω, προλαβαίνω, πραγματοποιώ, φτιάχνω, κάνω, φτιάχνω, κάνω, πιάνω, φτιάχνω, κάνω, γίνομαι, καταφέρνω να μπω σε κτ, κάνω, κάνω, ρίχνω, σχηματίζω, διαμορφώνω, φτάνω σε, καταφθάνω σε, βγαίνω σε κτ, βάζω, πετυχαίνω, καταφέρνω να πάω σε κτ, βγάζω, που δεν αξίζει μία, κατά παραγγελία, εργοστασιακός, κατασκευασμένος στο εξωτερικό, την κάνω λαχείο, έχω εγγυημένη επιτυχία, σπιτικός, χειροποίητος, αυτοσχέδιος, πρόχειρος, κατασκευασμένος από, κάνω κτ ειδική παραγγελία, φτιαγμένος ο ένας για τον άλλο, πλασμένος ο ένας για τον άλλο, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα μου, μετατρέπομαι σε, φτιαγμένος από, που έχει κότσια, που του βαστάει, που το λέει η καρδιά του, μου τρέχουν λεφτά από τα μπατζάκια, κατά παραγγελία, κατά παραγγελία, φανταστικός, μακιγιαρισμένος, προαποφασισμένος, που αποτελείται από κτ, γουστάρω, ξετρελαμένος με κτ, ξεμυαλισμένος με κτ, τεχνητός, έτοιμος, έτοιμος, αυτοδημιούργητος, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα κάποιου, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα κάποιου, στέρεος, ανθεκτικός, καλοφτιαγμένος, παραγγελία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης made

που κατασκευάστηκε, που φτιάχτηκε

adjective (produced, manufactured)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The label on this toy says "Made in Taiwan."
Η ετικέτα πάνω στο παιχνίδι γράφει «Κατασκευάστηκε στην Ταϊβάν».

που κατασκευάστηκε, που φτιάχτηκε

adjective (how created)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
All of these garments were made by hand.
Όλα αυτά τα ρούχα είναι κατασκευασμένα (or: φτιαγμένα) στο χέρι.

-φτιαγμένος

adjective (as suffix (made in specified way)

This screwdriver is nicely made and will not break.
Αυτό το κατσαβίδι είναι καλοφτιαγμένο και δεν θα χαλάσει.

κατασκευής

adjective (as suffix (with an adjective: crafted, built) (σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Larry drives a British-made car.
Ο Λάρυ οδηγεί αυτοκίνητο αγγλικής κατασκευής.

που έχει βαπτιστεί

adjective (US, slang (accepted into the mafia) (μτφ, αργκό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He was made by one of the powerful families the day after he shot six of its rivals.
Βαπτίστηκε από μία από τις πιο ισχυρές οικογένειες την επόμενη μέρα αφότου πυροβόλησε έξι από τους αντιπάλους της.

φτιάχνω, κατασκευάζω

transitive verb (construct)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The children made houses with blocks.
Τα παιδιά έφτιαξαν σπιτάκια με κύβους.

φτιάχνω, κατασκευάζω, παράγω

transitive verb (manufacture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That factory makes bolts.
Εκείνο το εργοστάσιο φτιάχνει βίδες.

φτιάχνω

transitive verb (fashion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The weavers made a hat from palm fronds.
Οι υφάντρες έφτιαξαν ένα καπέλο από φύλλα φοίνικα.

φτιάχνω, κάνω

transitive verb (prepare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My mother wants to make a cake for my party.
Η μητέρα μου θέλει να φτιάξει (or: κάνει) μια τούρτα για το πάρτι μου.

κάνω, προκαλώ, δημιουργώ

transitive verb (create, cause)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dogs made a commotion in the street.
Οι σκύλοι προκάλεσαν (or: δημιούργησαν) αναταραχή στον δρόμο.

βάζω, κάνω

verbal expression (compel) (καθομ: κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My parents make me eat vegetables.
Οι γονείς μου με βάζουν (or: υποχρεώνουν) να τρώω λαχανικά.

αναγκάζω

transitive verb (informal (force)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I won't go! You can't make me!
Δεν φεύγω! Δεν μπορείς να με αναγκάσεις!

κάνω

transitive verb (cause to) (κπ/κτ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He never fails to make me laugh.
Καταφέρνει πάντα να με κάνει να γελάσω.

κάνω

transitive verb (+ adj: cause to be)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You make me happy.
Με κάνεις χαρούμενο.

μάρκα, φίρμα

noun (brand)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What make of car do you drive? Toyota?
Τι μάρκα είναι το αυτοκίνητό σου; Είναι Τογιότα;

κατασκευή

noun (build, stature)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He is of a lean make, and could be an excellent athlete.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι ανθεκτική κατασκευή και αξίζει τα λεφτά της.

καταλαβαίνω

verbal expression (interpret) (από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't know what to make of his actions. What do you make of this car?
Τι γνώμη έχεις για αυτό το αμάξι;

πηγαίνω προς, κατευθύνομαι προς

(move towards)

The fleet made for port.
Ο στόλος πήγε (or: κατευθύνθηκε) προς το λιμάνι.

κάνω

transitive verb (bring into existence)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's make a baby!
Ας κάνουμε ένα μωρό!

παίρνω

transitive verb (take: a decision)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tess must make a decision.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στη φετινή ετήσια συνέλευση λάβαμε πολύ σημαντικές αποφάσεις.

βγάζω

transitive verb (perform: a speech) (μεταφορικά: λόγο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
All of the candidates made speeches.
Όλοι οι υποψήφιοι εκφώνησαν ομιλίες.

κάνω

transitive verb (enter into: agreement, deal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The parties involved made an agreement.
Τα συμβαλλόμενα μέρη σύναψαν μία συμφωνία.

κλείνω

transitive verb (fix: date, appointment) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please call first to make an appointment.
Παρακαλώ τηλεφωνήστε πρώτα για να κλείσετε ραντεβού.

προλαβαίνω

transitive verb (train, plane: reach in time)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I have to run if I want to make my train.
Πρέπει να βιαστώ αν θέλω να προλάβω το τρένο μου.

πραγματοποιώ

transitive verb (put down: a payment) (πληρωμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam makes a payment on his car each month.
Ο Άνταμ πραγματοποιεί μια πληρωμή για το αυτοκίνητό του κάθε μήνα.

φτιάχνω

transitive verb (bed: make tidy) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The girls must make their beds every morning.
Τα κορίτσια πρέπει να φτιάχνουν (or: στρώνουν) το κρεβάτι τους κάθε πρωί.

κάνω, φτιάχνω

transitive verb (establish: name)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill is trying to make a name for himself in the business.
Ο Μπιλ προσπαθεί να κάνει (or: φτιάξει) ένα όνομα στην επιχείρηση.

κάνω

transitive verb (appoint) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The president is going to make Chris a vice-president.
Ο πρόεδρος σκοπεύει να ορίσει τον Κρις ως αντιπρόεδρο.

πιάνω

transitive verb (achieve, reach) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sales team hopes to make its numbers this month.
Η ομάδα πωλήσεων ευελπιστεί να πιάσει τα ποσοστά της αυτό τον μήνα.

φτιάχνω

transitive verb (establish, set)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Legislatures make laws.
Τα νομοθετικά σώματα κάνουν θεσπίζω τους νόμους.

κάνω

transitive verb (commit: a mistake, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I made a mistake when I spent that money.
Έκανα λάθος που ξόδεψα αυτά τα χρήματα.

γίνομαι

transitive verb (attain: position, rank)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Francis is trying to make Captain.
Ο Φράνσις προσπαθεί να γίνει Λοχαγός.

καταφέρνω να μπω σε κτ

transitive verb (informal (earn acceptance into)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Only half of people at tryouts made the team.
Μόνο οι μισοί από όσους πήραν μέρος στα δοκιμαστικά κατάφεραν να μπουν στην ομάδα.

κάνω

transitive verb (equal) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Two and two makes four.
Δύο και δύο κάνουν τέσσερα.

κάνω

transitive verb (be the essence of) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What makes a good writer?
Ποια είναι τα στοιχεία ενός καλού συγγραφέα;

ρίχνω

transitive verb (US, slang (seduce) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He may try to make her, but he won't succeed.

σχηματίζω, διαμορφώνω

transitive verb (reach, form)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leanne is always quick to make judgments.
Η Λιάν σχηματίζει (or: διαμορφώνει) γρήγορα άποψη για τα πάντα.

φτάνω σε, καταφθάνω σε

transitive verb (arrive at)

The ship made port early in the morning.
Το πλοίο έφτασε στο λιμάνι νωρίς το πρωί.

βγαίνω σε κτ

transitive verb (informal (appear on) (καθομιλουμένη)

The disaster made the evening news.
Η καταστροφή βγήκε στο νυχτερινό δελτίο ειδήσεων.

βάζω, πετυχαίνω

transitive verb (score: a goal, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The player made a goal in the second period.
Ο παίκτης έβαλε (or: πέτυχε) γκολ στο δεύτερο ημίχρονο.

καταφέρνω να πάω σε κτ

transitive verb (informal (manage to attend)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sorry I couldn't make yesterday's meeting.
Συγγνώμη που δεν κατάφερα να έρθω στη χθεσινή συνάντηση.

βγάζω

transitive verb (earn)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jeff makes $80,000 a year.

που δεν αξίζει μία

adjective (US, vulgar, slang (worthless) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατά παραγγελία

adjective (bespoke, made to order)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The millionaire wore only custom-made suits. // His office furniture was custom made.

εργοστασιακός

adjective (produced in factory)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατασκευασμένος στο εξωτερικό

adjective (manufactured overseas)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Why buy a foreign-made product when you can get a domestic one cheaper?

την κάνω λαχείο

verbal expression (slang (be successful) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω εγγυημένη επιτυχία

verbal expression (slang (have guarantee of success)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Get a good degree at Oxford or Cambridge and you've got it made!

σπιτικός, χειροποίητος

adjective (made at home, handmade)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Home-made cakes always taste better than factory-made ones.

αυτοσχέδιος, πρόχειρος

adjective (makeshift)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The boys raced down the hill in their homemade go-kart.

κατασκευασμένος από

adjective (manufactured or crafted by) (με τεχνητά μέσα)

This beautiful cap was made by native Peruvians.

κάνω κτ ειδική παραγγελία

verbal expression (request special creation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She had a gown made for the gala.

φτιαγμένος ο ένας για τον άλλο, πλασμένος ο ένας για τον άλλο

verbal expression (informal, figurative (be ideally suited to each other) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What a lovely couple; they're made for each other. Those two business partners are equally nasty; they're made for one another.

κομμένος και ραμμένος στα μέτρα μου

verbal expression (informal, figurative (be ideally suited to) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This job matches your qualifications and experience perfectly; it's made for you!
Αυτή η εργασία ταιριάζει απόλυτα με τα προσόντα και την εμπειρία σου. Είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα σου!

μετατρέπομαι σε

adjective (turned or transformed into)

Re-cycled garden waste can be made into compost.
Τα ανακυκλωμένα απόβλητα του κήπου μπορούν να γίνουν λίπασμα.

φτιαγμένος από

adjective (built out of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Those cabinets are made of oak while these cabinets over here are made of pine.
Αυτά τα ντουλάπια είναι κατασκευασμένα από οξιά ενώ αυτά εδώ είναι κατασκευασμένα από πεύκο.

που έχει κότσια, που του βαστάει, που το λέει η καρδιά του

adjective (informal (capable of, strong enough for)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In the army, young men find out what they're really made of. A crisis is an opportunity to show what you're made of.
Μια κρίση είναι ευκαιρία να δείξεις τι πραγματικά αξίζεις.

μου τρέχουν λεφτά από τα μπατζάκια

adjective (figurative, informal (rich) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My daughter's Christmas list is four pages long; she must think we're made of money!

κατά παραγγελία

adjective (designed specifically for [sb/sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατά παραγγελία

adjective (custom made)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Clothes that are made to order ought to fit better than off-the-rack clothes. Service is slow because each dish is made to order.

φανταστικός

adjective (invented, imaginary)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Don't give me a made-up story. I want to know the truth.
Μη μου λες μια ιστορία που έβγαλες από το μυαλό σου. Θέλω να μάθω την αλήθεια.

μακιγιαρισμένος

adjective (wearing cosmetics)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
She's so heavily made-up, you can't tell what she really looks like.
Είναι τόσο πολύ μακιγιαρισμένη που δεν μπορείς να καταλάβεις πως είναι στην πραγματικότητα.

προαποφασισμένος

adjective (mind: decided) (άποψη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
A meeting was held to discuss the plans, but most people arrived with already made-up minds.
Πραγματοποιήθηκε συνάντηση για να συζητηθούν τα σχέδια. Οι περισσότεροι, όμως, προσήλθαν έχοντας ήδη πάρει την απόφασή τους.

που αποτελείται από κτ

expression (comprising)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A computer is made up of many high-tech components.
Ένας υπολογιστής αποτελείται από πολλά εξαρτήματα υψηλής τεχνολογίας.

γουστάρω

adjective (UK, regional, slang (pleased) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's great that you could come. I'm made up!
Είναι φοβερό που μπόρεσες να έρθεις. Φτιάχτηκα!

ξετρελαμένος με κτ, ξεμυαλισμένος με κτ

expression (UK, regional, slang (pleased) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm made up about my new car!
Είμαι ξετρελαμένος με το καινούργιο μου αυτοκίνητο.

τεχνητός

adjective (artificial or synthetic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nylon is a man-made fibre used in the clothing industry.

έτοιμος

adjective (ready-prepared)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έτοιμος

adjective (already made for sale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We eat ready-made meals almost every day for supper during the week.

αυτοδημιούργητος

adjective (independently successful) (πέτυχε χωρίς βοήθεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ross is a self-made businessman who started his life in poverty.

κομμένος και ραμμένος στα μέτρα κάποιου

adjective (custom produced, bespoke)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Savile Row in London is the best place to get a tailor-made suit.

κομμένος και ραμμένος στα μέτρα κάποιου

adjective (figurative (perfectly suited) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jim has always loved trains, so his new job as a train driver is tailor-made for him.

στέρεος, ανθεκτικός

adjective (sturdy, built to last)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was a very well-made young man indeed.

καλοφτιαγμένος

adjective (finely crafted)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Only master craftsmen can produce well-made furniture.

παραγγελία

noun (US ([sth] created for job)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The piece is a work for hire, so the artist cannot collect royalties.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του made στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του made

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.