Τι σημαίνει το material στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης material στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του material στο πορτογαλικά.

Η λέξη material στο πορτογαλικά σημαίνει υλικό, ύφασμα, υλικό, υλικός, ουσιαστικός, ουσιώδης, υλικά, ουσία, ύλη, καλλιτεχνικό μέσο, περιεχόμενο, εξοπλισμός, διχτυωτό ύφασμα, απορρίμματα, υπόστρωμα, επικίνδυνο υλικό, πολυμερές από χλωριούχο βινυλιδένιο και άλλα μονομερή, σανίδες, υλικός κόσμος, βιογραφικό υλικό, οικοδομικά υλικά, καθαριστικό προΐόν, καύσιμο, ακλόνητη, ατράνταχτη απόδειξη, εργαστηριακή συσκευή, υλικός πλούτος, έντυπο υλικό που χρησιμοποιείται σε έρευνα, καθοδηγητικό υλικό, σημειακή μάζα, ανακυκλωμένο υλικό, πηγή, σχολικά είδη, πρόσθετο υλικό, συμπληρωματικό υλικό, αναλώσιμα γραφείου, καύσιμο, κράσπεδο, σωλήνες υδρορροών, φινίρισμα, αντικείμενα που χρησιμοποιούνται ως βοηθήματα διδασκαλίας, περιττώματα, στρωματόμορφο υλικό, στρωματόμορφη πλάκα, στρωματοποιημένη πλάκα, γράψιμο, διαφημιστικό, περίφραξη, υλικό κατασκευής του κύτους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης material

υλικό

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tem algum tipo de material cobrindo esta mesa para deixá-la tão lisa.
Αυτό το τραπέζι καλύπτεται από κάποιο υλικό που το κάνει τόσο λείο.

ύφασμα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Você já sentiu o material destas cortinas? É muito macio.
Έπιασες το ύφασμα για τις κουρτίνες; Είναι τόσο απαλό.

υλικό

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Depois que terminarmos com isto, teremos de ver o material de leitura para esta aula.
Μόλις τελειώσουμε με αυτό, πρέπει να ασχοληθούμε με την ύλη που έχουμε γι' αυτό το μάθημα.

υλικός

adjetivo (físico)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Στο σημερινό μάθημα θα μελετήσουμε τον όγκο και το βάρος των υλικών σωμάτων.

ουσιαστικός, ουσιώδης

adjetivo (físico, em oposição ao emocional)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ας δοκιμάσουμε να αφήσουμε στην άκρη τα συναισθήματα και να ασχοληθούμε με ουσιώδη (or: ουσιαστικά) πράγματα.

υλικά

substantivo masculino (apetrechos)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν μπορούμε να ολοκληρώσουμε την κατασκευή, γιατί ξεμείναμε από πρώτες ύλες.

ουσία, ύλη

(tipo de substância)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O papel é feito de matéria fibrosa, seja massa ou têxtil.
Το χαρτί παρασκευάζεται από ινώδη ύλη, είτε πολτό είτε ύφασμα.

καλλιτεχνικό μέσο

(arte, material)

Ele geralmente trabalha com mármore ou vidro como meio.
Συνήθως χρησιμοποιεί το μάρμαρο ή το γυαλί ως καλλιτεχνικό μέσο.

περιεχόμενο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vera esvaziou o conteúdo de sua bolsa na mesa.
Η Βέρα άδειασε το περιεχόμενο της τσάντας της πάνω στο τραπέζι.

εξοπλισμός

substantivo masculino (itens usados para trabalhar)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διχτυωτό ύφασμα

(tecido de malha)

απορρίμματα

(material indesejável)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

υπόστρωμα

(para animais)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επικίνδυνο υλικό

(abreviatura)

πολυμερές από χλωριούχο βινυλιδένιο και άλλα μονομερή

(para embrulhos)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σανίδες

substantivo masculino (προστασία πρόσοψης)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

υλικός κόσμος

βιογραφικό υλικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οικοδομικά υλικά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

καθαριστικό προΐόν

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καύσιμο

(combustível)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ακλόνητη, ατράνταχτη απόδειξη

(lei)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εργαστηριακή συσκευή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υλικός πλούτος

έντυπο υλικό που χρησιμοποιείται σε έρευνα

(publicações consultadas para pesquisa)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καθοδηγητικό υλικό

(instruções, diretrizes)

σημειακή μάζα

(física: matéria infinitamente pequena) (φυσική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ανακυκλωμένο υλικό

(lixo processado para reutilização)

πηγή

(texto do qual algo é adaptado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σχολικά είδη

Em agosto nossa mãe nos levava para comprar material escolar.
Τον Αύγουστο η μητέρα μου μας πήγαινε να αγοράσουμε σχολικά.

πρόσθετο υλικό, συμπληρωματικό υλικό

substantivo masculino

αναλώσιμα γραφείου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καύσιμο

(algo que pode pegar fogo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Μην αποθηκεύετε καύσιμα υλικά κοντά στην κάμινο.

κράσπεδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σωλήνες υδρορροών

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

φινίρισμα

expressão (το υλικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντικείμενα που χρησιμοποιούνται ως βοηθήματα διδασκαλίας

(matemática)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

περιττώματα

(urina, fezes)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

στρωματόμορφο υλικό, στρωματόμορφη πλάκα, στρωματοποιημένη πλάκα

(item laminado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γράψιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διαφημιστικό

περίφραξη

expressão

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υλικό κατασκευής του κύτους

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του material στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.