Τι σημαίνει το marriage στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης marriage στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του marriage στο Αγγλικά.
Η λέξη marriage στο Αγγλικά σημαίνει γάμος, γάμος, γάμος, συνδυασμός, προσυμφωνημένος γάμος, μέσω γάμου, πολιτικός γάμος, πολιτικός γάμος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, καταναγκαστικός γάμος, γάμος ομοφυλοφίλων, διαφυλετικός γάμος, γαμήλια τελετή, πιστοποιητικό γάμου, προγαμιαίο συμβόλαιο, σύμβουλος γάμου, συμβουλευτική γάμου, άδεια γάμου, λευκός γάμος, άτομο με άδεια τέλεσης γάμου, πρόταση γάμου, γαμήλιοι όρκοι, που διαλύει γάμους, διαφυλετικός γάμος, ανοιχτός γάμος, κάνω πρόταση γάμου, ιερότητα του γάμου, ενώνω με τα δεσμά του γάμου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης marriage
γάμοςnoun (uncountable (matrimony) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The institution of marriage has changed little over the centuries. Ο θεσμός του γάμου δεν έχει αλλάξει πολύ μέσα στους αιώνες. |
γάμοςnoun (married state) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Their marriage lasted 50 years. Ο γάμος τους κράτησε 50 χρόνια. |
γάμοςnoun (event: wedding) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mr and Mrs Stevens wish to announce the marriage of their daughter Sarah Jane to Christopher Smith. Ο κύριος και η κυρία Στίβενς θα ήθελαν να ανακοινώσουν το γάμο της κόρης τους, Σάρα Τζέιν, με τον Κρίστοφερ Σμιθ. |
συνδυασμόςnoun (figurative (union) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Our products are the perfect marriage of style and functionality. Τα προϊόντα μας είναι ο τέλειος συνδυασμός στυλ και λειτουργικότητας. |
προσυμφωνημένος γάμοςnoun (marriage negotiated by parents) He doesn't want to marry her, it's an arranged marriage. |
μέσω γάμουadverb (through the family of one's spouse) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He is my uncle by marriage, certainly not by choice. |
πολιτικός γάμοςnoun (law: ceremony) |
πολιτικός γάμοςnoun (law: kind of union) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (partnership: not formalized) When a common-law marriage exists, the spouses receive the same legal treatment given to legally married couples. |
καταναγκαστικός γάμοςnoun (marriage arranged without consent) In a forced marriage, you are coerced into marrying someone against your will. |
γάμος ομοφυλοφίλωνnoun (marriage: same-sex) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The state senate is voting on whether to allow gay marriage. |
διαφυλετικός γάμοςnoun (marriage between persons of different race) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Interracial marriage was against the law under South Africa's apartheid regime. |
γαμήλια τελετήnoun (official part of a wedding) |
πιστοποιητικό γάμουnoun (official document recording a marriage) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) I had to show my marriage certificate in order to change my last name. |
προγαμιαίο συμβόλαιοnoun (prenuptial agreement) He insisted his future wife sign a marriage contract to protect his family's wealth. |
σύμβουλος γάμουnoun ([sb] who gives relationship advice) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) After his affair, the couple decided to see a marriage counsellor. |
συμβουλευτική γάμουnoun (counselling for married couples) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Before considering divorce, it might be a good idea to obtain some marriage guidance. |
άδεια γάμουnoun (permit to marry) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) It is a good idea, about a week before the wedding, to go to the courthouse to obtain a marriage license. |
λευκός γάμοςnoun (marriage for reasons other than love) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Royalty have always made marriages of convenience rather than marrying for love. |
άτομο με άδεια τέλεσης γάμουnoun (registrar: [sb] who conducts a wedding) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρόταση γάμουnoun (request to marry [sb]) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) She accepted his marriage proposal without hesitation. |
γαμήλιοι όρκοιplural noun (promises made as part of wedding ceremony) They exchanged marriage vows, promising to support each other in sickness and in health. |
που διαλύει γάμουςnoun (informal, pejorative ([sb] whose lover is married) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) His many love affairs with married women earned him the name of a marriage wrecker. |
διαφυλετικός γάμοςnoun (inter-racial marriage) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mixed marriages were once banned in the southern states of the USA. |
ανοιχτός γάμοςnoun (married couple who agree to extramarital sex) (μτφ: παράλληλες σχέσεις) My wife has her diversions too, we have an open marriage. |
κάνω πρόταση γάμου(ask [sb] to marry) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ιερότητα του γάμουnoun (formal (sacredness of wedding vows) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ενώνω με τα δεσμά του γάμουtransitive verb (usually passive (join in marriage) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The vicar united the couple in marriage. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του marriage στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του marriage
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.