Τι σημαίνει το sévère στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sévère στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sévère στο Γαλλικά.

Η λέξη sévère στο Γαλλικά σημαίνει αυστηρός, σοβαρός, απαρέγκλιτος, αυστηρός, σοβαρός, αυστηρός, σκληρός, αυστηρός, αυστηρός, σκληρός, επικριτικός, κατηγορητικός, άγριος, βλοσυρός, αυστηρός, σκληρός, σοβαρός, αυστηρός, σκληρός, καταπιεστικός, απότομος, σκληρός, αυστηρός, υπερβολικός, άμετρος, ακραίος, καυστικός, αυστηρός, σκληρός, τραχύς, άγριος, σκληρός, απότομος, αυστηρός, καυστικός, δριμύς, βλοσυρός, σκληρή πολιτική, σκληρή τιμωρία, είμαι λιγότερο αυστηρός με κπ, είμαι σκληρός με κπ, είμαι αυστηρός με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sévère

αυστηρός

adjectif (personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai un professeur très strict (or: sévère) qui ne tolère aucune plaisanterie.
Ο δάσκαλός μου είναι πολύ αυστηρός και δεν ανέχεται αστεία.

σοβαρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quand les enfants ont vu l'expression sérieuse d'Helena, ils ont compris qu'ils allaient avoir des problèmes.

απαρέγκλιτος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les membres de l'équipe doivent suivre des règles très strictes (or: sévères).
Υπάρχουν απαρέγκλιτες προϋποθέσεις για όλα τα μέλη της ομάδας.

αυστηρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'attitude de Mlle Tully était sévère, même les autres enseignants avaient peur d'elle.

σοβαρός, αυστηρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'air sévère d'Ellen peut rendre les gens nerveux.
Οι αυστηροί τρόποι της Έλεν μπορούν να αγχώσουν τους άλλους.

σκληρός, αυστηρός

adjectif (punition, sanction)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le père de James lui a dit de s'attendre à une punition sévère pour son mauvais comportement aujourd'hui.
Ο πατέρας του Τζέιμς του είπε να περιμένει σκληρή (or: αυστηρή) τιμωρία για την κακή συμπεριφορά του εκείνη τη μέρα.

αυστηρός

adjectif (punition, sanction)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le juge rendit un jugement sévère contre le criminel.

σκληρός

adjectif (personne) (τρόποι: κακός, συμπεριφορά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle était trop sévère avec ses enfants. Elle aurait dû être plus aimante.
Ήταν πολύ σκληρή με τα παιδιά. Θα έπρεπε να τους φέρεται καλύτερα.

επικριτικός, κατηγορητικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άγριος, βλοσυρός

adjectif (regard)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le professeur a jeté un regard sévère (or: dur) à l'élève désobéissant.
Ο δάσκαλος έριξε στον άτακτο μαθητή ένα αυστηρό βλέμμα.

αυστηρός, σκληρός

adjectif (apparence)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Harriet était une grande femme au visage sévère ; les gens étaient souvent nerveux lorsqu'ils la rencontraient, mais elle était en fait très gentille.
Η Χάριετ ήταν μια ψηλή γυναίκα με αυστηρό πρόσωπο. Ο κόσμος συχνά ένιωθε άγχος όταν τη γνώριζε, αλλά στην πραγματικότητα ήταν πολύ καλή.

σοβαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο Τζος είχε άσχημη γρίπη και έπρεπε να πάει σπίτι.

αυστηρός, σκληρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le père d'Alice était un homme strict qui s'attendait à ce que ses enfants lui obéissent tout le temps.
Ο πατέρας της Άλις ήταν ένας βλοσυρός άνδρας που ήθελε τα παιδιά του να τον υπακούν συνέχεια.

καταπιεστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απότομος

(moralement)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Son caractère dur lui a coûté son dernier emploi.

σκληρός, αυστηρός

(réduction)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπερβολικός, άμετρος, ακραίος

adjectif (climat)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καυστικός

adjectif (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυστηρός

adjectif (με κάποιον)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est trop dur (or: sévère) avec ses enfants.

σκληρός, τραχύς

(voix)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tu as un ton très sec quand tu parles de choses qui t'énervent.

άγριος, σκληρός, απότομος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est extrêmement dur (or: sévère) avec ses enfants.

αυστηρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Geraldine a des goûts plutôt austères (or: sévères) en terme de vêtements.

καυστικός, δριμύς

adjectif (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βλοσυρός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκληρή πολιτική

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκληρή τιμωρία

nom féminin

είμαι λιγότερο αυστηρός με κπ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu vas voir que si tu es moins sévère avec elle, elle va mieux se conduire.

είμαι σκληρός με κπ, είμαι αυστηρός με κπ

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Mes parents étaient durs avec moi quand j'étais jeune.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sévère στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.