Τι σημαίνει το pilote στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pilote στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pilote στο Γαλλικά.
Η λέξη pilote στο Γαλλικά σημαίνει πιλότος, πιλοτικός, πρόγραμμα οδήγησης, πρώτο επεισόδιο, πλοηγός, πιλότος, πλοηγός, πιλότος, δοκιμή, οδηγός, δοκιμαστική παραγωγή, πιλότος, πιλότος πολεμικής αεροπορίας, οδηγώ, καθοδηγώ, πετάω, πετώ, τρέχω, οδηγώ, πλοηγώ, πετάω, πετώ, χειρίζομαι, οδηγώ, λυχνία, συνοδηγός, οδηγός, ολόσωμη φόρμα, πιλότος πολεμικής αεροπορίας, πιλότος που δημιουργεί γράμματα με την εξάτμιση αεροπλάνου, τα οποία είναι ευανάγνωστα από το έδαφος, πιλοτικό πρόγραμμα, πιλότος βομβαρδιστικού αεροπλάνου, πιλότος μαχητικού αεροσκάφους, δοκιμή, δοκιμαστής αυτοκινήτων, πιλότος δοκιμών, πιλότος ανεμόπτερου, άδεια πιλότου, πιλότος επιβατικού αεροσκάφους, πιλοτική εγκατάσταση, πιλότος της πολεμικής αεροπορίας, πιλότος της πολεμικής αεροπορίας, πιλότος της πολεμικής αεροπορίας, αυτόματος πιλότος, πιλότος βομβαρδιστικού αεροπλάνου, οδηγός αγώνων ταχύτητας, ο οποίος αγωνίζεται ιδιωτικά και όχι ως μέλος ομάδας που έχει σπόνσορα, αιωροπτεριστής, πιλότος μαχητικού αεροσκάφους, πιλότος μικρού αεροσκάφους, κόκπιτ, cockpit. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pilote
πιλότοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Daisy est pilote ; elle vole aux quatre coins du monde. Η Νταίζη είναι πιλότος. Πετάει σε όλο τον κόσμο. |
πιλοτικός(projet) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le projet pilote a été un grand succès, alors nous allons maintenant le lancer dans tout le pays. |
πρόγραμμα οδήγησης(Informatique) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Le programme ne peut pas marcher parce qu’il manque un pilote. |
πρώτο επεισόδιοnom masculin (épisode, émission) Le pilote n'a pas obtenu une grande part d'audience, la série n'a donc pas été produite. |
πλοηγός, πιλότοςnom masculin (navigation) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Un pilote monta à bord du navire pour le faire entrer dans le port. |
πλοηγός, πιλότοςnom masculin (de bateau) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le pilote du bateau a contourné les rochers en toute sécurité. |
δοκιμήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous menons un pilote pour voir si le programme fonctionne, et si c'est le cas nous l'utiliserons dans tout le pays. |
οδηγός(véhicule automobile) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Le conducteur de la voiture bleue tourna brusquement le volant pour éviter le trou dans la chaussée. Ο οδηγός του μπλε αυτοκινήτου έστριψε απότομα, για ν' αποφύγει την τρύπα στο δρόμο. |
δοκιμαστική παραγωγήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πιλότοςnom masculin et féminin (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
πιλότος πολεμικής αεροπορίαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
οδηγώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le capitaine pilota le bateau vers le port sans incident. Ο καπετάνιος οδήγησε το πλοίο με ασφάλεια στο λιμάνι. |
καθοδηγώverbe transitif (figuré : guider, diriger) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Amy a piloté l'entreprise à travers une première année difficile. |
πετάω, πετώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il pilotait un 747. Ο πιλότος πετούσε ένα 747. |
τρέχωverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mon neveu pilote des karts. Ο ανιψιός μου τρέχει με καρτ. |
οδηγώ(une voiture, une moto) (κινούμε ή δίνω κατεύθυνση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mick conduisait la voiture dans des chemins de campagne. Ο Μικ οδηγούσε το αμάξι στα μονοπάτια της υπαίθρου. |
πλοηγώ(un bateau) (βάρκα, πλοίο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il n'est pas facile de gouverner un bateau dans ce port. Δεν είναι εύκολο να πλοηγήσει κανείς πλοίο σε αυτό το λιμάνι. |
πετάω, πετώ(pilote) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le pilote volait souvent. Ο πιλότος πετούσε συχνά. |
χειρίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Αντρέα χειρίζεται ένα περονοφόρο στη δουλειά. |
οδηγώverbe transitif (un bateau) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le capitaine a manœuvré le navire dans le port en toute sécurité. Ο καπετάνιος οδήγησε το πλοίο με ασφάλεια στο λιμάνι. |
λυχνίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si la chaudière ne fonctionne pas, vérifiez si la flamme pilote est allumée. |
συνοδηγόςnom masculin et féminin (βοηθά τον οδηγό, όχι απλά επιβάτης) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
οδηγόςnom masculin (σε αγώνες) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le pilote perdit le contrôle dans le virage et eut un accident. |
ολόσωμη φόρμαnom féminin |
πιλότος πολεμικής αεροπορίαςnom masculin (armée britannique) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πιλότος που δημιουργεί γράμματα με την εξάτμιση αεροπλάνου, τα οποία είναι ευανάγνωστα από το έδαφος
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πιλοτικό πρόγραμμαnom masculin La société a essayé une nouvelle méthode de publicité dans quelques magasins seulement en tant que programme pilote. |
πιλότος βομβαρδιστικού αεροπλάνουnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πιλότος μαχητικού αεροσκάφουςnom masculin et féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δοκιμήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δοκιμαστής αυτοκινήτωνnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πιλότος δοκιμώνnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Depuis toujours, il rêvait de devenir pilote d'essai. |
πιλότος ανεμόπτερουnom masculin et féminin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
άδεια πιλότουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πιλότος επιβατικού αεροσκάφουςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
πιλοτική εγκατάστασηnom féminin |
πιλότος της πολεμικής αεροπορίαςnom féminin (armée britannique) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πιλότος της πολεμικής αεροπορίαςnom masculin (armée britannique) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πιλότος της πολεμικής αεροπορίαςnom masculin (armée britannique) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αυτόματος πιλότοςnom masculin |
πιλότος βομβαρδιστικού αεροπλάνουnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
οδηγός αγώνων ταχύτητας, ο οποίος αγωνίζεται ιδιωτικά και όχι ως μέλος ομάδας που έχει σπόνσοραnom masculin (course automobile) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αιωροπτεριστήςnom masculin et féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πιλότος μαχητικού αεροσκάφουςnom masculin (ιπτάμενος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les pilotes de chasse et l'équipage ont fêté la victoire ensemble. Οι πιλότοι μαχητικών αεροσκαφών και το πλήρωμα γιόρτασαν μαζί τη νίκη. |
πιλότος μικρού αεροσκάφουςnom masculin et féminin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
κόκπιτ, cockpitnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Par chance, la place du pilote n'a pas été du tout endommagé dans l'accident et le conducteur est indemne. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pilote στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του pilote
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.