Τι σημαίνει το stopped στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης stopped στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stopped στο Αγγλικά.
Η λέξη stopped στο Αγγλικά σημαίνει σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, εμποδίζω, δεν επιτρέπω, στάση, παύση, διακοπή, stop, στοπ, στάση, στάση, εμπόδιο, στοπ, στοπ, αναστολή, στοπ, μπλοκάρισμα, τελεία, εμποδίζω, σταματάω, σταματώ, διακόπτω, κρατώ, σταματάω, σταματώ, αποκρούω, φράσσω, φράζω, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, κάνω μια στάση, δεν έρχομαι σπίτι, δεν γυρίζω, κάνω μια στάση, κάνω μια στάση σε κτ, φράσσω, βουλώνω, στάση λεωοφορείου, σταματάω, σταματώ, απόλυτη στάση, απότομο σταμάτημα, τελεία, τελεία και παύλα, πλήρης στάση, λαρυγγικός φθόγγος, τελευταία στάση, συνεχής, συνεχής, απευθείας, συνεχώς, ασταμάτητα, αδιάκοπα, που παρέχει ολοκληρωμένες υπηρεσίες σε ποικιλία προϊόντων, πολυκατάστημα, επιχείρηση που προσφέρει διάφορες υπηρεσίες, πιτ στοπ, πιτ στοπ, βάζω ένα τέλος σε κτ, κόβω το κάπνισμα, σταματάω το κάπνισμα, στάση, αρρυθμικός, Σταμάτα!, τεχνική καρέ-καρέ, που χρησιμοποιεί τεχνική καρέ-καρέ, πάγωμα εικόνας, σύντομη στάση, ενδιάμεσος σταθμός, οδηγία για μη πληρωμή, σχεδόν γίνομαι, παραλίγο να κάνω κτ, στοπ, σταματάω χρονόμετρο, μποτιλιάρισμα, περιορισμού ζημιάς, στάση, στάση, στάση για φορτηγά, στάση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης stopped
σταματάω, σταματώintransitive verb (halt) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The guard ordered them to stop. Ο φρουρός τους διέταξε να σταματήσουν. |
σταματάω, σταματώintransitive verb (end, cease) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The rain has stopped. Η βροχή σταμάτησε. |
σταματάω, σταματώintransitive verb (cease doing [sth]) I don't like smoking and I want to stop. Δεν μου αρέσει το κάπνισμα και θέλω να το κόψω. |
σταματάω, σταματώtransitive verb (cease) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Would you please stop that! Θα μπορούσες να το σταματήσεις αυτό σε παρακαλώ; |
σταματάω, σταματώverbal expression (cease doing) (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please stop calling me. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Παύσατε πυρ! |
σταματάω, σταματώtransitive verb (prevent, end) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The parents stopped their children's bad behaviour. Οι γονείς σταμάτησαν την κακή συμπεριφορά των παιδιών τους. |
σταματάω, σταματώtransitive verb (bring to a stop) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He stopped the car to look at the map. Σταμάτησε (or: Ακινητοποίησε) το αυτοκίνητο για να κοιτάξει τον χάρτη. |
εμποδίζωverbal expression (prevent, hinder) (κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The doorman stopped us from entering. Ο θυρωρός μας εμπόδισε να μπούμε. |
δεν επιτρέπωverbal expression (prevent, forbid) (σε κπ να κάνω κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The teenager's parents stopped her going out to the pub. Οι γονείς της έφηβης της απαγόρεψαν να βγαίνει στην παμπ. |
στάσηnoun (act of stopping) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The lights seemed to take forever to change and our stop there to be interminable. Το φανάρι έμοιαζε να κάνει ώρες να αλλάξει και η ακινητοποίησή μας φαινόταν να μην τελειώνει. |
παύση, διακοπήnoun (cessation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We are calling for a stop to the fighting. Ζητάμε την παύση των εχθροπραξιών. |
stop, στοπnoun (place) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The driver put on the brakes when he arrived at the stop. |
στάσηnoun (stay en route) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We enjoyed a stop at Fred's house for a couple of days before continuing our journey. |
στάσηnoun (station on a route) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The train arrived at my stop. The bus passenger pressed the bell for the next stop. Το τρένο έφτασε στην τελευταία στάση του. Ο επιβάτης του λεωφορείου πάτησε το κουμπί για την επόμενη στάση. |
εμπόδιοnoun (plug, blockage) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There is a stop in the pipe. |
στοπnoun (obstruction) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Push the trolley until it reaches the stop. |
στοπnoun (mechanism, control) (κουμπί, πλήκτρο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Hit the stop if ever there's a problem with the machine. |
αναστολήnoun (commerce: block payment) (οικονομία: εκτέλεση συναλλαγής) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A stop on a cheque prevents the money from leaving your account. Τα χρήματα παραμένουν στον λογαριασμό σας σε περίπτωση που έχει διαταχθεί αναστολή πληρωμής της επιταγής. |
στοπnoun (musical instruments) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) One of the stops of the organ is loose. |
μπλοκάρισμαnoun (sports: blocking move) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The defender moved in for a stop. |
τελείαnoun (UK (punctuation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Replace the comma with a stop and start a new sentence. |
εμποδίζωverbal expression (prevent) (κάτι από το να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fortunately she stopped the situation from getting any worse. |
σταματάω, σταματώtransitive verb (turn off) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stop the machine before attempting any repairs. Κλείσε (or: σβήσε) τη μηχανή πριν την επισκευάσεις. |
διακόπτωtransitive verb (interrupt) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Don't stop me while I'm talking. |
κρατώtransitive verb (withhold) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I asked my bank to stop the check. |
σταματάω, σταματώtransitive verb (prevent from proceeding) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The border guards stopped the truck. |
αποκρούωtransitive verb (block) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The goalkeeper stopped the shot. |
φράσσω, φράζωtransitive verb (close) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The leaves stopped the drain. |
περνάω, περνώphrasal verb, intransitive (informal (visit) (μεταφορικά: για επίσκεψη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I was in the neighborhood so I just thought I would stop by and visit for awhile. A family friend stopped in to see us. Ήμουνα στην γειτονιά και απλά σκέφτηκα να περάσω και να σε επισκεφτώ για λίγο. |
περνάω, περνώphrasal verb, transitive, inseparable (informal (visit) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Could you stop by the drugstore for me on your way home? Μπορείς να περάσεις από το φαρμακείο να μου πάρεις κάτι όπως θα έρχεσαι σπίτι; |
κάνω μια στάσηphrasal verb, intransitive (stay briefly) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We always stop off to visit Grandma on Saturdays. Πάντα κάνουμε μια στάση για να επισκεφτούμε τη γιαγιά το Σάββατο. |
δεν έρχομαι σπίτι, δεν γυρίζωphrasal verb, intransitive (UK (not come home at night) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Don't worry if I stop out all night, the party won't finish till late. |
κάνω μια στάσηphrasal verb, intransitive (stay overnight on a journey) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We stopped over in Miami on the way here. Μείναμε ένα βράδυ στο Μαϊάμι ερχόμενοι εδώ. |
κάνω μια στάση σε κτ(stay overnight at) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It's fun to stop over at DisneyWorld on the way to Miami. |
φράσσω, βουλώνωphrasal verb, transitive, separable (plug) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στάση λεωοφορείουnoun (where bus takes on passengers) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Three passengers were waiting at the bus stop. Στη στάση λεωφορείου περίμεναν τρεις επιβάτες. |
σταματάω, σταματώverbal expression (halt) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Please wait for the bus to come to a stop before you get off. |
απόλυτη στάσηnoun (complete halt) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) They heard a loud bang in the engine and the car came to a dead stop. |
απότομο σταμάτημαnoun (driving manoeuvre: sudden halt) |
τελείαnoun (UK (punctuation mark: period) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You should always use a capital letter after a full stop. Πρέπει πάντα να χρησιμοποιείς κεφαλαίο γράμμα μετά από τελεία. |
τελεία και παύλαnoun (UK, informal (period: and that is that) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We're not doing it. Full stop! Δεν θα το κάνουμε. Τελεία και παύλα! |
πλήρης στάσηnoun (complete end of motion) The police will ticket you for anything less than a full stop at a stop sign. |
λαρυγγικός φθόγγοςnoun (phonetics: throaty speech sound) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Glottal stops are a lot more common in English speech than most people realize. |
τελευταία στάσηnoun (transport route: final destination) This is the last stop; everyone must get off the bus. |
συνεχήςadjective (continual) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Audrey is fed up of the non-stop rain. |
συνεχήςadjective (relentless) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Simon's nonstop criticism is really irritating. |
απευθείαςadjective (direct, without stopping) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sonia took a nonstop flight from New York to Dallas. |
συνεχώς, ασταμάτητα, αδιάκοπαadverb (incessantly, continuously) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Betty talked nonstop and constantly annoyed her coworkers. |
που παρέχει ολοκληρωμένες υπηρεσίες σε ποικιλία προϊόντωνadjective (from a single source) (τράπεζα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ένας είναι ο φορέας που επέβαλε τη χρέωση. Γι' αυτό μιλάμε για μονοαπευθυντική έκδοση λογαριασμού. |
πολυκατάστημαnoun (store with variety of products) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There are many large stores in the US that are one-stop shops: they have groceries, furniture, healthcare items, clothing, and other items. |
επιχείρηση που προσφέρει διάφορες υπηρεσίεςnoun (business providing various services) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιτ στοπnoun (motor racing: pause to refuel) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πιτ στοπnoun (motor racing: place to refuel) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βάζω ένα τέλος σε κτtransitive verb (end, curtail) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The students are cheating; we'll put a stop to that right away. Prohibition did not put a stop to people drinking alcohol, in fact the reverse was true. |
κόβω το κάπνισμα, σταματάω το κάπνισμαverbal expression (give up cigarettes) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στάσηnoun (short break in a journey) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We took a rest stop after the first 300 miles. I really need a rest stop; can you pull over in the next layby? |
αρρυθμικόςadjective (erratic) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Σταμάτα!expression (to tell [sb] to stop doing [sth]) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
τεχνική καρέ-καρέnoun (freeze-frame: animation technique) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
που χρησιμοποιεί τεχνική καρέ-καρέadjective (animation technique: freeze-frame) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάγωμα εικόναςnoun (cinema: special effect technique) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σύντομη στάσηnoun (brief stay) (σε διαδρομή) |
ενδιάμεσος σταθμόςnoun (brief stopping place) (σε διαδρομή) |
οδηγία για μη πληρωμήnoun (checks) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σχεδόν γίνομαιverbal expression (informal (not become) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The SARS epidemic stopped short of a global pandemic. |
παραλίγο να κάνω κτverbal expression (informal (not do) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I was furious with her, but I stopped short of saying something I'd regret. |
στοπnoun (signal instructing drivers to brake) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) It's very simple: if there's a stop sign, stop. |
σταματάω χρονόμετροverbal expression (finish timing [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The timers stopped the clock when the last participant crossed the finish line. |
μποτιλιάρισμαnoun (congested road) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The journey seemed to take forever; it was stop-and-go traffic all the way. Το ταξίδι έμοιαζε ατελείωτο. Πηγαίναμε πρώτη νεκρό σε όλη τη διαδρομή. |
περιορισμού ζημιάςadjective (stock market: preventing financial loss) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
στάσηnoun (stopover) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We had a brief stop-off in Japan on our way to Australia. |
στάσηnoun (railway: scheduled station) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I must get off at the next train stop. |
στάση για φορτηγάnoun (US (rest stop for truck drivers) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Bill was tired and hungry, so he pulled over at a truck stop for a rest and something to eat. |
στάσηnoun (US (railway station: request stop) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There are hundreds of whistle stops between Chicago and New Orleans. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stopped στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του stopped
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.