Τι σημαίνει το police στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης police στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του police στο Αγγλικά.

Η λέξη police στο Αγγλικά σημαίνει αστυνομία, αστυνομία, αστυνομικός, αστυνομικός, αστυνομεύω, περιπολώ, αρχηγός της αστυνομίας, αρχηγός της αστυνομίας, αστυνομική σειρά, τοπική αστυνομία, αγγαρεία στην κουζίνα, στρατονομία, αστυνομική αρχή, αστυνομικές ενισχύσεις, σήμα, αρχηγός αστυνομικού τμήματος, περιπολικό, πιστοποιητικό καλής διαγωγής, αρχηγός αστυνομίας, πιστοποιητικό καλής διαγωγής, αρχηγός αστυνομίας, αστυφύλακας, περιπολικό, αστυνομικό τμήμα, ερευνητής, λαγωνικό της αστυνομίας, στοιχεία αστυνομίας, αστυνομικό αρχείο, αστυνομικό σώμα, αστυνομικό σώμα, αρχηγείο αστυνομίας, επιθεωρητής, ανάκριση, υπαρχηγός, αστυνομικός, αστυνόμος, αστυνομική παρουσία, έφοδος της αστυνομίας, ποινικό μητρώο, αστυνομική αναφορά, αρχιφύλακας, ομάδα της αστυνομίας, αστυνομοκρατούμενο κράτος, αστυνομικό τμήμα, κλούβα, ΜΑΤ, Βασιλική Καναδική Έφιππη Αστυνομία, μυστική αστυνομία, μυστική αστυνομία, αστυνομία πολιτείας των ΗΠΑ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης police

αστυνομία

noun (always singular (force keeping public order) (δύναμη επιβολής τάξης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The city depends on an independent police.
Η πόλη στηρίζεται σε μια ανεξάρτητη αστυνομία.

αστυνομία

plural noun (police officers, collectively)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The police arrived on the scene.
Η αστυνομία έφτασε στο σημείο.

αστυνομικός

plural noun (police officers)

One hundred armed police were stationed around the building.
Εκατό οπλισμένοι αστυνομικοί ήταν τοποθετημένοι γύρω από το κτίριο.

αστυνομικός

noun as adjective (used by, relating to police)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jeff let his nephew try on his police helmet.
Ο Τζεφ άφησε τον ανιψιό του να δοκιμάσει το αστυνομικό κράνος του.

αστυνομεύω

transitive verb (control using the police)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The riot squad policed the crowd.

περιπολώ

transitive verb (patrol, monitor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The soldiers policed the area.

αρχηγός της αστυνομίας

noun (US (head of police department)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
The reporters asked the chief of police for his comments on the case.

αρχηγός της αστυνομίας

noun (UK (head of police force)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

αστυνομική σειρά

noun (TV drama about detective, police)

τοπική αστυνομία

noun (US (local law enforcement)

αγγαρεία στην κουζίνα

noun (US, informal, initialism (military: kitchen duty) (στρατός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στρατονομία

plural noun (soldiers who perform police duties)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αστυνομική αρχή

noun (law: official)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αστυνομικές ενισχύσεις

noun (armed reinforcements)

σήμα

noun (emblem worn or carried by police)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
American policemen wear a police badge which bears a star.

αρχηγός αστυνομικού τμήματος

noun (US (head of a police district in US)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

περιπολικό

noun (vehicle used by police)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We arrived to see a police car outside our home. Within minutes of the alarm going off, 12 police cars were surrounding the building.
Φτάσαμε και είδαμε ένα περιπολικό έξω από το σπίτι μας. Μέσα σε λίγα λεπτά από το άκουσμα του συναγερμού, 12 περιπολικά περικύκλωσαν το κτίριο.

πιστοποιητικό καλής διαγωγής

noun (document required to clear immigration)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αρχηγός αστυνομίας

noun (US (chief of police: head of a US police force)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Many uniformed officers report to the police chief.

πιστοποιητικό καλής διαγωγής

noun (document required to clear immigration)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αρχηγός αστυνομίας

noun (UK (head of UK police force)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αστυφύλακας

noun (UK (police officer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They panicked when they saw the police constable marching towards them.

περιπολικό

noun (US (patrol car used for law enforcement)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Two police cruisers came to arrest my neighbor for stealing electricity.

αστυνομικό τμήμα

noun (law enforcement office)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ερευνητής

noun (police officer: investigator)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A plain-clothes police detective arrived to finish the investigation.

λαγωνικό της αστυνομίας

noun (trained dog used in police work)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He didn't want the police dog sniffing around his flat.

στοιχεία αστυνομίας

noun (information gathered to convict [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αστυνομικό αρχείο

noun (record) (γενικό)

αστυνομικό σώμα

noun (local law-enforcement team)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αστυνομικό σώμα

noun (national law-enforcement organization)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αρχηγείο αστυνομίας

noun (building where police are stationed)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
She went to the police headquarters to hand in the evidence.

επιθεωρητής

noun (UK (rank of police officer in the UK)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

ανάκριση

noun (questioning of a suspect by police)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The police interrogation was recorded on a tape recorder.

υπαρχηγός

noun (US (rank of police officer in the US)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αστυνομικός, αστυνόμος

noun (member of police force)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
When he grows up he wants to be either a firefighter or a police officer.
Όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει είτε πυροσβέστης είτε αστυνομικός.

αστυνομική παρουσία

noun (attendance or proximity of police officers)

There was a strong police presence around the Capital, when the people came to protest.

έφοδος της αστυνομίας

noun (police: surprise visit)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ποινικό μητρώο

noun (law: criminal history)

αστυνομική αναφορά

noun (written summary of police investigation)

In order to make an insurance claim for theft, you need to provide the insurance company a copy of the police report.

αρχιφύλακας

noun (rank of police officer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The police sergeant had three stripes on the sleeve of his uniform.

ομάδα της αστυνομίας

noun (team of police officers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αστυνομοκρατούμενο κράτος

noun (country where police maintain oppressive control)

Germany became a police state under Hitler's rule.

αστυνομικό τμήμα

noun (building where police are stationed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I had to report to the police station with my driving licence.
Έπρεπε να παρουσιαστώ στο αστυνομικό τμήμα με το δίπλωμά μου.

κλούβα

noun (small truck for transporting criminals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The police van was called to take all the gang members into custody.

ΜΑΤ

noun (for protests, mob violence, etc.) (συντομογραφία)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The riot police were called to the estate to try to control the situation.

Βασιλική Καναδική Έφιππη Αστυνομία

noun (Canadian police on horseback) (αστυνομία Καναδά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His law enforcement background and experience with horses made him an excellent candidate for the Royal Canadian Mounted Police.

μυστική αστυνομία

noun (covert police force)

μυστική αστυνομία

noun (historical (Nazi Germany: Gestapo)

αστυνομία πολιτείας των ΗΠΑ

noun (US (law force of a US state) (ΗΠΑ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Most interstate and state highways are patrolled by state police, not local police.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του police στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του police

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.