Τι σημαίνει το matar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης matar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του matar στο πορτογαλικά.

Η λέξη matar στο πορτογαλικά σημαίνει σκοτώνω, σκοτώνω, πεθαίνω, σκοτώνω, διώχνω, σταματώ, σβήνω, καθαρίζω, τρώω, σκοτώνω, σκοτώνω πυροβολώντας, γαζώνω, σφαγιάζω, καθαρίζω, κάνω κοπάνα, ξεκάνω, καθαρίζω, τρώω, ξεκάνω, βγάζω από την μέση, ξεκάνω, αποτελειώνω, κάνω κοπάνα, φονεύω, κάνω ευθανασία, κατεβάζω, αποτελειώνω, τελειώνω το φαγητό μου, καθαρίζω, τρώω, εξοντώνω, εξουδετερώνω, εξολοθρεύω, αποτελειώνω, ξεκάνω, σκοτωμός, πεθαίνω, τρελαίνω, κάνω κοπάνα, σκοτώνομαι, αναψυκτικό, κοψοχολιάζω, μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, σκίζομαι, μου βγαίνει η πίστη, μου βγαίνει το λάδι, συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα/ριψοκίνδυνα, αλληλοσκοτώνομαι, κάνω κοπάνα, κάνω σκασιαρχείο, σβήνω την δίψα μου, κάνω κοπάνα, κάνω σκασιαρχείο, κάνω κοπάνα, μοχθώ να κάνω κτ, σκοτώνω τον χρόνο μου, σκοτώνω την ώρα μου, κάνω κοπάνα, κάνω κοπάνα, σκοτώνω τον χρόνο μου, σκοτώνω την ώρα μου, κάνω κπ να ξεκαρδιστεί, εξαντλώ, εξουθενώνω, πυροβολώ, κάνω κοπάνα, χτυπώ με το στήθος, πεθαίνω, κάνω κοπάνα από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης matar

σκοτώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele matou a formiga antes que ela o picasse.
Σκότωσε το μυρμήγκι πριν τον τσιμπήσει. Ο δολοφόνος είχε σκοτώσει τρεις ανθρώπους.

σκοτώνω

(γενικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O soldado não pensava mais no que estava fazendo, e apenas matava.
Ο στρατιώτης δεν σκεφτόταν πλέον τι έκανε και απλά σκότωνε.

πεθαίνω

verbo transitivo (figurado: causar muita dor) (μτφ: σωματικός πόνος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tenho de tirar estes sapatos. Meus pés estão me matando.
Πρέπει να βγάλω αυτά τα παπούτσια. Τα πόδια μου με πεθαίνουν.

σκοτώνω

(figurativo) (μτφ: συναισθηματικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me mata ver você sair da empresa. Por favor, reconsidere.
Με σκοτώνει (or: πληγώνει) που σε βλέπω να φεύγεις από την εταιρεία. Ξανασκέψου το, σε παρακαλώ!

διώχνω, σταματώ

verbo transitivo (figurado: saciar, extinguir) (μτφ: νεκρώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tome a aspirina. Ela vai matar a dor.
Πάρε μια ασπιρίνη. Θα διώξει (or: σταματήσει) τον πόνο.

σβήνω

(sede) (μεταφορικά: τη δίψα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Água sacia mais a sede do que suco de frutas.
Το νερό σβήνει τη δίψα καλύτερα από τους χυμούς.

καθαρίζω, τρώω

verbo transitivo (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο δολοφόνος του Τρότσκι τον καθάρισε με μια ραβδοσκαπάνη.

σκοτώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O atirador de elite da polícia mantou os ladrões de banco um por um.
Ο ελεύθερος σκοπευτής της αστυνομίας σκότωσε έναν έναν τους ληστές της τράπεζας.

σκοτώνω πυροβολώντας, γαζώνω

(matar com arma de fogo) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σφαγιάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O jornal reportou que o homem matou todos os seus três filhos.
Η εφημερίδα ανέφερε ότι ο άνδρας έσφαξε τρία άτομα.

καθαρίζω

verbo transitivo (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O gângster se gabou de ter matado o membro da gangue rival.
Ο γκάνγκστερ περηφανευόταν ότι καθάρισε το μέλος της αντίπαλης συμμορίας.

κάνω κοπάνα

verbo transitivo (figurado: aula)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ela convenceu os irmãos a matar aula com ela.

ξεκάνω

verbo transitivo (gíria) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθαρίζω, τρώω

(μεταφορικά, αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O atirador de elite matou quatro pessoas em um dia.

ξεκάνω, βγάζω από την μέση

verbo transitivo (αργκό, σκοτώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η μαφία έκανε συμβόλαιο θανάτου για να βγάλει από τη μέση το καρφί.

ξεκάνω, αποτελειώνω

verbo transitivo (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O pistoleiro executou seu alvo.
Ο πληρωμένος δολοφόνος αποτελείωσε τον στόχο του.

κάνω κοπάνα

verbo transitivo (gíria) (από κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O aluno matou aula na terça-feira para ir ao lago.

φονεύω

verbo transitivo (λόγιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω ευθανασία

(animal: matar como ato de misericórdia) (σκοτώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατεβάζω

(beber ou consumir rapidamente) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποτελειώνω

(figurado) (σκοτώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τελειώνω το φαγητό μου

(informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se você comer tudo, teremos mais tempo para brincar.
Αν τελειώσεις το φαγητό σου, θα έχουμε περισσότερο χρόνο για παιχνίδι.

καθαρίζω, τρώω

verbo transitivo (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele era um risco para nossa quadrilha e sabíamos que cedo ou tarde teríamos que eliminá-lo.
Ήταν εμπόδιο για τη συμμορία και ξέραμε πως αργά η γρήγορα θα έπρεπε να τον καθαρίσουμε.

εξοντώνω, εξουδετερώνω, εξολοθρεύω

verbo transitivo (σκοτώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποτελειώνω, ξεκάνω

(gíria, matar) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκοτωμός

(ενέργεια)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Vimos leões caçando e até testemunhamos uma matança quando eles atacaram um búfalo.

πεθαίνω, τρελαίνω

expressão verbal (καθομ, μτφ: διασκεδάζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você está me matando de rir! Isto é muito engraçado!
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Θα με πεθάνεις (or: τρελάνεις) με τα αστεία σου!

κάνω κοπάνα

(escola ou trabalho) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκοτώνομαι

verbo pronominal/reflexivo (figurado: esgotar-se) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu me mato de trabalhar para sustentar nós dois, e você nem agradece.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μην σκοτώνεσαι να κουβαλήσεις όλα αυτά τα κουτιά με τη μία.

αναψυκτικό

(bebida refrescante)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κοψοχολιάζω

(καθομιλουμένη, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você tinha que pular na minha frente desse jeito? Quase me matou de susto!

μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια

expressão (informal, figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκίζομαι, μου βγαίνει η πίστη, μου βγαίνει το λάδι

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Não se mate tentando limpar esse lugar até a hora do almoço.
Μη σκιστείς να καθαρίσεις τον χώρο μέχρι το μεσημεριανό.

συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα/ριψοκίνδυνα

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αλληλοσκοτώνομαι

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω κοπάνα, κάνω σκασιαρχείο

(informal, ser faltoso às aulas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Μετανιώνω που έκανα κοπάνες στο σχολείο.

σβήνω την δίψα μου

(beber até não sentir mais sede) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κοπάνα, κάνω σκασιαρχείο

(ausentar-se da escola) (ανεπίσημο, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κοπάνα

(perder uma lição escolar, matar aula)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

μοχθώ να κάνω κτ

(fazer algo de forma muito diligente)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκοτώνω τον χρόνο μου, σκοτώνω την ώρα μου

(figurativo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Άκουγα μουσική στο I-Pod, για να σκοτώσω τον χρόνο μου ενώ περίμενα το λεωφορείο.

κάνω κοπάνα

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κοπάνα

(faltar às aulas)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκοτώνω τον χρόνο μου, σκοτώνω την ώρα μου

expressão verbal (ocupar-se)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κπ να ξεκαρδιστεί

expressão (informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το ανέκδοτο που είπε με έκανε πραγματικά να ξεκαρδιστώ.

εξαντλώ, εξουθενώνω

locução verbal (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Αυτή η ζέστη θα με εξουθενώσει.

πυροβολώ

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O matador matou a tiros sua vítima à queima roupa.
Ο ένοπλος πυροβόλησε το θύμα από μικρή απόσταση.

κάνω κοπάνα

(BRA, Austrália, gíria)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χτυπώ με το στήθος

expressão verbal (futebol: bola) (την μπάλα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele matou a bola no peito.
Χτύπησε με το στήθος την μπάλα προς το έδαφος.

πεθαίνω

locução verbal (figurado, informal) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
«Θα με πεθάνεις, ρε Λόρα!», είπε ο Τομ γελώντας.

κάνω κοπάνα από κτ

(BRA, Austrália, gíria)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του matar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του matar

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.