Τι σημαίνει το policía στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης policía στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του policía στο ισπανικά.

Η λέξη policía στο ισπανικά σημαίνει αστυνομικός, αστυνόμος, αστυνομία, αστυνομικός, αστυνομικός, μπάτσος, μπασκίνας, αστυνομία, αστυφύλακας, αστυφύλακας, αστυνομικός, μπάτσοι, αστυνομικός, αστυνομία, αρχές, μπάτσοι, αστυνομικός, αστυνομία, μπάτσος, μπατσίνα, ερευνητής, αστυνομικός σε περιπολία, μπάτσος, μπατσίνα, αστυνόμος, αστυνομικός, πολίαρχος, σαμαράκι, τμήμα, έφιππος αστυνομικός, έφιππος αστυνομικός, αστυνομικος δίωξης ναρκωτικών, αστυνομικός με πολιτική περιβολή, αστυνομικός με πολιτικά ρούχα, βρετανός στρατονόμος, αστυνομικός διευθυντής, τροχαία της εθνικής οδού στις ΗΠΑ, αρχηγός αστυνομικού τμήματος, περιπολικό, αρχηγός αστυνομίας, αρχηγός αστυνομίας, ερευνητής, λαγωνικό της αστυνομίας, αρχηγείο αστυνομίας, επιθεωρητής, υπαρχηγός, αρχιφύλακας, αστυνομικό τμήμα, κλούβα, ΜΑΤ, μυστική αστυνομία, ανώτερος αξιωματικός αστυνομίας, αστυνομία πολιτείας των ΗΠΑ, τροχονόμος, δικαστήριο τροχαίων παραβάσεων, συνοριοφυλακή, αστυνομικό σώμα, τροχονόμος, τοπική αστυνομία, περιπολικό, ομάδα της αστυνομίας, σαμαράκι, Βασιλική Καναδική Έφιππη Αστυνομία, σαμαράκι, τεχνική του καλού και του κακού μπάτσου, αστυνομικός με πολιτικά, ομάδα παρακολούθησης γειτονιάς, ομάδα περιφρούρησης γειτονιάς, αστυνομική αρχή, στρατονομία, παρουσιάζομαι/παραδίνομαι στην αστυνομία, αστυνομικό τμήμα, αστυνόμος, αστυνομικός, αρχηγός της αστυνομίας, αστυνομικό σώμα, αστυνομικός, αστυνομικός, αστυνομικό τμήμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης policía

αστυνομικός, αστυνόμος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Cuando sea mayor, quiere ser bombero u oficial de policía.
Όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει είτε πυροσβέστης είτε αστυνομικός.

αστυνομία

nombre femenino (organismo) (δύναμη επιβολής τάξης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La ciudad depende de una policía independiente.
Η πόλη στηρίζεται σε μια ανεξάρτητη αστυνομία.

αστυνομικός

(hombre)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un policía arrestó al sospechoso aquí cerca.
Ένας αστυφύλακας συνέλαβε τον ύποπτο εκεί κοντά.

αστυνομικός

(mujer)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las mujeres policía tienen las mismas responsabilidades que su compañeros masculinos.

μπάτσος, μπασκίνας

(αργκό: αστυνομικός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αστυνομία

nombre femenino (cuerpo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αστυφύλακας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αστυφύλακας

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Cuando vieron al policía dirigiéndose hacia ellos les entró el pánico.

αστυνομικός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Matthew es policía en la fuerza policial.

μπάτσοι

(αστυνομία, αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ten cuidado, la policía generalmente espera detrás de la esquina.

αστυνομικός

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Había un policía aparcado tras los arbustos esperando pescar a algún conductor con exceso de velocidad.

αστυνομία

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La policía llegó al lugar.
Η αστυνομία έφτασε στο σημείο.

αρχές

(αστυνομία)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
El fugitivo esquivó a la policía durante sesenta días antes de ser detenido.
Ο φυγάς κατάφερε να αποφύγει τις αρχές για εξήντα μέρες, πριν γίνει η σύλληψή του.

μπάτσοι

(καθομ, μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Los ladrones huyeron cuando vieron a la policía llegar.

αστυνομικός

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
¿Para qué lado es el parque? Preguntémosle a ese policía.

αστυνομία

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El ladrón le avisó a su amigo que vigilara si venía la policía.

μπάτσος, μπατσίνα

(informal) (ανεπ, ενίοτε μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
El poli me pidió que saliese de mi coche.
Ο μπάτσος μου ζήτησε να βγω από το αυτοκίνητό μου.

ερευνητής

(de policía)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un detective interrogó a todos los que habían asistido a la boda.

αστυνομικός σε περιπολία

(MX, CR, CO, VE, SV, Ur.) (γυναίκα)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπάτσος, μπατσίνα

(AR) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

αστυνόμος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αστυνομικός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πολίαρχος

(αρχαία Ρώμη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σαμαράκι

(BO, PE) (στο δρόμο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τμήμα

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La policía llevó al sospechoso a la comisaría para interrogarlo.
Η αστυνομία πήγε τον ύποπτο στο τμήμα για ανάκριση.

έφιππος αστυνομικός

(ejército)

En el lugar había un par de policías montados para mantener la paz.

έφιππος αστυνομικός

locución nominal masculina (Canadá)

αστυνομικος δίωξης ναρκωτικών

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αστυνομικός με πολιτική περιβολή, αστυνομικός με πολιτικά ρούχα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βρετανός στρατονόμος

locución nominal común en cuanto al género

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αστυνομικός διευθυντής

locución nominal con flexión de género

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
El reportero le preguntó a la jefa de policía cuáles eran sus opiniones en el caso.

τροχαία της εθνικής οδού στις ΗΠΑ

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Durante la noche de Año Nuevo la policía de tránsito pone bloqueos para que la gente no tome.

αρχηγός αστυνομικού τμήματος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

περιπολικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cuando llegamos vimos un coche de policía afuera de la casa.
Φτάσαμε και είδαμε ένα περιπολικό έξω από το σπίτι μας. Μέσα σε λίγα λεπτά από το άκουσμα του συναγερμού, 12 περιπολικά περικύκλωσαν το κτίριο.

αρχηγός αστυνομίας

locución nominal común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Muchos de los agentes del policía responden al jefe de policía.

αρχηγός αστυνομίας

locución nominal con flexión de género (ES)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El comisario general de policía dio las instrucciones generales de funcionamiento a las distintas comisarías de la ciudad.

ερευνητής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un detective de la policía vestido de civil llegó para finalizar la investigación.

λαγωνικό της αστυνομίας

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αρχηγείο αστυνομίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Fue a la estación de policía a entregar la evidencia.

επιθεωρητής

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Se han convocado oposiciones a oficial de policía en el Ayuntamiento de Carcaixent.

υπαρχηγός

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El teniente de policía supervisa a 25 policías y a siete detectives.

αρχιφύλακας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El sargento de policía tenía una insignia con tres franjas en la manga del uniforme.

αστυνομικό τμήμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Se llevaron al detenido a la estación de policía.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έπρεπε να παρουσιαστώ στο αστυνομικό τμήμα με το δίπλωμά μου.

κλούβα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Llamaron al furgón de la policía para que se llevara a toda la banda detenida.

ΜΑΤ

(συντομογραφία)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Llamaron a la policía antidisturbios para controlar la situación.

μυστική αστυνομία

ανώτερος αξιωματικός αστυνομίας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si tienes algún problema con un colega, notifícalo inmediatamente a un policía de alto rango.

αστυνομία πολιτείας των ΗΠΑ

(ΗΠΑ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La mayoría de las carreteras interestatales y estatales son controladas por la policía estatal, no la local.

τροχονόμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δικαστήριο τροχαίων παραβάσεων

nombre masculino (Chile)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συνοριοφυλακή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La patrulla fronteriza obligó a los coches a parar.

αστυνομικό σώμα

nombre femenino (México)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τροχονόμος

nombre masculino (México)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El policía de tránsito nos multó por pasarnos el alto.

τοπική αστυνομία

nombre femenino

περιπολικό

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Huyó en el mismo coche de policía en el que lo conducían al juzgado.

ομάδα της αστυνομίας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σαμαράκι

(AR, figurado) (υπερύψωση οδοστρώματος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hay muchas lomas de burro en esta calle.

Βασιλική Καναδική Έφιππη Αστυνομία

nombre propio femenino (αστυνομία Καναδά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sus antecedentes como servidor de la ley y su experiencia con los caballos le hacían un perfecto candidato para la Real Policía Montada de Canadá.

σαμαράκι

(CR, figurado) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τεχνική του καλού και του κακού μπάτσου

expresión

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αστυνομικός με πολιτικά

(sin uniforme)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

ομάδα παρακολούθησης γειτονιάς, ομάδα περιφρούρησης γειτονιάς

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αστυνομική αρχή

στρατονομία

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παρουσιάζομαι/παραδίνομαι στην αστυνομία

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los inspectores conminaron a que se presentara ante la policía cualquiera que tuviera información sobre el crimen.
Οι υπεύθυνοι της έρευνας παρακάλεσαν όσους είχαν πληροφορίες για το έγκλημα να παρουσιαστούν στην αστυνομία.

αστυνομικό τμήμα

El hombre fue llevado a la delegación de policía para ser fichado.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο άνδρας μεταφέρθηκε στο τμήμα για να καταθέσει.

αστυνόμος, αστυνομικός

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
El jefe de policía lo esposó antes de sacarlo fuera del edificio.
Οι αστυνόμοι του πέρασαν χειροπέδες πριν να τον οδηγήσουν έξω από το κτίριο.

αρχηγός της αστυνομίας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

αστυνομικό σώμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αστυνομικός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jeff dejó que su sobrino se probase el casco de policía.
Ο Τζεφ άφησε τον ανιψιό του να δοκιμάσει το αστυνομικό κράνος του.

αστυνομικός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αστυνομικό τμήμα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του policía στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του policía

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.