Τι σημαίνει το possession στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης possession στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του possession στο Αγγλικά.
Η λέξη possession στο Αγγλικά σημαίνει κατοχή, κυριότητα, υπάρχοντα, κατάληψη, κατοχή, που έχει καταλάβει κπ, που έχει κυριεύσει κπ, εδάφη, βρίσκω,αποκτώ, έχοντας, κατέχοντας, που έχει, στην κατοχή σου, πάνω σου, κατοχή κλοπιμαίων, κατοχή κλεμμένων αντικειμένων, αυτοέλεγχος, παίρνω στην κατοχή μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης possession
κατοχή, κυριότηταnoun (uncountable (ownership) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The solicitor wrote to tell the Browns they could take possession of the house on Friday. Ο δικηγόρος έγραψε στους Μπράουν για να τους ενημερώσει ότι μπορούσαν να πάρουν την κυριότητα του σπιτιού την Παρασκευή. |
υπάρχονταnoun (often plural ([sth] owned) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) All Simon's possessions will fit into the boot of his car. This necklace is my most precious possession; it was given to me by my grandmother before she died. Όλα τα υπάρχοντα του Σάιμον χωράνε στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Αυτό το κολιέ είναι ό, τι πιο πολύτιμο έχω· μου το έδωσε η γιαγιά μου πριν πεθάνει. |
κατάληψηnoun (uncountable (invasion by a demon) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A priest was called to deal with a suspected case of possession in the village. Ένας παπάς εκλήθη να αντιμετωπίσει μια υπόθεση πιθανού δαιμονισμού στο χωριό. |
κατοχήnoun (uncountable (sport: having the ball) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Beckham gets possession and passes to Ronaldo. Ο Μπέκαμ παίρνει στην κατοχή του τη μπάλα και την πασάρει στον Ρονάλντο. |
που έχει καταλάβει κπ, που έχει κυριεύσει κπnoun (uncountable (obsession) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The idea of an exotic holiday had taken possession of Carol and she could think of nothing else. Η ιδέα εξωτικών διακοπών είχε κυριεύσει την Κάρολ και δε μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο. |
εδάφηnoun (uncountable (foreign territory) (υπό την κυριαρχία κπ) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) British possession used to include the majority of North America. Τα Βρετανικά εδάφη περιελάμβαναν στο παρελθόν το μεγαλύτερο μέρος της Βορείου Αμερικής. |
βρίσκω,αποκτώverbal expression (find, obtain) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) When I received my inheritance I came into possession of several rare coins. Όταν πήρα την κληρονομιά μου, απέκτησα αρκετά σπάνια νομίσματα. |
έχοντας, κατέχονταςexpression (owning, having) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) I'm not in possession of a car at the moment so I can't offer you a lift. |
που έχειexpression (having) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Brian's behaviour was so odd, his friends wondered if he was in possession of his faculties. Η συμπεριφορά του Μπράϊαν ήταν τόσο παράξενη που οι φίλοι του αναρωτήθηκαν αν έχει τα συγκαλά του. |
στην κατοχή σου, πάνω σουexpression (yours, on your person) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Please declare all valuables in your possession. |
κατοχή κλοπιμαίων, κατοχή κλεμμένων αντικειμένωνnoun (crime: handling [sth] stolen) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He was arrested for possession of stolen goods. Συλλήφθηκε για κατοχή κλοπιμαίων. |
αυτοέλεγχοςnoun (composure, control) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παίρνω στην κατοχή μουverbal expression (receive, acquire) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) After months of negotiation, they finally took possession of the house. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του possession στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του possession
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.