Τι σημαίνει το matter στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης matter στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του matter στο Αγγλικά.

Η λέξη matter στο Αγγλικά σημαίνει ουσία, ύλη, ουσία, ύλη, ζήτημα, θέμα, θέμα, ζήτημα, πράγμα, το πρόβλημα, το πρόβλημα που έχει κπ/κτ, έχω σημασία, με νοιάζει, με ενδιαφέρει, υποκειμενικός, θέμα χρόνου, αυτονόητα, για την ακρίβεια, είναι θέμα αρχής, Black Lives Matter, Black Lives Matter, σκοτεινή ύλη, δεν πειράζει, Δεν πειράζει, επιπλέον, εισαγωγικές σελίδες, φαιά ουσία, μυαλό, είναι ζήτημα, όσον αφορά, ανόργανη ύλη, δεν έχει σημασία, δεν πειράζει, δικαστική υπόθεση, νομικό ζήτημα, νομικό θέμα, οργανική ύλη, έχω μεγάλη σημασία, έχω μικρή σημασία, λόγος ανησυχίας, γεγονός, σημαντικό θέμα, αδιάφορος, νομικό ζήτημα, ζήτημα ζωής και θανάτου, αναγκαίος, απαραίτητος, αντικειμενικός, ψύχραιμα, πραγματισμός, δευτερεύον, ελλάσσον ζήτημα, οικονομικά θέματα, οικονομικά ζητήματα, δεν είναι να το παίρνεις αψήφιστα, δεν είναι μικρό πράγμα, δεν πειράζει, άσχετα από, όποιος και αν είναι, με οποιοδήποτε τρόπο, με οποιοδήποτε τρόπο, ο,τι και να γίνει, όποτε και αν, όποτε και να, όποιος και να, όποιος και αν, όποιος και να, όποιος και αν, δεν έχει σημασία, δεν πειράζει, είμαι άσχετος με, δεν επηρεάζω, οργανική ύλη, αιωρούμενα σωματίδια, έντυπη ύλη, υπό συζήτηση θέμα, θέμα, αντικείμενο, αλήθεια, μικροπράγματα, και;, Τι τρέχει;, λευκή ύλη, λευκή ουσία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης matter

ουσία, ύλη

noun (substance, material)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The carbon matter combines with oxygen.
Η ανθρακούχα ουσία (or: ύλη) συνδυάζεται με το οξυγόνο.

ουσία, ύλη

noun (type of material)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The paper is made of fibrous matter, either pulp or textile.
Το χαρτί παρασκευάζεται από ινώδη ύλη, είτε πολτό είτε ύφασμα.

ζήτημα, θέμα

noun (concern, issue)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Congress needs to deal with the matter of illegal immigration soon.
Η Γερουσία πρέπει να αντιμετωπίσει το ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης σύντομα.

θέμα, ζήτημα

noun (subject)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I really don't want to talk about that matter at the moment.
Πραγματικά δε θέλω να συζητήσω αυτό το θέμα (or: ζήτημα) αυτήν τη στιγμή.

πράγμα

noun (situation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I really don't want to get involved in this unfortunate matter.
Πραγματικά δεν θέλω να πάρω μέρος σε αυτό το θλιβερό πράγμα.

το πρόβλημα

noun (informal (difficulty)

What's the matter? Do you need some help?
Τι τρέχει; Χρειάζεσαι βοήθεια;

το πρόβλημα που έχει κπ/κτ

noun (informal (problem, fault with [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What's the matter with your suitcase? Is the handle broken?
Τι τρέχει με τη βαλίτσα σου; Έσπασε το χερούλι;

έχω σημασία

intransitive verb (be important)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you want to impress an employer, qualifications matter.

με νοιάζει, με ενδιαφέρει

verbal expression (be important to [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I love Paul, and his happiness matters to me. // It doesn't matter to me if it's sunny or not; I still want to go to the beach.
Τον αγαπώ τον Πωλ και με ενδιαφέρει να είναι ευτυχισμένος. // Δε με νοιάζει αν έχει ήλιο ή όχι. Εξακολουθώ να θέλω να πάω στη θάλασσα.

υποκειμενικός

noun (subjective, debatable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fashion is a matter of opinion.

θέμα χρόνου

noun ([sth] which will happen eventually)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They've been dating for 5 years, so it's only a matter of time before he proposes.

αυτονόητα

expression (as part of normal routine)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

για την ακρίβεια

expression (in fact, on the contrary)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm not ignoring your brother; as a matter of fact, I invited him for dinner tonight.
Δεν αγνοώ τον αδερφό σου. Για την ακρίβεια τον κάλεσα για δείπνο απόψε.

είναι θέμα αρχής

expression (on moral grounds)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Black Lives Matter

noun (movement protesting anti-Black violence)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Black Lives Matter

noun (initialism (Black Lives Matter)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σκοτεινή ύλη

(theoretical physics)

δεν πειράζει

interjection (it's not important)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"I didn't have time to call Peter." "Doesn't matter. I'll probably see him this evening anyway."

Δεν πειράζει

interjection (it's not important)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"I forget to buy the milk." "It doesn't matter. I'll stop by the supermarket on the way back from work."

επιπλέον

adverb (intensifier: what is more)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I know she doesn't like his music - for that matter, neither do I.
Ξέρω ότι δεν της αρέσει η μουσική του. Επιπλέον, ούτε κι εμένα μ' αρέσει.

εισαγωγικές σελίδες

(printing) (τίτλος, περιεχόμενα, πρόλογος)

φαιά ουσία

noun (brain tissue)

μυαλό

noun (figurative (brains, intelligence)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

είναι ζήτημα

expression (within: minutes, days, weeks, etc.) (χρόνου, λεπτών, ωρών κτλ.)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

όσον αφορά

expression (formal (regarding)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανόργανη ύλη

noun (substance not produced by living organisms)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The separator removes water, clay, and other inorganic matter from the oil.

δεν έχει σημασία, δεν πειράζει

interjection (it is unimportant or irrelevant)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It doesn't matter what you say; I'm still going to do what I want.
Δεν έχει σημασία τι λες. Θα κάνω αυτό που θέλω.

δικαστική υπόθεση

noun (subject of court proceedings)

When their dispute became a legal matter, she hired the best lawyer she could find.

νομικό ζήτημα, νομικό θέμα

noun (topic relating to law)

οργανική ύλη

noun (organic material)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
All living matter contains amino acids.

έχω μεγάλη σημασία

verbal expression (be very important)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I know you don't care either way, but this matters greatly to those who are counting on you.

έχω μικρή σημασία

verbal expression (be unimportant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It matters little whether you come with me or not, I'm going anyway.

λόγος ανησυχίας

noun ([sth] worrying)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The meningitis outbreak is a matter of concern for health officials.

γεγονός

noun (actual fact)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We're not dealing with matters of fact here, only wild opinions.

σημαντικό θέμα

noun ([sth] significant)

I can't play with you now; I have matters of importance to deal with. I need to speak to the President now, it is a matter of great importance!

αδιάφορος

noun ([sth] insignificant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Roger mentioned that he had no religion, and that it was a matter of indifference to him.

νομικό ζήτημα

noun (legal issue)

The interpretation of a written contract is a matter of law to be determined by the court.

ζήτημα ζωής και θανάτου

noun (issue of vital importance)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Getting out of a burning house fast is a matter of life and death.

αναγκαίος, απαραίτητος

noun ([sth] essential)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You must tell your mother that you will not be home in time, it's a matter of necessity.

αντικειμενικός

adjective (practical, straightforward)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
James spoke about what he had seen in a matter-of-fact manner.

ψύχραιμα

adverb (in a straightforward, practical way)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πραγματισμός

noun (straightforwardness)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δευτερεύον, ελλάσσον ζήτημα

noun ([sth] trivial)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I was upset, but my mother told me not to get so worked up over a minor matter.

οικονομικά θέματα, οικονομικά ζητήματα

plural noun (finances)

He lets his wife handle all the money matters, like paying the mortgage and the bills.

δεν είναι να το παίρνεις αψήφιστα, δεν είναι μικρό πράγμα

noun ([sth] serious)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Slipping on the ice is no laughing matter; you could break your neck.

δεν πειράζει

expression (informal (it is not important)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The concert's sold out? No matter. We'll go to the movies instead.
Δεν υπάρχουν εισιτήρια για τη συναυλία; Δεν πειράζει. Θα πάμε στο σινεμά.

άσχετα από, όποιος και αν είναι

expression (with noun: regardless of [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You can cancel your appointment at any time, no matter the reason.
Μπορείς να ακυρώσεις το ραντεβού σου ανά πάσα στιγμή, ανεξαρτήτως λόγου.

με οποιοδήποτε τρόπο

expression (with clause: whichever way)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No matter how you go, you can't get there in less than an hour.
Με οποιοδήποτε τρόπο και αν πας, δε μπορείς να φτάσεις εκεί σε λιγότερο από μια ώρα.

με οποιοδήποτε τρόπο

adverb (in whatever manner)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She's determined to become famous, no matter how!
Είναι αποφασισμένη να γίνει διάσημη, με οποιοδήποτε τρόπο.

ο,τι και να γίνει

adverb (whatever)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We need to get that money, no matter what!
Πρέπει να πάρουμε αυτά τα χρήματα ό,τι και να γίνει!

όποτε και αν, όποτε και να

expression (with clause: regardless of when)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No matter when I go, there always seems to be a long queue.

όποιος και να, όποιος και αν

expression (with clause: whichever)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No matter which lighter you buy, they all burn gas. No matter which route we take, we will still be late.

όποιος και να, όποιος και αν

expression (with clause: whoever)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No matter who says that the sky is green, they are still wrong.

δεν έχει σημασία, δεν πειράζει

verbal expression (be unimportant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It does not matter if you make a typing mistake; just back up and fix it. // Don't be upset about what happened; it doesn't matter.

είμαι άσχετος με, δεν επηρεάζω

transitive verb (be unimportant to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It doesn't matter to me.

οργανική ύλη

noun (material from living thing)

I recycle organic matter to make garden compost. Decomposers, like maggots, eat dead organic matter.
Ανακυκλώνω την οργανική ύλη για να φτιάξω λίπασμα για τον κήπο. Oι αποδομητές, όπως τα σκουλήκια, τρέφονατι με νεκρή οργανική ύλη.

αιωρούμενα σωματίδια

noun (uncountable (particles in air)

έντυπη ύλη

noun (paper documents)

υπό συζήτηση θέμα

noun (theme or topic of discussion)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The subject matter of today's lecture is water pollution.
Το θέμα της σημερινής διάλεξης είναι η μόλυνση των υδάτων.

θέμα, αντικείμενο

noun (object of study)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This painter chooses unconventional subject matter, such as litter on the sidewalk.

αλήθεια

noun (facts, reality)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μικροπράγματα

noun ([sth] insignificant)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Some people get very upset over the most trivial matters.

και;

interjection (I don't care)

So you're earning more than me – what does it matter?

Τι τρέχει;

expression (What is wrong?) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λευκή ύλη, λευκή ουσία

noun (uncountable (nerve tissue) (εγκέφαλος)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του matter στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του matter

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.