Τι σημαίνει το prompt στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης prompt στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του prompt στο Αγγλικά.
Η λέξη prompt στο Αγγλικά σημαίνει γρήγορος, ταχύς, άμεσος, υπενθύμιση, υπενθυμίζω την ατάκα σε κπ, βοηθάω, βοηθώ, παρακινώ, προτρέπω, ενθαρρύνω, ακριβώς, εντολή, υπενθύμιση, κίνητρο, θέμα, προκαλώ, επιφέρω, θέμα έκθεσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης prompt
γρήγορος, ταχύς, άμεσοςadjective (quick) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I had to call a plumber last week, and I was very impressed at how prompt his response was. Χρειάστηκε να φωνάξω έναν υδραυλικό την περασμένη εβδομάδα και εντυπωσιάστηκα πολύ από το πόσο άμεση ήταν η ανταπόκρισή του. |
υπενθύμισηnoun (theater: cue) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mary forgot her line and needed a prompt. Η Μαίρη ξέχασε την ατάκα της και χρειάστηκε μια υπόδειξη. |
υπενθυμίζω την ατάκα σε κπtransitive verb (give a cue to [sb]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) When Ian forgot his line, the stage manager prompted him. Όταν ο Ίαν ξέχασε την ατάκα του, του την υπενθύμισε ο διευθυντής της σκηνής. |
βοηθάω, βοηθώtransitive verb (refresh [sb]'s memory) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) When Gary couldn't remember the word, his teacher prompted him. Όταν Γκάρι δεν μπορούσε να θυμηθεί τη λέξη, του την υπενθύμισε ο δάσκαλός του. |
παρακινώ, προτρέπω, ενθαρρύνωverbal expression (encourage [sb] to do [sth]) (κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It was James's mother who prompted him to apply for university courses. Η μητέρα του Τζέιμς ήταν εκείνη που τον παρακίνησε να κάνει αίτηση για μαθήματα στο πανεπιστήμιο. |
ακριβώςadverb (informal (punctually) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Be there at twelve noon, prompt. Να είσαι εκεί στις δώδεκα το μεσημέρι ακριβώς. |
εντολήnoun (computing: request for input) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) At the prompt, enter a search term. |
υπενθύμισηnoun (cue to elicit response) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The teacher used prompts to encourage the students to use the new vocabulary they had learned. |
κίνητροnoun (stimulus) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The lack of business this month was just the prompt Olivia needed to start building a marketing strategy. |
θέμαnoun (US (writing topic) (έκθεσης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
προκαλώ, επιφέρωtransitive verb (give rise to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The minister's resignation is bound to prompt debate as to the reasons behind it. |
θέμα έκθεσηςnoun (US (topic to write about) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The literature teacher assigned a writing prompt about one of Joseph Conrad's novels. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του prompt στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του prompt
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.