Τι σημαίνει το só στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης só στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του só στο πορτογαλικά.

Η λέξη στο πορτογαλικά σημαίνει ΝΔ, μόνο, μόλις, απλά, απλώς, μόνο, μόνο που, σόλο, που νοιώθει μοναξιά, μόνος σου, μόνος, μοναχικός, μόνο, μόνος, μόνο, απλά, μόνος, χωρίς υποστήριξη, μόνος μου, απλώς, απλά, μόνος σου, από μόνος μου, που έχει ένα μόνο πόδι, δεν θα το πιστέψεις, μάντεψε, από μόνος μου, ιδού, μοναδικός, κατ΄ όνομα, ελάχιστα, λιγάκι, μια φορά, για μια φορά, ομόφωνα, ένας θεός ξέρει τι άλλο, χάριν εντυπωσιασμού, μόνο μια φορά, όχι μόνο, για την περίπτωση που, σε περίπτωση που, μόνο εάν, μόνο και μόνο επειδή..., μόνο αφού, μονάχα αφού, μόνο όταν, μονάχα όταν, για πλάκα, για διασκέδαση, με τη μία, κοίτα, να, φαντάσου, σκέψου, πάνω από το πτώμα μου, κοίτα, δες, απλά κάν' το!, Ελεύθεροι!, άντε να βγάλεις άκρη, Κοίτα να δεις!, Πλάκα κάνεις!, Ένας Θεός ξέρει!, βρε που να με πάρει!, μπαρότσαρκα, όλο δουλειά, πολύ μαζί στα ξαφνικά, ατομικός, μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, ζω τρεφόμενος μόνο με, πίνω γρήγορα, λέω κτ νεράκι, μοναδικός, <div>που γίνεται με ένα χέρι, που γίνεται με το ένα χέρι</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, σχεδόν, με ένα στόμα, μια φωνή, με την πρώτη ματιά, μόνο μια φορά, Ένας Θεός ξέρει, λιγάκι, μονογαμικός, μόνο που, τυποποιημένος, προβλέψιμος, <div>που λειτουργεί με ένα χέρι, που λειτουργεί με το ένα χέρι</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, με ένα χέρι, με το ένα χέρι, ξεπαραδιάζω, γδύνω, κάνω για κτ, μονόφθαλμος, θεωρητικά, μεταξύ άλλων, πώς το θες;, μονομέρεια, μόνο για άνδρες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης só

ΝΔ

substantivo masculino (abrev.: sudoeste) (σντμ: νοτιοδυτικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μόνο, μόλις

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ela só levou vinte minutos para completar o quebra-cabeça.
Χρειάστηκε μόνο (or: μόλις) είκοσι λεπτά, για λύσει τον γρίφο.

απλά, απλώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
É claro que não estou chateada com você; é só que não tenho tempo para sair com você esta noite.
Φυσικά δεν είμαι θυμωμένος μαζί σου. Απλώς δεν έχω χρόνο να βγω μαζί σου απόψε.

μόνο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Só os familiares participaram do funeral. Só nós formos permitidos na sala.
Μόνο μέλη της οικογένειας παρέστησαν στην κηδεία. Μόνο εμείς επιτρέπεται να μπαίνουμε σε αυτό το δωμάτιο.

μόνο που

advérbio (exceto)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Eu daria uma carona a ele, só que meu carro está sendo consertado.
Θα τον πήγαινα εγώ, μόνο που το αυτοκίνητό μου είναι για επισκευή.

σόλο

advérbio (συνήθως για μουσική)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Alguns preferem correr em equipe, outros correm só.

που νοιώθει μοναξιά

adjetivo (pessoa) (άτομο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Θα νοιώσεις μόνος με όλη την οικογένειά σου μακριά.

μόνος σου

advérbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μόνος, μοναχικός

adjetivo (sozinho)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μόνο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu só (or: somente) quero uma resposta direta. Nada mais.
Το μόνο που θέλω είναι μια ξεκάθαρη απάντηση. Τίποτε άλλο.

μόνος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Steve se sente muito só (or: sozinho) quando fica dentro de casa.
Ο Στηβ νιώθει μοναξιά όταν μένει σπίτι.

μόνο, απλά

(simplesmente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu quero almoçar apenas um sanduíche.
Θέλω μόνο (or: απλά) ένα σάντουιτς για μεσημεριανό.

μόνος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A ilha era bela, mas me senti sozinho por lá.
Το νησί ήταν θαυμάσιο, αλλά ένιωθα μοναξιά εκεί.

χωρίς υποστήριξη

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μόνος μου

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu lavei o carro sozinho (or: só).
Έπλυνα το αυτοκίνητο μονάχος (or: μοναχός) μου.

απλώς, απλά

advérbio (simplesmente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Isso somente (or: só) fará com que as coisas fiquem mais complicadas.
Το μόνο που θα κάνει είναι να περιπλέξει τα πράγματα.

μόνος σου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por favor, faça sua tarefa por si mesmo.
Σε παρακαλώ κάνε μόνος σου τα μαθήματά σου.

από μόνος μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει ένα μόνο πόδι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν θα το πιστέψεις, μάντεψε

(usado para anunciar novidades)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

από μόνος μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιδού

(literário) (λόγιο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Pasme! Trago boas novas.
Δώστε προσοχή! Σας φέρνω πολύ ευχάριστες ειδήσεις.

μοναδικός

(μόνο ένας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eu tenho apenas uma cerveja. Quem quer?
Μου έχει μείνει μία μοναδική μπίρα. Ποιος τη θέλει;

κατ΄ όνομα

(não na prática)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ελάχιστα, λιγάκι

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μια φορά, για μια φορά

advérbio (informal: uma vez)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ομόφωνα

locução adverbial (figurado: por unanimidade)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ένας θεός ξέρει τι άλλο

expressão (informal: algo desconhecido)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάριν εντυπωσιασμού

locução adverbial (para impressionar)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μόνο μια φορά

locução adverbial (numa única ocasião)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όχι μόνο

(εμφατικός τύπος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

για την περίπτωση που, σε περίπτωση που

expressão (se algo acontecer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Você deveria levar um guarda-chuva só por precaução caso chova.
Καλό θα ήταν να πάρεις μια ομπρέλα, σε περίπτωση που βρέξει.

μόνο εάν

conjunção (condição: apenas se)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

μόνο και μόνο επειδή...

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μόνο και μόνο επειδή σου είπε κάτι αγενές, δεν σημαίνει ότι πρέπει κι εσύ να είσαι αγενής. Σ' αγαπάω μόνο και μόνο επειδή είσαι εσύ.

μόνο αφού, μονάχα αφού, μόνο όταν, μονάχα όταν

locução conjuntiva (εμφατικός τύπος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Δεν μπορείς να δεις τηλεόραση μέχρι να τελειώσεις τα μαθήματα και τις δουλειές σου.

για πλάκα, για διασκέδαση

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με τη μία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοίτα, να

interjeição

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

φαντάσου, σκέψου

interjeição (imaginar, visualizar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Φαντάσου μόνο πόσο θα εκπλαγούν όλοι που θα σε ξαναδούν!

πάνω από το πτώμα μου

expressão (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοίτα, δες

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Olha só, cara! Aquele carro é legal demais.
Για κοίτα, φίλε! Αυτό το αυτοκίνητο είναι τέλειο!

απλά κάν' το!

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Μην κωλυσιεργείς εξαιτίας των πιθανών συνεπειών, απλά κάν' το!

Ελεύθεροι!

interjeição (professor ao fim da aula)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

άντε να βγάλεις άκρη

(expressão de incompreensão) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Κοίτα να δεις!

(expressando surpresa) (έκπληξη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Πλάκα κάνεις!

interjeição (expressando incredulidade)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ένας Θεός ξέρει!

(eu não sei)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βρε που να με πάρει!

interjeição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπαρότσαρκα

(ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

όλο δουλειά

(trabalhar o tempo todo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολύ μαζί στα ξαφνικά

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ατομικός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια

expressão (informal, figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζω τρεφόμενος μόνο με

(figurativo - sustento, alimento único) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πίνω γρήγορα

locução verbal

λέω κτ νεράκι

(recitar algo rapidamente) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μοναδικός

locução adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

<div>που γίνεται με ένα χέρι, που γίνεται με το ένα χέρι</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>

expressão

σχεδόν

locução verbal

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Só falta colocar calda no bolo.
Σχεδόν το τελείωσες εκείνο το κέικ.

με ένα στόμα, μια φωνή

locução adverbial (figurado: em uníssono) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με την πρώτη ματιά

locução adverbial (rapidamente) (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μόνο μια φορά

locução adverbial (sem repetição)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ένας Θεός ξέρει

(é incerto)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λιγάκι

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μονογαμικός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μόνο που

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Liz teria vindo conosco, só que já tinha aceito outro convite.
Η Λίζ θα είχε έρθει μαζί μας, μόνο που είχε ήδη αποδεχθεί μια άλλη πρόσκληση.

τυποποιημένος, προβλέψιμος

(ator: que representa mesmo tipo de papel) (ηθοποιός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

<div>που λειτουργεί με ένα χέρι, που λειτουργεί με το ένα χέρι</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>

expressão

με ένα χέρι, με το ένα χέρι

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεπαραδιάζω, γδύνω

(BRA, informal, sem dinheiro) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O negócio deles faliu e os deixou duro.
Η επιχείρηση δεν πήγε καλά και ξεπαραδιάστηκαν.

κάνω για κτ

expressão verbal

Esse sofá esfarrapado serve só para o lixo.

μονόφθαλμος

expressão

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

θεωρητικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μεταξύ άλλων

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πώς το θες;

interjeição (gíria) (καθομιλουμένη, ειρωνικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ela é tão inteligente. Só que não.
Ναι, είναι πολύ έξυπνη. Κούνια που σε κούναγε!

μονομέρεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μόνο για άνδρες

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του só

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.