Τι σημαίνει το many στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης many στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του many στο Αγγλικά.
Η λέξη many στο Αγγλικά σημαίνει πολλοί, πολλοί, οι πολλοί, υπερβολικά πολύς, τόσος...όσος, ως και, πίνω κάτι παραπάνω, πόσοι, συχνά, με πολλούς τρόπους, με διάφορους τρόπους, επί λέξει, πολλές φορές, πολλοί και διάφοροι, πολύ περισσότεροι, πολλοί άλλοι, πολλοί, πολλοί άλλοι, πολλοί άνθρωποι, ευχαριστώ πολύ, πολλές φορές, πολύπλευρος, πολύπλευρος, πολυμέτωπος, συχνά, λίγοι, όχι τόσο πολλοί, λίγοι, λίγο περισσότεροι από ό,τι θα έπρεπε, λίγο περισσότεροι από όσοι θα έπρεπε, ένα ποτηράκι παραπάνω, μερικά ποτηράκια παραπάνω, λίγο περισσότερο από ό,τι χρειάζεται, περισσότερο από ό,τι πρέπει, τόσοι πολλοί, συγκεκριμένος αριθμός, πάρα πολλοί, πάρα πολλοί, πάρα πολλοί, πάρα πολλοί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης many
πολλοίadjective (a large number of [sth]) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Donna has many cousins. Η Ντόνα έχει πολλά ξαδέρφια. |
πολλοίpronoun (many people or things) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Many have tried to climb the mountain and failed. Πολλοί προσπάθησαν να ανεβούν στο βουνό και απέτυχαν. |
οι πολλοίplural noun (a lot of people) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) This government's policies benefit only the richest, not the many. |
υπερβολικά πολύςexpression (an excessive number of) This has happened a few too many times now. It has to stop. |
τόσος...όσοςadverb (the same number as) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The Lakers had as many all-stars as the Bulls but still lost the game by 20 points. Οι Λέικερς είχαν τόσους εξαιρετικούς παίκτες όσους και οι Μπουλς. Παρ' όλα αυτά έχασαν το παιχνίδι με διαφορά 20 πόντους. |
ως καιadverb (up to, a possible total of) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) On a good day, I have seen as many as 80 species of birds. |
πίνω κάτι παραπάνωverbal expression (UK, slang (drink alcohol to excess) (αλκοόλ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The bartender kept her car keys because she had had a few too many. |
πόσοι(what number) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) How many times have you been abroad? Πόσες φορές έχεις πάει στο εξωτερικό; |
συχνάadverb (frequently, not unusually) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) In many instances, women who take a leave of absence when their child is born find it hard to go back to work. |
με πολλούς τρόπους, με διάφορους τρόπουςadverb (by various means) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επί λέξειadverb (expressed in precisely that way) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The manager told Mark in so many words that he will get a promotion. |
πολλές φορέςadverb (often) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Many a time I have longed to be somebody else. |
πολλοί και διάφοροιadjective (diverse) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) There are many and various types of plants and animals in a rain forest. |
πολύ περισσότεροιadjective (large additional number of [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) There are many more coffee shops around here now than there were twenty years ago. |
πολλοί άλλοιpronoun (a large additional number) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) These objectives and many more will be met at the conference on Friday. |
πολλοίadjective (a large number of) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) |
πολλοί άλλοιplural noun (a large number of [sth] in addition) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We will invite your relatives, my relatives, and many others to the wedding. |
πολλοί άνθρωποιnoun (a large number of individuals) Many people believe that aliens exist. |
ευχαριστώ πολύplural noun (thank you very much) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Many thanks for inviting me to your party. |
πολλές φορέςplural noun (often) I check my email many times a day. Ελέγχω τα e-mail μου πολλές φορές την ημέρα. |
πολύπλευροςadjective (literal (having a lot of sides) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πολύπλευροςadjective (figurative (having many aspects) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πολυμέτωποςadjective (conflict: many opponents) (σύγκρουση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συχνάadverb (often) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Many's the time I've been tempted to hand in my notice. |
λίγοιadjective (few) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
όχι τόσο πολλοίadjective (fewer) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) There are not so many storms now that the summer is over. Δεν έχουμε τόσο πολλές καταιγίδες τώρα που τέλειωσε το καλοκαίρι. |
λίγοιadjective (few) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Due to the poor weather, not so many people were on the streets. |
λίγο περισσότεροι από ό,τι θα έπρεπε, λίγο περισσότεροι από όσοι θα έπρεπεnoun (a slight excess of [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The elevator won't move; we have one too many on board. |
ένα ποτηράκι παραπάνω, μερικά ποτηράκια παραπάνωnoun (informal, euphemism (an excess of alcoholic drink) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) John had one too many and was hungover the next day. |
λίγο περισσότερο από ό,τι χρειάζεται, περισσότερο από ό,τι πρέπειadjective (a slight excess of) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τόσοι πολλοίadjective (a large number of) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) With so many people in the room I can't find the exit. Με τόσους πολλούς ανθρώπους στην αίθουσα δεν μπορώ να βρω την έξοδο. |
συγκεκριμένος αριθμόςadjective (this number of) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A restaurant only has so many tables available at any given time. Ένα εστιατόριο έχει μόνο συγκεκριμένο αριθμό τραπεζιών διαθέσιμα κάθε δεδομένη στιγμή. |
πάρα πολλοίadjective (an excessive number of) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) There are too many people and not enough seats! Υπάρχουν πάρα πολλά άτομα και όχι αρκετά καθίσματα! |
πάρα πολλοίpronoun (an excessive number) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Help yourself to chocolates, but don't eat too many or you won't have an appetite for dinner. |
πάρα πολλοίadjective (a large number of) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
πάρα πολλοίadjective (large in number) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του many στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του many
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.