Τι σημαίνει το ser στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ser στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ser στο πορτογαλικά.

Η λέξη ser στο πορτογαλικά σημαίνει είμαι, είμαι, είμαι, -, κάνω, είναι, να είσαι, να είστε, είμαι, -, ον, πλάσμα, ύπαρξη, είναι, πάω πίσω, κατάγομαι, προέρχομαι, είναι, είμαι, πλάση, που μπορεί να επαναληφθεί, μεταπωλήσιμος, οφειλόμενος, θεωρούμαι, ιχνηλασιμότητα, είμαι ψωνισμένος, κορδώνομαι, με τρώνε, με καθαρίζουν, σχετίζομαι, αρμόζω σε, υπερέχω σε βαθμό, προηγούμαι, βοηθώ, αποτρέπω, αποθαρρύνω, παίρνω θέση ενάντια σε κπ/κτ, γίνομαι ξαφνικά επιτυχία σε κπ/κτ, σέρνομαι, κρέμομαι, πέφτω, κάνω οικονομία, πάσχω από κτ, επιστρέφω σε κπ, τριβελίζω, είμαι νταβατζής, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ενίσταμαι, εργάζομαι ως μοντέλο, καρύδι, παίζομαι, παίζω, περνάω, περνώ, ξεσπάω, επιστρέφομαι, περνάω, περνώ, επιτρέπω, εισάγω, στέφω κπ κτ, προσέχω, ίσως να, μπορεί να, που δεν ρωτήθηκε, που μπορεί να γεφυρωθεί, που συγχέεται εύκολα με κάτι άλλο, μη αποσπώμενος, μη αφαιρούμενος, μη ανταλλάξιμος, ακηλίδωτος, αναβιώσιμος, περιστρεφόμενος, φθαρμένος, μακρινός συγγενής, αξέχαστος, δεν γεμίζω το μάτι σε κπ, από άλλον κόσμο, όπως θα έπρεπε να είναι, όπως θα έπρεπε να είναι η κατάσταση, λύση ανάγκης, απατηλός, παραπλανητικός, δύσκολος, ανεπαρκής, που δεν προορίζεται για δημοσίευση, για περιορισμένο κοινό, που δεν προορίζεται για δημοσίευση, για περιορισμένο κοινό, όχι αρκετά καλός, μεταχειρισμένος, δεύτερο χέρι, δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται, δεν είναι κι άσχημα, όχι κι άσχημα, καλούτσικα, προς επιβεβαίωση, κυριεύομαι από κτ, καταλαμβάνομαι από κτ, ντροπαλός με την κάμερα, ακατάλληλος για αναπνοή, που μπορεί να κλείσει, στον αέρα, στην πραγματικότητα, εκτός, θα μπορούσε να, άσχετος με, όλα γίνονται για καλό, απίθανος, σπάνιος, προς επιβεβαίωση, πρόκειται να ανακοινωθεί, τα καταφέρνω, ξεκόλλα, Ίσως, ευτελές ποσό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ser

είμαι

verbo de ligação

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Minha mãe é baixa.
Η μητέρα μου είναι κοντή.

είμαι

verbo de ligação (evento: ocorrer)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
O jogo é às oito horas.
Το έργο είναι στις οχτώ.

είμαι

verbo de ligação

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Ela é policial.
Είναι αστυνομικός.

-

verbo auxiliar (com particípio: voz passiva) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Minha carteira foi roubada ontem.
Το πορτοφόλι μου εκλάπη χθες.

κάνω

verbo de ligação (custar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
São sete dólares. Serão dez libras, por favor.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Κάνει εφτά δολάρια.

είναι

(γ' πρόσωπο: η ώρα)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
São oito e meia.

να είσαι, να είστε

(προστακτική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esteja calado!

είμαι

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Estou tonto após a volta na montanha-russa.

-

(passado) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Meus companheiros e eu não estávamos quando o proprietário chamou para recolher o aluguel.
Οι συγκάτοικοί μου κι εγώ δεν ήμαστε στο σπίτι, όταν τηλεφώνησε ο σπιτονοικοκύρης μας, για να έρθει να εισπράξει το νοίκι.

ον, πλάσμα

substantivo masculino (ζωντανός οργανισμός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Muitas pessoas acreditam que a galáxia está cheia de seres inteligentes.
Πολλοί πιστεύουν ότι ο γαλαξίας είναι γεμάτος από νοήμονα όντα.

ύπαρξη

substantivo masculino (filosofia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Filósofos debatem o sentido do ser.
Οι φιλόσοφοι εξετάζουν τη σημασία της ύπαρξης.

είναι

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Theresa odeia gente mentirosa com todas as partes do seu ser.
Η Τερέζα μισεί τους ψεύτες με όλο της το είναι.

πάω πίσω

(στο παρελθόν)

As memórias da minha avó são de muito tempo atrás.
Οι αναμνήσεις της γιαγιάς μου πάνε πολύ πίσω.

κατάγομαι, προέρχομαι

(ser nativo de) (από κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A mãe de Kelsey vem do Canadá.

είναι

(contração este/esta/isto) (αυτό είναι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
É quase hora de irmos.
Είναι σχεδόν ώρα να φύγουμε.

είμαι

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Você vai estar em casa hoje?
Θα είσαι σπίτι σήμερα;

πλάση

(ποιητικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Em toda a existência, jamais vi uma paisagem tão bonita.

που μπορεί να επαναληφθεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεταπωλήσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

οφειλόμενος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

θεωρούμαι

(ότι είμαι κπ/κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ιχνηλασιμότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

είμαι ψωνισμένος

(καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

κορδώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

με τρώνε, με καθαρίζουν

(αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Άκουσα ότι τον ξάδερφο του Ντάνι τον καθαρίσανε.

σχετίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αρμόζω σε

υπερέχω σε βαθμό

(alguém)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

προηγούμαι

(με γενική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βοηθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποτρέπω, αποθαρρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não quero desencorajar você, mas essa marca de carro que você está pensando em comprar tem uma manutenção muito difícil.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν θέλω να σε αποτρέψω αλλά αυτό το είδος αυτοκινήτου που σκέφτεσαι να αγοράσεις είναι πολύ δύσκολο να το συντηρήσεις.

παίρνω θέση ενάντια σε κπ/κτ

(opinião contrária)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Você vai se opor à repressão do governo a imprensa?

γίνομαι ξαφνικά επιτυχία σε κπ/κτ

(figurado, informal: sucesso súbito)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σέρνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu não sabia que minha encharpe arrastava-se pelo chão. Agora está imunda!
Δεν ήξερα πως το κασκόλ μου σερνόταν στο πάτωμα. Τώρα είναι μέσα στη βρώμα!

κρέμομαι, πέφτω

(a roupa)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela vestiu um casaco que afofava acima da cintura.
Φορούσε ένα παλτό που φούσκωνε πάνω από τη μέση.

κάνω οικονομία

(ser econômico ou mesquinho) (σε κάτι)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

πάσχω από κτ

(estar doente com)

Ele sofreu de diabetes a vida inteira.
Όλη του τη ζωή έπασχε από διαβήτη.

επιστρέφω σε κπ

τριβελίζω

(figurado) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι νταβατζής

(BRA, cafetão)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενίσταμαι

(λόγιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você quer construir uma estrada através da reserva natural? Eu objeto!
Θέλεις να ανοίξεις δρόμο μέσα από το καταφύγιο άγριας ζωής; Λοιπόν, ενίσταμαι!

εργάζομαι ως μοντέλο

(trabalhar como modelo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ela modelou profissionalmente por três anos.
Εργάστηκε ως επαγγελματίας μοντέλο για τρία χρόνια.

καρύδι

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aquele cara é um osso duro de roer.
Αυτός ο τύπος είναι σκληρό καρύδι.

παίζομαι, παίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O que está passando hoje?
Τι παίζει απόψε;

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O cartão de aniversário passou de pessoa para pessoa.

ξεσπάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Perguntei à Pippa se não tinha problema, mas ela esbravejou; acho que é melhor deixar ela quieta por enquanto.

επιστρέφομαι

(figurado, informal) (ακάλυπτη επιταγή)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O cheque voltou, pois ele não tinha saldo suficiente na conta.

περνάω, περνώ

(informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"Como foi o teste?" "Passei!"

επιτρέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode receber gastos de viagens.

εισάγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στέφω κπ κτ

(monarquia)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Ελισάβετ Τυδώρ στέφθηκε βασίλισσα το 1559.

προσέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ίσως να, μπορεί να

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που δεν ρωτήθηκε

(pergunta: não expressa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που μπορεί να γεφυρωθεί

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που συγχέεται εύκολα με κάτι άλλο

locução adjetiva

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μη αποσπώμενος, μη αφαιρούμενος

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μη ανταλλάξιμος

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακηλίδωτος

locução adjetiva (και μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αναβιώσιμος

expressão

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

περιστρεφόμενος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

φθαρμένος

locução adjetiva (για προϊόντα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μακρινός συγγενής

expressão

Τα κουνέλια είναι μακρινοί συγγενείς των αρουραίων. Όσοι είναι μακρινοί συγγενείς μπορούν να παντρευτούν μεταξύ τους, ενώ όσοι έχουν στενή συγγένεια όχι.

αξέχαστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δεν γεμίζω το μάτι σε κπ

expressão (figurado, de aparência desinteressante) (μεταφορικά, προφορικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δεν είναι εντυπωσιακό. Είμαι, όμως, το σπιτικό μας.

από άλλον κόσμο

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όπως θα έπρεπε να είναι

locução adverbial (o estado apropriado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ela completou a sua inspeção e concluiu que estava tudo como deve ser.

όπως θα έπρεπε να είναι η κατάσταση

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

λύση ανάγκης

locução adjetiva

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

απατηλός, παραπλανητικός

(enganoso, fraudulento)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δύσκολος

(difícil)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανεπαρκής

locução adjetiva (insuficiente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δεν προορίζεται για δημοσίευση, για περιορισμένο κοινό

(confidencial, secreto)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που δεν προορίζεται για δημοσίευση, για περιορισμένο κοινό

(confidencial, secreto)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όχι αρκετά καλός

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεταχειρισμένος, δεύτερο χέρι

(usado, de segunda mão)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται

(proibido)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν είναι κι άσχημα, όχι κι άσχημα, καλούτσικα

locução adjetiva (melhor do que esperado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Νόμιζα πως θα μισήσω την καινούργια μου δουλειά αλλά δεν είναι κι άσχημα.

προς επιβεβαίωση

locução adjetiva (ainda não oficialmente definido)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

κυριεύομαι από κτ, καταλαμβάνομαι από κτ

(figurado) (μεταφορικά)

Ela foi tomada por um desejo por alcachofras.
Την έπιασε ξαφνικά επιθυμία για αγκινάρες.

ντροπαλός με την κάμερα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακατάλληλος για αναπνοή

locução adjetiva (ar)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

που μπορεί να κλείσει

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στον αέρα

(em estado de incerteza) (μεταφορικά: αβέβαιος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στην πραγματικότητα

(em verdade)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Para ser honesto, eu sabia que o teste seria difícil.

εκτός

(salvo se)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Vamos à loja agora, a não ser que você tenha uma idéia melhor.
Πάμε τώρα στο κατάστημα, εκτός κι αν έχεις καμιά καλύτερη ιδέα.

θα μπορούσε να

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άσχετος με

Se ele é ou não casado está fora de questão.
Το αν είναι παντρεμένος ή όχι είναι άσχετο.

όλα γίνονται για καλό

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απίθανος, σπάνιος

locução verbal (inesperado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Τα δώρα από αυτούς είναι σπάνια.

προς επιβεβαίωση

locução adjetiva

πρόκειται να ανακοινωθεί

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα καταφέρνω

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεκόλλα

(αργκό)

Ίσως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"Você acha que o vizinho é o assassino?" "É bem possível."
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês «Πιστεύεις ότι δεν σηκώνει το τηλέφωνο επειδή είναι θυμωμένος μαζί μου;» «Θα μπορούσε.»

ευτελές ποσό

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ser στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του ser

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.