Τι σημαίνει το peu στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης peu στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του peu στο Γαλλικά.
Η λέξη peu στο Γαλλικά σημαίνει ελάχιστα, ελάχιστα, όχι ιδιαιτέρως, όχι ιδιαίτερα, όχι πολύ, λίγοι, λίγοι, αραιά, διάσπαρτα, σποραδικά, χαμηλά, λιτά, απέριττα, λίγοι, λίγος, λίγος, ελάχιστος, λίγο, λίγο, οι λίγοι, λίγος, αμβλύς, ελάχιστος, λιγοστός, τσαπατσούλικος, ψυχρός, μη δημοφιλής, σπάνιος, μη ρεαλιστικός, απεριποίητος, ατημέλητος, αχάριστος, αγνώμων, δυσνόητος, μπερδεμένος, αγενής, άξεστος, υποτιμητικός, μειωτικός, αδιάφορος, ακοινώνητος, αντικοινωνικός, θηλυπρεπής, αφιλόξενος, απεριποίητος, ατημέλητος, αν όλα πάνε καλά, περίπου, λίγο, κάπως, κάπως, αμυδρά, αχνά, άβολα, σε λιγάκι, σε λίγο, σύντομα, σχεδόν, σαθρά, ασταθώς, αγενώς, λέτσος, ποικιλία, ξεκούραση, ανάπαυση, επισκιάζω, που δεν βολεύει, ετοιμόρροπος, μικρός, που δεν είναι αρεστός, πιτσιλωτός, διάστικτος, αναξιόπιστος, που δεν είναι διαθέσιμος, κάπως, εκεί γύρω, σύντομα, περίπου, ξεκούραση, ανάπαυση, περίπου, κάνω μικροδιορθώσεις, κάνω μικροαλλαγές, κακός, επισφαλής, αβέβαιος, ακανθώδης, απρόσεχτος, απρόσεκτος, απρόσεχτος, που είναι μόνο για τα εύκολα, δόση, ελάχιστος, μοναχικός, άβολος, που καταλαμβάνει μικρό χώρο, λίγο, λιγάκι, σύντομα, γρήγορα, σύντομα, ιδέα, σταλιά, φτηνός, ρηχός, ετοιμόρροπος, υγρός, σχεδόν καθόλου, ατημέλητος, απεριποίητος, ασαφής, αγενής, αναξιόπιστος, παράγωγος, απότοκος, δευτερογενής, αναξιόπιστος, φτηνός, φθηνός, οικονομικός, επικίνδυνος, υποτιμητικός, μειωτικός, αντισυμβατικός, ακατάλληλος, αταίριαστος, αδύναμος, ανυποψίαστος, άβολος, δύσκολος, ανόητος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης peu
ελάχισταadverbe (σχεδόν καθόλου) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'enfant a peu mangé à dîner. Το παιδί έφαγε ελάχιστα (or: πολύ λίγο) για βραδινό. |
ελάχισταadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle était très timide et parlait peu. Ήταν πολύ ντροπαλή και μίλησε ελάχιστα. |
όχι ιδιαιτέρως, όχι ιδιαίτερα, όχι πολύ
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Je suis peu enclin à accepter une telle offre. Ελάχιστα με ενδιαφέρει να αποδεχτώ την προσφορά σου. |
λίγοι(μόνο πληθυντικός) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Peu de gens ont déjà vu ce tableau. Αυτόν τον πίνακα τον έχουν δει λίγοι. |
λίγοιadverbe (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cette entreprise arrive à faire beaucoup avec peu de moyens. |
αραιά, διάσπαρτα, σποραδικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La ville, autrefois centre de commerce florissant, est maintenant peu peuplée. |
χαμηλά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
λιτά, απέριτταadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Son amour du minimalisme était flagrant vu son intérieur peu décoré. Η αγάπη της για το μινιμαλισμό ήταν προφανής στο λιτά διακοσμημένο σπίτι της. |
λίγοι(μόνο πληθυντικός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Peu de gens savent que l'épouse de Schumann composait avec talent. Λίγοι άνθρωποι ξέρουν ότι και η σύζυγος του Σούμαν ήταν επίσης ταλαντούχα συνθέτρια. |
λίγος(με κατάφαση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Δεν υπάρχουν πολλά τρόφιμα στα ντουλάπια, νομίζω πρέπει να φάμε έξω. |
λίγος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je veux juste un peu de sel sur mes pommes de terre. Θέλω μόνο λίγο αλάτι στις πατάτες μου. |
ελάχιστος(σχεδόν καθόλου) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle boit peu d'alcool. Πίνει ελάχιστο (or: πολύ λίγο) αλκοόλ. |
λίγοadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle était un peu fâchée contre moi. Le médecin a dit que ma tension était un peu haute. Ο γιατρός λέει ότι η πίεση του αίματός σου είναι ελαφρώς ανεβασμένη. |
λίγοadverbe (ελαφρώς) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je suis un peu ivre, mais j'ai encore toute ma tête. Είμαι λίγο μεθυσμένος, αλλά σε καμία περίπτωση τύφλα. |
οι λίγοι(μόνο πληθυντικός) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le peu de gens qui le connaissaient bien l'aimaient beaucoup. Οι λίγοι που τον ήξεραν καλά τον αγαπούσαν πάρα πολύ. |
λίγοςnom masculin (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Du chocolat ? J'en prendrai juste un peu. Σοκολάτα; Θα πάρω λίγη μόνο. |
αμβλύς
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Utilise la tranche émoussée du couteau pour écraser le fruit. Χρησιμοποίησε την αμβλεία πλευρά του μαχαιριού για να ζουλήξεις το φρούτο. |
ελάχιστος, λιγοστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Τα νέα μέρη για τις μηχανές είναι λιγοστά (or: ελάχιστα), γι' αυτό οι ντόπιοι αναγκάζονται να παίρνουν ανταλλακτικά από παλιές μηχανές. |
τσαπατσούλικος(travail) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce travail est bâclé ; il est rempli de fautes. Αυτή η δουλειά είναι τσαπατσούλικη. Είναι γεμάτη λάθη. |
ψυχρός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ils étaient tellement froids que nous nous sommes demandé comment nous les avions offensés. Ήταν τόσο ψυχροί που απορούσαμε πως του είχαμε προσβάλει. |
μη δημοφιλής
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle était impopulaire à l’école à cause de ses moqueries. Δεν ήταν δημοφιλής στο σχολείο γιατί κορόιδευε τους άλλους. |
σπάνιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les ours sont plutôt rares dans cette partie du parc. |
μη ρεαλιστικός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il semble irréaliste d'envisager de terminer tout ce travail d'ici demain. |
απεριποίητος, ατημέλητος(apparence) (άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je ne sais pas comment tu te débrouilles toujours pour avoir l'air si négligé. Δε μπορώ να καταλάβω πως καταφέρνεις να δείχνεις πάντα τόσο ατιμέλητος. |
αχάριστος, αγνώμων
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le garçon ingrat ne m'a jamais remercié pour le cadeau que je lui ai fait. |
δυσνόητος, μπερδεμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αγενής, άξεστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cuthbert était un jeune homme rustre qui utilisait souvent un langage grossier. |
υποτιμητικός, μειωτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le présentateur radio a été attaqué pour ses remarques désobligeantes sur l'équipe féminine de football. |
αδιάφορος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακοινώνητος, αντικοινωνικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
θηλυπρεπής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αφιλόξενος(lieu, accueil) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απεριποίητος, ατημέλητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αν όλα πάνε καλάverbe transitif (ελπίζουμε ότι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'espère qu'il réussira ses examens. Καλώς εχόντων των πραγμάτων (or: Θεού θέλοντος), θα περάσει τις εξετάσεις του. |
περίπου(à peu près) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le chiffre d'affaires de notre succursale est d'environ un million. Το γραφείο μας έχει περίπου ένα εκατομμύριο σε πωλήσεις. |
λίγο, κάπως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je me sens légèrement fatigué après cette promenade. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν μέθυσα! Απλώς είμαι λιγάκι ζαλισμένη. |
κάπως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Garer la voiture sur cette petite place de parking était assez difficile, mais Debbie a finalement réussi. Το να χωρέσει το αυτοκίνητο στη μικρή θέση ήταν κάπως δύσκολο, αλλά η Ντέμπυ τα κατάφερε στο τέλος. |
αμυδρά, αχνά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il y a quelques articles vaguement intéressants dans le magazine. |
άβολα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε λιγάκι, σε λίγο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Olivia a dit qu'elle serait bientôt là. |
σύντομα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je le finirai bientôt : sois patient. |
σχεδόν
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σαθρά, ασταθώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αγενώς(littéraire) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
λέτσος(ανεπίσημο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Je n'arrive pas à croire que Janie sorte avec un va-nu-pieds comme Robert ! |
ποικιλία(έχω) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ξεκούραση, ανάπαυση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tondre la pelouse m'a épuisé. Je pense que je vais me reposer un peu avant de préparer le dîner. |
επισκιάζω(figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mort de Mark a assombri tout l'événement. |
που δεν βολεύει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La fermeture du restaurant préféré d'Harry était pour lui très gênante. Το κλείσιμο του αγαπημένου εστιατορίου του Χάρυ ήταν πολύ άβολο για αυτόν. |
ετοιμόρροπος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Marion est tombée par terre quand la chaise branlante s'est écroulée sous elle. Η Μάριον έπεσε στο πάτωμα όταν έσπασε η ξεχαρβαλωμένη καρέκλα της. |
μικρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il y a une faible possibilité que Robert perde son emploi. Υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να χάσει τη δουλειά του ο Ρόμπερτ. |
που δεν είναι αρεστός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le maire avait été prévenu que les réglementations seraient impopulaires. |
πιτσιλωτός, διάστικτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La barbe peu fournie de l'homme lui donnait un air d'adolescent. |
αναξιόπιστος(figuré) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Incapable de distinguer la réalité de la fiction, la femme maudit sa mémoire peu fiable. Μη μπορώντας να διαχωρίσει την πραγματικότητα από τη μυθοπλασία η γυναίκα καταριόταν την αναξιόπιστη μνήμη της. |
που δεν είναι διαθέσιμος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάπως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Για τον Ντέβιντ ήταν δύσκολο να κάνει ποδήλατο στην αρχή, αλλά γινόταν κάπως πιο εύκολο κάθε φορά που προσπαθούσε. |
εκεί γύρω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σύντομα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Bientôt, le feu s'est propagé aux autres bâtiments. |
περίπου
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ma nouvelle voiture m'a coûté 9000 € environ. |
ξεκούραση, ανάπαυσηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Δεν γίνεται να δουλεύεις συνέχεια, λίγη ξεκούραση είναι απαραίτητη αν θες να παραμείνεις υγιής. |
περίπου(dans le temps) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) J'ai entendu un grand fracas vers 22 h hier soir. Άκουσα έναν κρότο γύρω στις δέκα χθες το βράδυ. |
κάνω μικροδιορθώσεις, κάνω μικροαλλαγές(une machine, un système) (σε κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Αυτή είναι μια καλή έκθεση και άμα τη διορθώσεις λιγάκι νομίζω θα μπορούσε να γίνει τέλεια. |
κακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le mauvais anglais de l'adolescent faisait qu'il était difficile de comprendre ce qu'il disait. Τα άθλια αγγλικά του εφήβου έκαναν δύσκολο να καταλάβεις τι έλεγε. |
επισφαλής, αβέβαιος(situation) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les provisions de nourriture pour cet hiver ont l'air de plus en plus incertaines. |
ακανθώδης(μεταφορικά, λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ils ont eu une relation instable pendant des années mais ils sont restés ensemble. Η σχέση τους έχει τα πάνω και τα κάτω της εδώ και χρόνια, αλλά παραμένουν μαζί. |
απρόσεχτος(travail) (εργασία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est un vrai perfectionniste : je ne l'ai jamais vu rendre un rapport bâclé en plus de vingt ans. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο γραφικός σου χαρακτήρας είναι εντελώς τσαπατσούλικος. Προσπάθησε λίγο περισσότερο να γράφεις καλύτερα. |
απρόσεκτος, απρόσεχτος(travail) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le travail de Daphne n'est pas vraiment bon ; je crois qu'elle travaille de manière négligée. Η δουλειά της Δάφνης δεν είναι αρκετά καλή. Θεωρώ πως είναι αμελής. |
που είναι μόνο για τα εύκολα(péjoratif : personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δόση(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il avait juste une dose de curiosité pour le sujet. Είχε μια μικρή μόνο δόση περιέργειας σχετικά με το ζήτημα. |
ελάχιστοςadjectif (chance) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il y a une petite chance qu'il pleuve demain. |
μοναχικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le désert est un endroit morne et désolé. Η έρημος είναι ένα ζοφερό, μοναχικό μέρος. |
άβολος(vêtements,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il trouva la combinaison de plongée inconfortable lorsqu'il la porta pour la première fois. |
που καταλαμβάνει μικρό χώρο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λίγο, λιγάκι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mon frère est légèrement plus grand que moi. |
σύντομα(soutenu) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
γρήγορα, σύντομα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) J'espère que John va bientôt arriver afin de rencontrer notre ami. |
ιδέα, σταλιά(figuré) (καθομιλουμένη, μτφ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il le battit d'un cheveu. |
φτηνός(όχι ακριβός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Franck préfère acheter des rasoirs bon marché. Ο Φρανκ προτιμά να αγοράζει φτηνά ξυραφάκια. |
ρηχόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'eau est peu profonde ici. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτός ο κόλπος είναι αβαθής, άρα επικίνδυνος για τα μεγάλα πλοία. |
ετοιμόρροποςlocution adjectivale (objet : meuble...) (καθομιλουμένη: ασταθής) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ne monte pas sur cette chaise peu solide ! Utilise plutôt celle-ci, elle est plus solide. Μη στέκεσαι σ' αυτή την ετοιμόρροπη καρέκλα! Χρησιμοποίησε αυτή στη θέση της· είναι πιο σταθερή. |
υγρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Marie a utilisé un tissu humide pour enlever les traces de doigts sur la vitre. Η Μαρί χρησιμοποίησε ένα υγρό πανί για να καθαρίσει τις δαχτυλιές από το παράθυρο. |
σχεδόν καθόλου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dorothy a peu de pitié pour les gens riches mais malheureux. Η Ντόροθι δεν συμπονεί σχεδόν καθόλου τους δυστυχισμένους πλούσιους ανθρώπους. |
ατημέλητος, απεριποίητος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Erika est vraiment négligée ; on dirait qu'elle se ne coiffe jamais et ses vêtements sont toujours froissés. Η Έρικα είναι τόσο ατημέλητη (or: απεριποίητη). Τα μαλλιά της είναι σαν να μην τα χτενίζει ποτέ και τα ρούχα της είναι μονίμως τσαλακωμένα. |
ασαφής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) En général, c'est une bonne dissertation, mais cette partie n'est pas claire ; pourriez-vous la réécrire pour rendre le sens plus évident ? |
αγενής(familier) (όχι ευγενικός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο μικρός Τόμι βγάζει τα φτερά από τις μύγες· είναι ένα σκληρό παιδί. |
αναξιόπιστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Henry travaille bien à l'occasion, mais parfois, il est paresseux, et d'autres fois, il ne se présente même pas au travail ; il a perdu beaucoup de contrats parce qu'on ne peut pas compter sur lui. Μερικές φορές ο Χένρι εργάζεται καλά, αλλά κάποιες φορές είναι τεμπέλης και κάποιες άλλες δεν εμφανίζεται καν για δουλειά· έχει χάσει πολλές δουλειές επειδή είναι αναξιόπιστος. |
παράγωγος, απότοκος, δευτερογενήςlocution adjectivale (όχι πρωτότυπος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les critiques affirmaient que son travail était peu original et inintéressant. |
αναξιόπιστος(άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sa femme de ménage, peu digne de confiance, la volait depuis des années. Η οικονόμος της είναι τελείως αναξιόπιστη! Την έκλεβε για πολλά χρόνια. |
φτηνός, φθηνός, οικονομικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les éponges bon marché ont tendance à s'user beaucoup plus vite. Τα φτηνά σφουγγάρια φθείρονται πολύ γρηγορότερα. |
επικίνδυνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il est peu sûr de prendre l'avion si tôt après avoir fait de la plongée. |
υποτιμητικός, μειωτικός(remarque) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le public criait des remarques désobligeantes. |
αντισυμβατικόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle crée un débat peu conventionnel en se mariant si jeune. |
ακατάλληλος, αταίριαστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cette tenue n'est pas du tout appropriée pour un dîner aussi chic. Αυτά τα ρούχα είναι εντελώς ακατάλληλα για ένα τόσο πολυτελές δείπνο. |
αδύναμος(argument) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'accusation de Bill affirmant que Steven avait volé l'or était peu convaincante car il n'y avait pas de preuve. |
ανυποψίαστος(άτομο: μη έχων γνώση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άβολος, δύσκολος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La vieille carabine lourde était une arme peu maniable. |
ανόητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του peu στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του peu
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.