Τι σημαίνει το smacking στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης smacking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του smacking στο Αγγλικά.
Η λέξη smacking στο Αγγλικά σημαίνει χαστούκι, σκαμπίλι, γρήγορα, ξαφνικά, τσουχτερός, χαστουκίζω, σφαλιαρίζω, δέρνω, χαστούκι, ακριβώς, πρέζα, πλατάγισμα, ιστιοφόρο ψαράδικο πλοίο, πέφτω σε κπ/κτ, χτυπάω σε κπ/κτ, μπουκιά και συχώριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης smacking
χαστούκι, σκαμπίλιnoun (slapping a child as punishment) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) If you don't behave, you're going to get a smacking. |
γρήγορα, ξαφνικάadjective (US (pace: brisk, vigorous) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The old man had a smacking pace, and even his young companion couldn't keep up. |
τσουχτερόςadjective (US (breeze: sharp) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The sudden breeze was smacking and took their breath away. |
χαστουκίζω, σφαλιαρίζωtransitive verb (hit with open hand) (συνήθως στο πρόσωπο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) When a stranger pinched Wendy's bum, she turned around and smacked his face. Όταν ένας άγνωστος τσίμπησε τον ποπό της Γουέντυ, εκείνη γύρισε και τον χτύπησε στο πρόσωπο. |
δέρνωtransitive verb (strike: a child as punishment) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Some people think you should never smack children. Μερικοί πιστεύουν πως δεν πρέπει ποτέ να δέρνεις τα παιδιά. |
χαστούκιnoun (hit with open hand) (συνήθως στο πρόσωπο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) David didn't like disciplining the dog, but sometimes a smack was the only way to get him to behave. Sarah gave the man who insulted her a smack. Στον Ντέιβιντ δεν άρεσε να χτυπά τον σκύλο, αλλά μερικές φορές ένα χαστούκι ήταν ο μόνος τρόπος για να τον κάνει να φέρεται σωστά. Η Σάρα έριξε ένα χαστούκι στον άνδρα που την προσέβαλλε. |
ακριβώςadverb (informal (directly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Rachel was sitting under the tree and an apple fell smack into her lap. |
πρέζαnoun (slang (drug: heroin) (ανεπίσημο: ηρωίνη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Carl is addicted to smack. |
πλατάγισμαnoun (lips: sound) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The smack of Trevor's lips, as Alice brought the food to the table, was audible in the next room. Το πλατάγισμα των χειλιών του Τρέβορ, όταν η Άλις έφερε το φαγητό στο τραπέζι, ακούστηκε στο διπλανό δωμάτιο. |
ιστιοφόρο ψαράδικο πλοίοnoun (US (fishing boat) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πέφτω σε κπ/κτ, χτυπάω σε κπ/κτtransitive verb (hit loudly) |
μπουκιά και συχώριοadjective (informal, figurative (tasty, mouth-watering) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του smacking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του smacking
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.