Τι σημαίνει το shell στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης shell στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του shell στο Αγγλικά.

Η λέξη shell στο Αγγλικά σημαίνει τσόφλι, όστρακο, περίβλημα, τσόφλι, κέλυφος, σκελετός, βλήμα, βομβαρδίζω, καθαρίζω, αφαιρώ το τσόφλι, βομβαρδίζω, θα, ξοδεύω, χαλάω, ξοδεύομαι, σκιά, όστρακο αχιβάδας, αρπάγη, ανοιγόμενος, αχιβάδα, κοχύλι, όστρακο, σκληρός, σκληρός, κενό κέλυφος, ράκος, κουρέλι, βλήμα όλμου, εξωτερικό περίβλημα, όστρακο στρειδιού, σωλήνας, κοχύλι, ο παπάς, κρατήρας, μετατραυματικό σοκ, προκαλώ μετατραυματικό σοκ σε κπ, γυαλιστερή φόρμα, έκπληκτος, με μαλακό κέλυφος, καβούρι με μαλακό κέλυφος, κέλυφος, καύκαλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης shell

τσόφλι

noun (hard outer layer of an egg)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eggs can be boiled in the shell.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το κέλυφος του αυγού σπάει εύκολα.

όστρακο

noun (mollusc's exoskeleton)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Clams have a hard shell.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τον παλιό καιρό έφτιαχναν μουσικά όργανα από κέλυφος χελώνας.

περίβλημα

noun (hard covering)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The shell of the phone protects it.

τσόφλι

noun (nut: outer casing) (σκληρό περίβλημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Brazil nuts have an extremely hard shell.

κέλυφος

noun (crustacean's exoskeleton)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The newly moulted lobster has a tender shell.

σκελετός

noun (skeleton of a building)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The shell of the building was all that remained after the fire.

βλήμα

noun (weapon: projectile)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The shell blew up the target.

βομβαρδίζω

intransitive verb (drop bombs)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The artillery unit will shell all night.

καθαρίζω

transitive verb (remove pod from: peas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Shell the peas, then cook them.

αφαιρώ το τσόφλι

transitive verb (remove outer casing from: nut)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Shell the nuts and eat them.

βομβαρδίζω

transitive verb (bombard)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The artillery unit will shell the enemy positions.

θα

contraction (colloquial, abbreviation (she will)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Don't tell mom that I broke the vase; she'll be so mad at me.

ξοδεύω, χαλάω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (spend, pay)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I shelled out a lot more than the used car was worth.

ξοδεύομαι

phrasal verb, intransitive (informal (spend money)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We missed our flight and then had to shell out for new tickets.

σκιά

noun (figurative (weakened person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He is just a shell of his former self.

όστρακο αχιβάδας

noun (shell of a clam)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αρπάγη

noun (mechanical engineering: dredging device)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανοιγόμενος

noun as adjective (can open and close like a clamshell)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αχιβάδα

noun (shell of sea snail)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The boy put a conch to his ear and closed his eyes to listen.

κοχύλι

noun (shiny shell of a sea snail)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

όστρακο

noun (half of an oyster shell)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In Botticelli's famous painting, Venus is depicted rising from the sea on a half-shell.

σκληρός

noun as adjective (having a hard shell)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκληρός

noun as adjective (mainly US, figurative (person: strict, rigid) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κενό κέλυφος

noun (animal: empty carapace)

During the summer, Cicadas molt and leave behind their hollow shells.

ράκος, κουρέλι

noun (figurative (person: exhausted) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The experience had left him a hollow shell, barely able to function.

βλήμα όλμου

noun (explosive projectile weapon)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εξωτερικό περίβλημα

noun (exterior casing)

The outer shell of the helmet is made up of carbon-fibre material.

όστρακο στρειδιού

noun (oyster's hard outer covering)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σωλήνας

noun (mollusk: shellfish) (μαλάκιο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κοχύλι

noun (outer casing of a marine mollusc)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ο παπάς

noun (guessing game) (παιχνίδι)

I'm pretty sure there's some kind of trickery involved in shell games.

κρατήρας

noun (hole made by bomb) (από βόμβα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μετατραυματικό σοκ

noun (psychiatry: war trauma)

προκαλώ μετατραυματικό σοκ σε κπ

transitive verb (act of war: cause trauma)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γυαλιστερή φόρμα

noun (waterproof tracksuit)

έκπληκτος

adjective (figurative (stunned)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με μαλακό κέλυφος

noun as adjective (zoology: having a flexible shell)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καβούρι με μαλακό κέλυφος

noun (crustacean with edible shell) (ως φαγητό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fried soft-shell crab on French bread is my favorite sandwich.

κέλυφος, καύκαλο

noun (carapace of aquatic tortoise) (χελώνας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του shell στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του shell

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.