Τι σημαίνει το preparar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης preparar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του preparar στο ισπανικά.

Η λέξη preparar στο ισπανικά σημαίνει ετοιμάζω, προετοιμάζω, προετοιμάζω, ετοιμάζω, βάζω τη φωτιά, ετοιμάζω τη φωτιά, ανάβω τη φωτιά, ετοιμάζω, προετοιμάζω, προπαρασκευάζω, παρασκευάζω, προσχεδιάζω, οργανώνω, σχεδιάζω, ετοιμάζω, προετοιμάζω, συναρμολογώ, προετοιμάζω, προετοιμάζω, ετοιμάζω, φτιάχνω, παρέχω τα εφόδια σε κπ για να κάνει κτ, ετοιμάζω, φτιάχνω, ετοιμάζω, προετοιμάζω, προετοιμάζω, ετοιμάζω, παρασκευάζω, οπλίζω, προετοιμάζω κτ για κτ, ετοιμάζω κτ για κτ, ετοιμάζω, προετοιμάζω, προπονώ, ρίχνω, ετοιμάζω για μαγείρεμα, σχηματίζω, κανονίζω, φτιάχνω, ετοιμάζω, φτιάχνω, βουρτσίζω, χτενίζω, φτιάχνω, κάνω, προδιαθέτω, προετοιμάζω, επηρεάζω, ετοιμάζω, φτιάχνω, κάνω, ετοιμάζω, στήνω, ετοιμάζω κτ στα γρήγορα, ετοιμάζω κτ πρόχειρα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, προετοιμάζω το έδαφος, προετοιμάζω το έδαφος, προετοιμάζω το έδαφος, προετοιμάζω το έδαφος, περιγράφω την κατάσταση, προετοιμάζω κτ για τον χειμώνα, μαζέυω βιαστικά, συγκεντρώνω στα γρήγορα, ετοιμάζω φαγητό, μαγειρεύω, τα μαζεύω, μαγειρεύω, εξοπλίζω, οπλίζω, δείχνω το δρόμο, ανοίγω το δρόμο, καρυκεύω με κάρι, πακετάρω, βάζω σε κουτιά, συσκευάζω, προετοιμασία, προετοιμάζω κπ για κτ, ετοιμάζω κτ για κπ, ετοιμάζω, προετοιμάζω, προετοιμάζω, προετοιμάζω κπ για κτ, προετοιμάζω κπ για να κάνει κτ, Σου την έφερα!, αναμείκτης, αναμείκτρια, προετοιμάζω, προετοιμάζω, προετοιμάζω κπ για κτ, υποβάλλω κπ σε διαγνωστικό έλεγχο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης preparar

ετοιμάζω, προετοιμάζω

verbo transitivo (κάτι (για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Antes de plantar las semillas tienes que preparar el terreno.
Πριν φυτέψεις τους σπόρους, πρέπει να ετοιμάσεις (or: προετοιμάσεις) το έδαφος.

προετοιμάζω

verbo transitivo (κάποιον, κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nadie podía haberme preparado para ver cómo me recibieron cuando abrir la puerta.
Τίποτα δε θα μπορούσε να με προετοιμάσει για το θέαμα που αντίκρυσα μόλις άνοιξα την πόρτα.

ετοιμάζω

(μαγειρεύω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Preparó una deliciosa comida para nosotros.
Μας ετοίμασε ένα υπέροχο γεύμα.

βάζω τη φωτιά, ετοιμάζω τη φωτιά, ανάβω τη φωτιά

verbo transitivo (un fuego)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Preparó una fogata para el grupo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πήγε νωρίτερα για να βάλει τη φωτιά και να βρούμε το σπίτι ζεστό.

ετοιμάζω, προετοιμάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ya he preparado las herramientas para ahorrar tiempo.
Έχω ήδη ετοιμάσει τα εργαλεία μου για να κερδίσω χρόνο αργότερα.

προπαρασκευάζω, παρασκευάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσχεδιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

οργανώνω, σχεδιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Julia quería irse a casa temprano para preparar la cena.
Η Τζούλια σκόπευε να πάει σπίτι νωρίς για να οργανώσει τα του δείπνου.

ετοιμάζω, προετοιμάζω

(música, vídeo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συναρμολογώ

(συνήθως με εργαλεία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La Cruz Roja preparó botiquines de emergencia para las víctimas del terremoto.
Ο Ερυθρός Σταυρός έφτιαξε κουτιά έκτακτης ανάγκης για τα θύματα του σεισμού.

προετοιμάζω

verbo transitivo (cirugía) (για χειρουργείο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Ya prepararon al paciente de la 4c?
Έχει προετοιμαστεί ο ασθενής στο 4Γ;

προετοιμάζω, ετοιμάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Susan intentará preparar un borrador para el viernes.
Η Σούζαν θα προσπαθήσει να προετοιμάσει ένα πρόχειρο σχέδιο μέχρι την Παρασκευή.

φτιάχνω

(για φαγητό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tenemos cebollas, una lata de porotos y una de tomates. Creo que puedo preparar algo con eso.

παρέχω τα εφόδια σε κπ για να κάνει κτ

(educación o físicamente)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi educación no me preparó para lidiar con estos líos.

ετοιμάζω, φτιάχνω

verbo transitivo (γεύμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella preparó la comida para los niños.
Ετοίμασε (or: έφτιαξε) το φαγητό των παιδιών.

ετοιμάζω, προετοιμάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La gente del hotel todavía está preparando la habitación.
Το προσωπικό του ξενοδοχείου ετοιμάζει ακόμα το δωμάτιο.

προετοιμάζω, ετοιμάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Preparen las luces! La obra está por comenzar.
Ετοίμασε τα φώτα! Το έργο είναι έτοιμο να ξεκινήσει.

παρασκευάζω

(με ανάμειξη συστατικών)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voy a preparar unos licuados de frutillas.
Θα φτιάξω μερικά μιλκ σέικ φράουλα.

οπλίζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El cazador preparó el rifle cuando vio el venado.
Ο κυνηγός όπλισε το τουφέκι του όταν είδε το ελάφι.

προετοιμάζω κτ για κτ, ετοιμάζω κτ για κτ

verbo transitivo

Judith preparó la máquina, dejándola lista para arrancar en cuanto se necesitara.
Η Τζούντιθ προετοίμασε το μηχάνημα ώστε να είναι έτοιμο να ξεκινήσει μόλις χρειαζόταν.

ετοιμάζω, προετοιμάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los soldados prepararon la misión.

προπονώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Está preparando su cuerpo para la carrera.
Προετοιμάζει το σώμα του για τον αγώνα.

ρίχνω

(baño)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Déjame que te prepare un baño.

ετοιμάζω για μαγείρεμα

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Primero necesitas preparar el pollo quitándole el exceso de grasa.

σχηματίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los investigadores han formulado un nuevo tratamiento para la enfermedad.

κανονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φτιάχνω, ετοιμάζω

(καφέ, τσάι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Holly hizo una tetera de infusión de hierbas para sus invitados.
Η Χόλλυ έφτιαξε μια τσαγιέρα τσάι από βότανα για τους καλεσμένους της.

φτιάχνω

(για ρόφημα ή ποτό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βουρτσίζω, χτενίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El trabajador del establo cepilló al caballo después del viaje.
Ο σταβλίτης ξύστρισε το άλογο μετά τη βόλτα της.

φτιάχνω, κάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi madre quiere hacer un pastel para mi fiesta.
Η μητέρα μου θέλει να φτιάξει (or: κάνει) μια τούρτα για το πάρτι μου.

προδιαθέτω, προετοιμάζω, επηρεάζω

(ψυχολογικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los políticos están condicionando a la gente para que acepten la política.
Οι πολιτικοί προετοιμάζουν τους ανθρώπους να δεχτούν την πολιτική.

ετοιμάζω, φτιάχνω, κάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Yo haré los tragos, tú mantén a todos entretenidos.

ετοιμάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Yo haré la comida si tú pones la mesa.

στήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El general montó los cañones en la pared.

ετοιμάζω κτ στα γρήγορα, ετοιμάζω κτ πρόχειρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

Jane tuvo que enseñar a sus alumnos de escritura a dar formato a una carta de presentación.

προετοιμάζω το έδαφος

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El propósito de estos primeros encuentros era preparar el camino para lograr la alianza electoral de los dos partidos políticos.

προετοιμάζω το έδαφος

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προετοιμάζω το έδαφος

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los acuerdos económicos prepararon el terreno para una colaboración política plena.
Η οικονομική συμφωνία προετοίμασε το έδαφος για πλήρη πολιτική συνεργασία.

προετοιμάζω το έδαφος

locución verbal (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los hijos mayores a menudo preparan el camino para sus hermanos pequeños, que gozan de más libertad y menos responsabilidades.
Τα μεγαλύτερα παιδιά συνήθως προετοιμάζουν το έδαφος για τα νεότερα αδέρφια τους, στα οποία δίνεται μεγαλύτερη ελευθερία και λιγότερες ευθύνες.

περιγράφω την κατάσταση

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Preparamos bien la escena para que fuera una sorpresa.

προετοιμάζω κτ για τον χειμώνα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαζέυω βιαστικά, συγκεντρώνω στα γρήγορα

(coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Para la cena del jueves por la noche sólo voy a hacer algo a la carrera.

ετοιμάζω φαγητό, μαγειρεύω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Por qué no sacas la basura mientras yo preparo la comida?
Γιατί δεν βγάζεις έξω τα σκουπίδια όσο εγώ θα ετοιμάζω φαγητό;

τα μαζεύω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando Sandra se enteró de que su marido la engañaba le dijo que recogiera sus cosas.

μαγειρεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Su marido va a hacer la comida esta noche.
Ο σύζυγός της θα μαγειρέψει σήμερα.

εξοπλίζω, οπλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los padres deben preparar a sus hijos ante situaciones peligrosas advirtiéndoles sobre los extraños.

δείχνω το δρόμο, ανοίγω το δρόμο

(μεταφορικά: για κάποιον, σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los pioneros en sus carretas con toldo le abrieron el camino a los colonizadores del oeste.

καρυκεύω με κάρι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Prepara el zapallo al curry y sírvelo con arroz.
Καρύκευσε με κάρι την κολοκύθα και σέρβιρε με ρύζι.

πακετάρω, βάζω σε κουτιά, συσκευάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen armó un paquete y lo llevó al correo.

προετοιμασία

locución verbal (béisbol)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se prepara un lanzamiento. Y, es una pelota baja y van dos.

προετοιμάζω κπ για κτ

El profesor está preparando a los estudiantes para el examen.
Ο καθηγητής προετοιμάζει τους μαθητές για το τεστ.

ετοιμάζω κτ για κπ

El gerente de marketing está preparando el informe para el director de la compañía.
Ο διευθυντής μάρκετινγκ ετοιμάζει μια αναφορά για τον γενικό διευθυντή της εταιρείας.

ετοιμάζω

(νεκρό για ταφή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La funeraria va a preparar el cuerpo de mi tía fallecida para que podamos verla mañana.
Το γραφείο κηδειών θα ετοιμάσει αύριο τη νεκρή θεία μου προς πρόθεση.

προετοιμάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La universidad preparó a sus mejores estudiantes para ser ricos y poderosos.
Το πανεπιστήμιο προετοίμαζε τους καλύτερους φοιτητές του να γίνουν πλούσιοι και ισχυροί.

προετοιμάζω

locución verbal (κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El director preparó a Jeff para el puesto de vendedor.
Ο μάνατζερ προετοίμαζε τον Τζεφ για τη θέση στις πωλήσεις.

προετοιμάζω κπ για κτ

Este curso va a preparar a los alumnos para una carrera en marketing.
Αυτό το μάθημα θα προετοιμάσει τους σπουδαστές για μια καριέρα στο μάρκετινγκ.

προετοιμάζω κπ για να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Este curso va a preparar a los alumnos para enseñar en nivel secundario.
Αυτό το μάθημα θα προετοιμάσει τους σπουδαστές για να διδάξουν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Σου την έφερα!

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναμείκτης, αναμείκτρια

(άτομο)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Si hablamos de sabores de té creativos, Celia prepara unas mezclas excelentes.

προετοιμάζω

(κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La experiencia te preparará para el trabajo.

προετοιμάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bethany quiere entrar a Oxford o Cambridge, así que su maestro la está preparando.

προετοιμάζω κπ για κτ

locución verbal

El maestro de Bethany la está preparando para entrar a Oxford o Cambridge.

υποβάλλω κπ σε διαγνωστικό έλεγχο

locución verbal (ιατρική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La doctora diagnosticó a la paciente con detalle para encontrar
Η γιατρός υπέβαλε την ασθενή σε πλήρη διαγνωστικό έλεγχο, προκειμένου να βρει την αιτία του προβλήματος.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του preparar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.