Τι σημαίνει το severo στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης severo στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του severo στο πορτογαλικά.

Η λέξη severo στο πορτογαλικά σημαίνει σοβαρός, βλοσυρός, σοβαρός, αυστηρός, καταπιεστικός, άγριος, βλοσυρός, σοβαρός, σκληρός, αυστηρός, αυστηρός, αυστηρός, είμαι σκληρός με κπ, είμαι αυστηρός με κπ, αυστηρός, σκληρός, σκληρόκαρδος, σοβαρός, αιχμηρός, καυστικός, αυστηρός, αυστηρός, σκληρός, άσχημος, δυνατός, έντονος, καυστικός, δριμύς, επικριτικός, κατηγορητικός, άτεγκτος, αυστηρός, βαρύς, αυστηρός, σκληρή τιμωρία, με ψυχρό βλέμμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης severo

σοβαρός

adjetivo (muito ruim)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Josh estava sofrendo de uma gripe severa e teve que ir para casa.
Ο Τζος είχε άσχημη γρίπη και έπρεπε να πάει σπίτι.

βλοσυρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O policial tinha um olhar severo enquanto anotava a multa.
Ο αστυνομικός φαινόταν βλοσυρός ενώ έκοβε την κλήση.

σοβαρός, αυστηρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A maneira austera de Ellen pode deixar as pessoas bem nervosas.
Οι αυστηροί τρόποι της Έλεν μπορούν να αγχώσουν τους άλλους.

καταπιεστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άγριος, βλοσυρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A professora lançou um olhar severo ao aluno malcomportado.
Ο δάσκαλος έριξε στον άτακτο μαθητή ένα αυστηρό βλέμμα.

σοβαρός

adjetivo (expressão séria)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quando Sean chegou em casa às duas da manhã, encontrou sua mãe esperando por ele com um olhar severo em seu rosto.
Όταν ο Σων γύρισε σπίτι στις δύο τα ξημερώματα, βρήκε τη μητέρα του να τον περιμένει με μια σοβαρή έκφραση.

σκληρός, αυστηρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O pai de James lhe disse para esperar uma punição severa por seu mau comportamento naquele dia.
Ο πατέρας του Τζέιμς του είπε να περιμένει σκληρή (or: αυστηρή) τιμωρία για την κακή συμπεριφορά του εκείνη τη μέρα.

αυστηρός

adjetivo (με κάποιον)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele é muito severo com os filhos.

αυστηρός

adjetivo (punição)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O juiz impôs uma pena severa ao criminoso.

είμαι σκληρός με κπ, είμαι αυστηρός με κπ

adjetivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Meus pais eram severos comigo na adolescência.

αυστηρός

(pessoa)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tenho um professor muito severo (or: rigoroso) que não tolera piadas de jeito algum.
Ο δάσκαλός μου είναι πολύ αυστηρός και δεν ανέχεται αστεία.

σκληρός, σκληρόκαρδος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A senhora idosa raramente mostrava qualquer emoção e as pessoas diziam que ela era severa.
Η ηλικιωμένη γυναίκα σπάνια εκδήλωνε συναισθήματα και ο κόσμος τη θεωρούσε σκληρόκαρδη.

σοβαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
As circunstâncias na atual guerra são muito graves.
Η κατάσταση στον σημερινό πόλεμο είναι πολύ σοβαρή.

αιχμηρός, καυστικός

(figurado) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ben fez uma ressalva mordaz sobre pessoas que esperam que tudo seja feito por elas.
Ο Μπεν έκανε ένα αιχμηρό σχόλιο για τους ανθρώπους που περιμένουν τα πάντα στο χέρι.

αυστηρός

(figurativo) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυστηρός, σκληρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Harriet era uma mulher alta, com um rosto austero; as pessoas frequentemente se sentiam nervosas quando a conheciam, mas, na verdade, ela é muito bondosa.
Η Χάριετ ήταν μια ψηλή γυναίκα με αυστηρό πρόσωπο. Ο κόσμος συχνά ένιωθε άγχος όταν τη γνώριζε, αλλά στην πραγματικότητα ήταν πολύ καλή.

άσχημος, δυνατός, έντονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tome estes analgésicos se a dor ficar ruim demais.
Πάρε αυτά τα παυσίπονα εάν ο πόνος γίνει πολύ δυνατός.

καυστικός, δριμύς

(figurado) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επικριτικός, κατηγορητικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άτεγκτος, αυστηρός

adjetivo (personalidade)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βαρύς

adjetivo (de grande intensidade)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Surdez profunda não precisa ser uma barreira para uma boa educação.
Η βαριά κώφωση δε χρειάζεται να είναι εμπόδιο στην καλή εκπαίδευση.

αυστηρός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ela o encarou de forma bem severa.

σκληρή τιμωρία

(penalidade severa)

με ψυχρό βλέμμα

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του severo στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.