Τι σημαίνει το problem στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης problem στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του problem στο Αγγλικά.
Η λέξη problem στο Αγγλικά σημαίνει πρόβλημα, πρόβλημα, ζήτημα, θέμα, άσκηση, λύση, απάντηση, πρόβλημα υγείας, στεγαστική ανεπάρκεια, Τίποτα!, Κανένα πρόβλημα!, πρόβλημα επιδόσεων, ακανθώδες πρόβλημα, ακανθώδες ζήτημα, προβληματικό παιδί, αλκοολισμός, αλκοολισμός, σελίδα προβλημάτων αναγνωστών, αυτός που λύνει προβλήματα, επίλυση προβλημάτων, λύνω προβλήματα, επίλυση προβλημάτων, ακανθώδες πρόβλημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης problem
πρόβλημαnoun (difficulty) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) That car's caused nothing but problems. Αυτό το αυτοκίνητο μας δημιούργησε μόνο προβλήματα. |
πρόβλημα, ζήτημα, θέμαnoun (question) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We need to address the problem of anti-social behaviour on our streets. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της αντικοινωνικής συμπεριφοράς στους δρόμους. |
άσκησηnoun (mathematics, logic: question) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I have a series of maths problems to do for homework. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο δάσκαλος μας έβαλε ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα στα μαθηματικά και κανείς δεν βρήκε τη λύση. |
λύση, απάντησηnoun (solution) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The answer to the problem may be quite simple. Η λύση μπορεί να είναι πολύ απλή. |
πρόβλημα υγείαςnoun (ailment or disorder) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) I have stopped hiking because I have a number of age-related health problems. |
στεγαστική ανεπάρκειαnoun (shortage of housing) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Τίποτα!interjection (informal (You're welcome! Don't mention it!) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) A: Thanks for washing the car for me. B: No problem. Α: Ευχαριστώ που μου έπλυνες το αυτοκίνητο. Β: Δεν κάνει τίποτα! |
Κανένα πρόβλημα!interjection (informal (Certainly! Of course!) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) A: This radio doesn't work - I want a refund! B: Certainly, Sir - no problem! Το ραδιόφωνο δεν λειτουργεί, θέλω τα χρήματά μου πίσω! Βεβαίως κύριε, κανένα πρόβλημα! |
πρόβλημα επιδόσεωνnoun (business: failure to reach targets) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ακανθώδες πρόβλημα, ακανθώδες ζήτημαnoun (figurative, informal ([sth] difficult to solve) (μεταφορικά) Firing a family member is a prickly problem. |
προβληματικό παιδίnoun (difficult or unruly child) He's always been a problem child. |
αλκοολισμόςnoun (alcoholism) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Problem drinking is rife in the United Kingdom. |
αλκοολισμόςnoun (binge drinking, excess alcohol consumption) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) According to the study, sorority life for college students often leads to problem drinking. |
σελίδα προβλημάτων αναγνωστώνnoun (newspaper section) (σε εφημερίδα) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αυτός που λύνει προβλήματαnoun ([sb] who finds solutions) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επίλυση προβλημάτωνnoun (process of finding solutions) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The right side of the brain is used in problem solving. Η δεξιά πλευρά του εγκεφάλου χρησιμοποιείται για την επίλυση προβλημάτων. |
λύνω προβλήματαintransitive verb (find solutions) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επίλυση προβλημάτωνadjective (skills, process: of finding solutions) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Maria can help me out in whatever situation thanks to her great problem-solving skills. |
ακανθώδες πρόβλημαnoun (figurative, informal (tricky or troublesome situation) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The issue of financing public education is a thorny problem. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του problem στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του problem
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.