Τι σημαίνει το serio στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης serio στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του serio στο ισπανικά.
Η λέξη serio στο ισπανικά σημαίνει σοβαρός, σοβαρός, σοβαρός, σοβαρός, σοβαρός, κρίσιμος, σοβαρός, σοβαρός, αγέλαστος, σοβαρός, σοβαρός, σοβαρός, αυστηρός, βαρύς, αυστηρός, σκληρός, έντονος, βαθύς, θλιβερός, στενάχωρος, σοβαρός, ανέκφραστος, σοβαρός, αξιοπρεπής, σοβαρός, συντηρητικός, επαγγελματίας, σοβαρός, βλοσυρός, νηφάλιος, κακός, μελαγχολικός, ειλικρινής, ειλικρινής, μόνιμος, βαθύς, σταθερός, λογικός, σοβαρά, ειλικρινά, προσέχω πολύ κτ, σοβαρά τώρα, φτιάνω, -, πιο ελαφρύς, σχεδόν σοβαρός, με κάθε σοβαρότητα, Τι λες!, Τι μου λες!, Τι λες τώρα!, Τι είπες τώρα, σοβαρή περίπτωση, σοβαρή εφημερίδα, ηθοποιός σε κωμικό δίδυμο, δεν αντέχω, δεν στέκω, βγαίνω με κάποιον, παίρνω κτ στα σοβαρά, αλήθεια, σοβαρά, εμπόδιο, παίρνω κτ σοβαρά, κάνω κάτι καλά, συννεφιάζω, σκυθρωπιάζω, κατσουφιάζω, στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, παίρνω κπ/κτ στα σοβαρά, παίρνω αυστηρά μέτρα εναντίον, εννοώ, απόλυτα σοβαρός, απολύτως σοβαρός, έτσι, Σοβαρά;, Αλήθεια;, μιλάω σοβαρά, κάνω κπ να σοβαρέψει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης serio
σοβαρόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ¿Podemos tener una conversación seria sin que hagas chistes todo el tiempo? |
σοβαρόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cuando los niños vieron la expresión seria de Helena supieron que estaban en problemas. |
σοβαρόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es una situación seria y él la está tratando como tal. Πρόκειται για μια σοβαρή κατάσταση και την αντιμετωπίζει ως τέτοια. |
σοβαρόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Él se pone muy serio cuando está trabajando. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Φαίνεσαι πολύ σοβαρός, όταν διαβάζεις. |
σοβαρός, κρίσιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La condición del paciente es seria, pero se espera que viva. |
σοβαρόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Adam es un joven serio que no tiene tiempo para bromas. Ο Άνταμ είναι ένας σοβαρός νέος άντρας που δεν έχει χρόνο για αστεία. |
σοβαρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El juez estaba muy serio mientras leía la sentencia. Ο δικαστής ήταν πολύ σοβαρός καθώς διάβαζε την απόφαση του δικαστηρίου. |
αγέλαστος, σοβαρός(de aspecto) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σοβαρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σοβαρός, αυστηρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La actitud tan seria de Ellen puede hacer que mucha gente se sienta nerviosa. Οι αυστηροί τρόποι της Έλεν μπορούν να αγχώσουν τους άλλους. |
βαρύς(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El gobierno está tomando medidas para abordar el serio problema del desempleo juvenil. |
αυστηρός, σκληρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Harriet era una mujer alta con cara seria. La gente se ponía un poco incómoda cuando la conocía, aunque, en realidad, era una persona muy amable. Η Χάριετ ήταν μια ψηλή γυναίκα με αυστηρό πρόσωπο. Ο κόσμος συχνά ένιωθε άγχος όταν τη γνώριζε, αλλά στην πραγματικότητα ήταν πολύ καλή. |
έντονοςadjetivo (tenso) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Después de serias negociaciones, el abogado de Dan consiguió resolver el caso fuera del tribunal. Μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις, ο δικηγόρος του Νταμ κατάφερε να διευθετήσει την υπόθεση εξωδικαστικά. |
βαθύςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ésa es una reflexión muy seria, compadre. |
θλιβερός, στενάχωροςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La muerte en la familia condujo a que se discutieran algunos asuntos serios. |
σοβαρόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Me lo dijo con una cara muy seria, no creo que estuviera bromeando. |
ανέκφραστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σοβαρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Josh tenía una gripe muy fuerte y se tuvo que ir a casa. Ο Τζος είχε άσχημη γρίπη και έπρεπε να πάει σπίτι. |
αξιοπρεπής(άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Incluso cuando era muy viejo tenía una apariencia digna. |
σοβαρός(αυστηρός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lucía tan sombría que le pregunté qué pasaba. Έδειχνε τόσο σοβαρή που τη ρώτησα τι συμβαίνει. |
συντηρητικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επαγγελματίας
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El Sr. Matthews siempre es formal cuando trata con clientes. |
σοβαρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Las circunstancias en la guerra actual son muy graves. Η κατάσταση στον σημερινό πόλεμο είναι πολύ σοβαρή. |
βλοσυρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El policía estaba adusto mientras escribía la multa. Ο αστυνομικός φαινόταν βλοσυρός ενώ έκοβε την κλήση. |
νηφάλιος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La actitud sobria de Marion la convierte en una buena persona a la que pedirle consejo. Η νηφάλια άποψη της Μάριον την κάνει κατάλληλο άτομο για να ζητήσεις συμβουλές. |
κακός, μελαγχολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ¿Qué te ha puesto de ese humor tan sombrío esta mañana? Τι σου έφερε τόσο μελαγχολική διάθεση σήμερα το πρωί; |
ειλικρινής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Linda pidió perdón de manera sincera. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η απολογία του Κώστα δεν ήταν ειλικρινής και η Μαρία εκνευρίστηκε ακόμα περισσότερο μαζί του. |
ειλικρινής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) En un discurso solemne, pidió a Naciones Unidas que respaldara las sanciones. |
μόνιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Josh y Chris tienen una relación estable desde hace tres años. |
βαθύς(μεταφορικά: ύπνος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Estaba en un sueño profundo y no lo podían despertar. Βρίσκονταν σε βαθύ ύπνο και δεν τον ξύπναγε κανείς. |
σταθερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Wendy es una persona estable, puedes confiar en ella para mantenerse tranquila durante una crisis. |
λογικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σοβαρά, ειλικρινά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Si se lo pides seriamente, va a estar encantada de ayudar. |
προσέχω πολύ κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ella se preocupa por su apariencia, su ropa siempre está impecable. Προσέχει πολύ την εμφάνισή της. Τα ρούχα της είναι πάντα άψογα. |
σοβαρά τώρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Francamente! ¿Puedes estar callado diez minutos para que pueda pensar? |
φτιάνω(διάθεση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cuando mi hija está triste le hago cosquillas hasta que su expresión se relaja. |
-(enfático) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) ¡Yo sí te amo, honestamente! ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Να έρθεις σίγουρα να μας κάνεις επίσκεψη! Σε αγαπάω, αλήθεια λέω! |
πιο ελαφρύς(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tom había tenido un día duro y quería ver una película de estilo ligero en vez de la que Mary había escogido el día anterior. |
σχεδόν σοβαρός(άτομο) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
με κάθε σοβαρότηταlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) En serio, creo que ella tiene un punto. |
Τι λες!, Τι μου λες!, Τι λες τώρα!, Τι είπες τώρα
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
σοβαρή περίπτωση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi hermano tiene un caso grave de sarampión. |
σοβαρή εφημερίδα(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El País se considera un periódico serio de España. |
ηθοποιός σε κωμικό δίδυμο(comedia) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
δεν αντέχω, δεν στέκωlocución verbal (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando los expertos realizaron pruebas en el dinero falso, no resistió un análisis serio. |
βγαίνω με κάποιονlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sheila y Marcos van en serio hace seis meses. |
παίρνω κτ στα σοβαράlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Parece que el gobierno no se toma en serio el calentamiento global. |
αλήθεια, σοβαρά(έκπληξη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡No me digas! ¿De verdad vas a hacer eso? Αλήθεια (or: Σοβαρά); Σκοπεύεις στ' αλήθεια να το κάνεις; |
εμπόδιο(negocios, proyectos) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παίρνω κτ σοβαρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hizo caso de todos los consejos y procuró ser mejor persona. |
κάνω κάτι καλά(coloquial) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El artista le ha puesto muchísimo empeño al mural: es enorme y muy detallado. Ο καλλιτέχνης έκανε καλά την τοιχογραφία· είναι τεράστια και με λεπτομέρειες. |
συννεφιάζω, σκυθρωπιάζω, κατσουφιάζωlocución verbal (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Al pensar en la enfermedad de su esposa, Juan, que es normalmente alegre y abierto, se puso serio. |
στρώνω τον κώλο μου στη δουλειάlocución verbal (αργκό, προσβλητικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω κπ/κτ στα σοβαράlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ruby se tomó en serio la amenaza del hombre y lo reportó a la policía. |
παίρνω αυστηρά μέτρα εναντίον
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El director está empezando a tomar medidas contra las ausencias injustificadas. Ο διευθυντής αρχίζει να παίρνει αυστηρά μέτρα εναντίον όσων κάνουν αδικαιολόγητες απουσίες. |
εννοώlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hablo en serio cuando digo que eres hermosa. Το εννοώ πραγματικά όταν λέω ότι είσαι όμορφη. |
απόλυτα σοβαρός, απολύτως σοβαρόςlocución adjetiva (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
έτσι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ese coche es más bonito que el tuyo. ¡De verdad! Αυτό το αυτοκίνητο είναι πιο ωραίο από το δικό σου. Έτσι είναι! |
Σοβαρά;, Αλήθεια;
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¿Viste las luces que parpadeaban en el cielo? ¿En serio? |
μιλάω σοβαρά
|
κάνω κπ να σοβαρέψει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La noticia de la muerte de su amigo volvió más seria a Katherine. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του serio στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του serio
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.