Τι σημαίνει το sleeping στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sleeping στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sleeping στο Αγγλικά.

Η λέξη sleeping στο Αγγλικά σημαίνει που κοιμάται, ύπνος, κοιμάμαι, κοιμάμαι, ύπνος, κοιμάμαι με κπ, κοιμάμαι πάνω σε κτ, κοιμάμαι σε κτ, χωράω, ύπνος, τσίμπλα, κοιμάμαι, δεν ταράζω τα νερά, αφανής εταίρος, υπνόσακος, σλίπινγκ μπαγκ, Ωραία Κοιμωμένη, κλινάμαξα, υπνωτικό χάπι, σαμαράκι, καμπίνα, υπνοδωμάτιο, υπνοδωμάτιο, εγκεφαλίτιδα, ασθένεια του ύπνου, τρυπανοσωμίαση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sleeping

που κοιμάται

adjective (asleep)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Charles let himself into the house quietly, so as not to wake the sleeping children.
Ο Τσαρλς μπήκε στο σπίτι ήσυχα για να μην ξυπνήσει τα κοιμισμένα παιδιά.

ύπνος

noun (unconsciousness)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In a state somewhere between sleeping and waking, Marion murmured, "What time is it?"
Σε μια κατάσταση κάπου μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, η Μάριον μουρμούρισε, «Τι ώρα είναι;»

κοιμάμαι

intransitive verb (be asleep)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I slept for nine hours last night.
Χθες το βράδυ κοιμήθηκα εννιά ώρες.

κοιμάμαι

intransitive verb (go to bed, spend the night)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Do you have somewhere to sleep tonight?
Έχεις πού να κοιμηθείς απόψε;

ύπνος

noun (period of sleeping)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It's time for sleep, children.
Ώρα για ύπνο, παιδιά.

κοιμάμαι με κπ

(informal, euphemism (have sex with) (ευφημισμός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The proper young lady did not want to sleep with anyone until she was married.
Η καθωσπρέπει νεαρή δεσποινίδα δεν ήθελε να κοιμηθεί με κανέναν, έως ότου παντρευτεί.

κοιμάμαι πάνω σε κτ, κοιμάμαι σε κτ

(lie on to sleep)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
His back hurts because he sleeps on a concrete floor.
Πονάει η πλάτη του επειδή κοιμάται πάνω σε δάπεδο από μπετόν.

χωράω

transitive verb (accommodate for sleeping)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Their holiday cottage will sleep eight people.
Το εξοχικό τους σπίτι χωράει οκτώ άτομα.

ύπνος

noun (figurative (dormant state)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The flower is closing in sleep.

τσίμπλα

noun (substance in eyes after sleeping) (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Simon yawned and rubbed the sleep from his eyes.

κοιμάμαι

intransitive verb (figurative (be inattentive) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The man was sleeping and didn't notice it was his turn.

δεν ταράζω τα νερά

verbal expression (figurative (don't provoke an argument) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αφανής εταίρος

noun (figurative (business investor with no active role)

Dad's only a silent partner in the business: he never gets involved in decision making.

υπνόσακος, σλίπινγκ μπαγκ

noun (padded sack for sleeping in)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We both fit into one large sleeping bag.
Χωράμε και οι δύο σε έναν μεγάλο υπνόσακο.

Ωραία Κοιμωμένη

noun (fairytale character)

κλινάμαξα

noun (train carriage fitted with bed)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπνωτικό χάπι

noun (sedative drug in pill form)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He couldn't sleep at all without taking sleeping pills.
Δεν μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς να πάρει υπνωτικά χάπια.

σαμαράκι

noun (UK (road hump)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καμπίνα

noun (dormitory, bedroom, etc.) (μέσο μεταφοράς)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπνοδωμάτιο

plural noun (place where [sb] sleeps)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υπνοδωμάτιο

noun (room with place for sleeping)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εγκεφαλίτιδα

noun (encephalitis) (ιατρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ασθένεια του ύπνου, τρυπανοσωμίαση

noun (infection causing fatigue) (ιατρική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sleeping στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sleeping

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.