Τι σημαίνει το nunca στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nunca στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nunca στο ισπανικά.

Η λέξη nunca στο ισπανικά σημαίνει ποτέ, ποτέ, μα ποτέ, ποτέ, ποτέ, που δεν ακούγεται, αφάνταστος, σπάνια, άγνωστος, μέδεν, άνευ προηγουμένου, χωρίς προηγούμενο, άπαιχτος, άπαικτος, κινούμαι ασταμάτητα, καλύτερα από κάθε άλλη φορά, καλύτερα από ποτέ, ποτέ ξανά, σχεδόν ποτέ, ποτέ μου, ποτέ στη ζωή μου, σπάνια... και αν, περισσότερο από ποτέ, του αγίου ποτέ, ποτέ, αραιά, σπάνια, σποραδικά, σχεδόν ποτέ, ποτέ ξανά, ποτέ ξανά, ποτέ πριν, ποτέ, ποτέ ξανά, σχεδόν ποτέ, διαρκώ για πάντα, χωρίς γυρισμό, τώρα ή ποτέ, ή τώρα ή ποτέ, σε χρόνο ρεκόρ, καλά ξεφορτώματα, κάλλιο αργά παρά ποτέ, Να περνάς καλά, Καλά να περνάς, Ποτέ ξανά!, Χώρα του Ποτέ, η χώρα του ποτέ, είμαι ατελείωτος, ποτέ δε σταματώ, διαρκώ για πάντα, συνεχίζω επ'άπειρον, τραβάω, που δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια, που δεν αποθαρρύνεται, ίσως και ποτέ, σπάνια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nunca

ποτέ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nunca he ido a China.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν έχω πάει ποτέ στην Κίνα.

ποτέ

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μα ποτέ

adverbio (εμφατικός τύπος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Yo nunca, nunca, he estado en París.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν έχω πει ποτέ μου ψέματα.

ποτέ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ποτέ

locución adverbial (enfático) (εμφατικός τύπος, καθομ)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Casarme con ese guarro? ¡Nunca en mi vida!
Να παντρευτώ αυτόν τον βλάκα; Ποτέ!

που δεν ακούγεται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφάνταστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σπάνια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
John trabaja por su cuenta y raramente toma vacaciones.
Ο Τζον είναι αυτοαπασχολούμενος και σπάνια κάνει διακοπές.

άγνωστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los estudiantes deben hacer una traducción nueva del francés al inglés.

μέδεν

(άλογο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El caballo era un principiante y no apostaron mucho por él es su primera carrera.

άνευ προηγουμένου, χωρίς προηγούμενο

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

άπαιχτος, άπαικτος

(έργο: απαρουσίαστο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κινούμαι ασταμάτητα

καλύτερα από κάθε άλλη φορά, καλύτερα από ποτέ

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ayer estaba triste, pero hoy me siento mejor que nunca.
Χθες ήμουν λυπημένος αλλά τώρα είμαι καλύτερα από κάθε άλλη φορά.

ποτέ ξανά

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σχεδόν ποτέ

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Casi nunca bebo por la mañana.
Δεν πίνω σχεδόν ποτέ το πρωί.

ποτέ μου, ποτέ στη ζωή μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡Nunca en mi vida (or: jamás en mi vida) vi un perro tan feo!
Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου τόσο άσχημο σκυλί!

σπάνια... και αν

adverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Raramente o nunca tengo tiempo de relajarme y leer un libro.
Σπάνια βρίσκω χρόνο να ξεκουραστώ και να διαβάσω ένα βιβλίο, και αν.

περισσότερο από ποτέ

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tus historias de aventuras me dan ganas de viajar más que nunca.
Οι ιστορίες από τις περιπέτειές σου με κάνουν να θέλω να ταξιδέψω περισσότερο από ποτέ. Έχοντας περάσει το Σαββατοκύριακο μαζί του μου αρέσει περισσότερο από ποτέ.

του αγίου ποτέ

locución adverbial (ιδιωματισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nunca jamás imaginé que ganaría el primer premio.

ποτέ

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nunca jamás había estado tan contento de verte.

αραιά, σπάνια, σποραδικά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Casi nunca mando tarjetas de Navidad por correo. Prefiero hacerlo por mail.

σχεδόν ποτέ

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Después de haber sido atracada dos veces, Miriam casi nunca salía de casa.

ποτέ ξανά

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No vuelvas a hablarme en ese tono nunca más.

ποτέ ξανά, ποτέ πριν

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Como nunca antes, muchas mujeres prefieren hoy permanecer solteras.

ποτέ, ποτέ ξανά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No vuelvas a dirigirme la palabra nunca jamás en tu vida.

σχεδόν ποτέ

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
No como helado casi nunca, pero disfruto de uno dos o tres veces al año.

διαρκώ για πάντα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi amor por ti no morirá nunca.

χωρίς γυρισμό

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dejó este país para nunca volver.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι καλές μέρες έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.

τώρα ή ποτέ, ή τώρα ή ποτέ

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tienes que decidirte, es ahora o nunca si quieres ir al concierto.

σε χρόνο ρεκόρ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Llegamos en tiempo récord.

καλά ξεφορτώματα

(AR) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάλλιο αργά παρά ποτέ

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Να περνάς καλά, Καλά να περνάς

locución interjectiva (με ειρωνική έννοια)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ποτέ ξανά!

locución interjectiva

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Creer en ti después de lo que has hecho? ¡Nunca más!

Χώρα του Ποτέ

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
No podemos seguir viviendo en el país del Nunca Jamás, tenemos que empezar a cuidar los recursos naturales.
Δεν γίνεται να συνεχίσουμε να ζούμε με χίμαιρες. Θα πρέπει να φροντίσουμε καλύτερα τους πόρους της Γης.

η χώρα του ποτέ

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

είμαι ατελείωτος

(literal)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Todos creían que la relación de la pareja no terminaría nunca.

ποτέ δε σταματώ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La idiotez del locutor nunca deja de asombrarme.

διαρκώ για πάντα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pensó que la conferencia no terminaría nunca.

συνεχίζω επ'άπειρον

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Parece que esta semana no se acaba nunca.

τραβάω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La película de tres horas se hizo eterna.
Η τρίωρη ταινία δεν είχε τελειωμό.

που δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια, που δεν αποθαρρύνεται

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ίσως και ποτέ

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Este método casi nunca, o nunca, se emplea en la actualidad.
Αυτή η μέθοδος εφαρμόζεται σπάνια στις μέρες μας, ίσως και καθόλου.

σπάνια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Matthew vive en el exterior y rara vez ve a su familia.
Ο Μάθιου ζει στο εξωτερικό και γι' αυτό βλέπει σπάνια την οικογένειά του.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nunca στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του nunca

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.