Τι σημαίνει το store στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης store στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του store στο Αγγλικά.
Η λέξη store στο Αγγλικά σημαίνει μαγαζί, κατάστημα, απόθεμα, αποθηκεύω, αποθήκη, αποθηκεύω, αποθηκευτικός χώρος, αποθηκεύω, αποθηκεύω, app store, κατάστημα ειδών γάμου, μαγαζί με ζαχαρωτά, αλυσίδα, μαγαζί με ρούχα, κατάστημα ρούχων, ζαχαροπλαστείο, παντοπωλείο, γαλακτοπωλείο, πολυκατάστημα, κατάστημα με μειωμένες τιμές, κατάστημα που πουλά πολύ φτηνά πράγματα, συνήθως στην τιμή του ενός δολαρίου ή της μίας λίρας, φαρμακείο, υφασματάδικο, υφασματοπωλείο, κατάστημα ηλεκτρικών ειδών, κατάστημα ενυδρείων, αποθήκη αλεύρων, αποθήκη αλευριού, κατάστημα τροφίμων, οπωροπωλείο, μαγαζί με έπιπλα, επιπλάδικο, κατάστημα γενικού εμπορίου, σούπερ μάρκετ, κατάστημα σιδηρικών, επιφυλάσσω, επιφυλάσσω, κατάστημα ειδών υγιεινής διατροφής, στο κατάστημα, επιφυλάσσει το μέλλον, κοσμηματοπωλείο, κάβα, ηλεκτρονικό κατάστημα, καταστήματα κατοικίδιων, δισκοπωλείο, κατάστημα, μαγαζί, εμπορικό, πωλητής, πωλήτρια, κατάστημα παπουτσιών, εξειδικευμένο κατάστημα, κατάστημα χαρτικών, φυλάω, φυλώ, ιδιωτική ετικέτα, πιστωτική κάρτα καταστήματος, κάρτα μέλους/εκπτώσεων καταστήματος, διευθυντής καταστήματος, ιδιοκτήτης καταστήματος, ιδιοκτήτρια καταστήματος, αποθήκη, αγοραστός, κατάστημα μεταχειρισμένων ειδών, μαγαζί με παιχνίδια, κατάστημα παιχνιδιών, κατάστημα ποικίλων ειδών, κατάστημα με βιντεοταινίες, βίντεο-κλαμπ, ηλεκτρονικό κατάστημα, διαδικτυακό κατάστημα, κατάστημα χονδρικής πώλησης, πρατήριο χονδρικής πώλησης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης store
μαγαζί, κατάστημαnoun (mainly US (shop: retail outlet) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We have a clothing store close to home. Έχουμε ένα μαγαζί (or: κατάστημα) ρούχων κοντά στο σπίτι. |
απόθεμαnoun (things stored) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We keep our store of batteries in the basement. Φυλάμε το απόθεμα μπαταριών μας στο υπόγειο. |
αποθηκεύωtransitive verb (save for later) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I stored the rest of the cake for tomorrow. Φύλαξα το υπόλοιπο γλυκό για αργότερα. |
αποθήκηnoun (place for storing) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) They bought a cat to catch the mice that kept finding their way into the grain store. Αγόρασαν μια γάτα για να πιάνει τα ποντίκια που κατάφερναν συνεχώς να τρυπώσουν στην αποθήκη με τα δημητριακά. |
αποθηκεύωtransitive verb (put in storage) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We stored the old books in the basement. Αποθηκεύσαμε τα παλιά βιβλία στο υπόγειο. |
αποθηκευτικός χώροςnoun (computer memory) Computers have two main types of stores, main memory (RAM) and auxiliary memory (e.g. hard disks). |
αποθηκεύωtransitive verb (have a capacity of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This disc drive can store a huge amount of data. |
αποθηκεύωphrasal verb, transitive, separable (save, keep in reserve) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
app storenoun (software purchasing portal) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
κατάστημα ειδών γάμουnoun (shop selling wedding clothes) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bridal shops are reporting the usual spring increase in business. Τα καταστήματα ειδών γάμου αναφέρουν τη συνηθισμένη ανοιξιάτικη αύξηση της εμπορικής κίνησης. |
μαγαζί με ζαχαρωτάnoun (confectioner's shop) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I am going to the candy store to buy some chocolate. |
αλυσίδαnoun (shop with many branches) (καταστημάτων) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Chain stores have been the death of independent retailers. |
μαγαζί με ρούχα, κατάστημα ρούχωνnoun (shop: sells clothes) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The new mall has a clothing store that carries all of the styles that I like. Το νέο εμπορικό κέντρο έχει ένα μαγαζί ρούχων με όλα τα στιλ που μου αρέσουν. |
ζαχαροπλαστείοnoun (US (shop: sells candy) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Confectionery stores are rare now; most people buy sweets at grocery stores and big box stores. |
παντοπωλείοnoun (small supermarket) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I'll just run down to the convenience store on the corner to pick up some toilet paper. Θα πεταχτώ μέχρι το παντοπωλείο στη γωνία για να πάρω χαρτί υγείας. |
γαλακτοπωλείοnoun (US (shop: sells milk products) (παλαιό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πολυκατάστημαnoun (large shop) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Macy's is a famous department store in New York City. Το Macy's είναι ένα πασίγνωστο πολυκατάστημα στην πόλη της Νέας Υόρκης. |
κατάστημα με μειωμένες τιμέςnoun (store with lower prices) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Wal-mart and Kmart are well-recognized American discount stores. |
κατάστημα που πουλά πολύ φτηνά πράγματα, συνήθως στην τιμή του ενός δολαρίου ή της μίας λίραςnoun (shop selling cheap items) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) These sunglasses were only a buck at the dollar store. Jane's present looked as if it had been bought in a pound shop. |
φαρμακείοnoun (US (pharmacy and general shop) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mary drove to the drug store to buy aspirin. Η Μαίρη οδήγησε μέχρι το φαρμακείο για να αγοράσει ασπιρίνη. |
υφασματάδικο, υφασματοπωλείοnoun (shop: sells fabrics, clothing) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) You won't find groceries or hardware at a dry goods store. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο πατέρας του είχε για πολλά χρόνια το καλύτερο υφασματάδικο της πόλης. |
κατάστημα ηλεκτρικών ειδώνnoun (shop selling electric devices) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κατάστημα ενυδρείωνnoun (shop that sells fish as pets) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The fish store sells a wide variety of tropical fish. |
αποθήκη αλεύρων, αποθήκη αλευριούnoun (UK (room in mill where flour is kept) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατάστημα τροφίμωνnoun (grocery store) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
οπωροπωλείοnoun (shop selling fruit) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We purchased fresh strawberries from a local fruit store. |
μαγαζί με έπιπλα, επιπλάδικοnoun (shop: sells furnishings) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I went to the furniture store to look for a new sofa. |
κατάστημα γενικού εμπορίουnoun (US (shop selling a variety of goods) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Because of big shopping malls and supermarkets, it's hard to find a general store these days. |
σούπερ μάρκετnoun (mainly US (supermarket, food shop) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Stella needed food, so she made a stop at the grocery store. |
κατάστημα σιδηρικώνnoun (shop selling DIY or home-improvement supplies) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I went to the hardware store to buy a hammer. |
επιφυλάσσωverbal expression (reserve, promise for the future) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nobody knows what tomorrow has in store. |
επιφυλάσσωverbal expression (reserve, promise) (κτ σε κπ, κτ για κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let's wait and see what next year has in store for us. Ας περιμένουμε να δούμε τι μας επιφυλάσσουν τα επόμενα χρόνια. |
κατάστημα ειδών υγιεινής διατροφήςnoun (shop selling organic and whole foods) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You can buy tofu in the health food store. |
στο κατάστημαadverb (in reserve) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιφυλάσσει το μέλλονadverb (figurative (about to happen, for the future) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I always read my horoscope in the newspaper to find out what is in store for me. |
κοσμηματοπωλείοnoun (sells, repairs jewelry) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κάβαnoun (shop selling alcohol) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I stopped by the liquor store and bought a bottle of rum for tonight's party. |
ηλεκτρονικό κατάστημαnoun (internet shop) |
καταστήματα κατοικίδιωνnoun (US (shop selling animals, feed, etc.) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The pet store sells a wide range of tropical fish. |
δισκοπωλείοnoun (store selling recorded music) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κατάστημα, μαγαζί, εμπορικόnoun (shop) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We have a retail store in the mall and a discount outlet store at the factory. |
πωλητής, πωλήτριαnoun (store attendant) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) If you need help locating something in the store, just ask a sales clerk. |
κατάστημα παπουτσιώνnoun (shop that sells footwear) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξειδικευμένο κατάστημαnoun (specialized goods) They only sell golf shoes in that specialty store. Αυτό το εξειδικευμένο κατάστημα πουλάει μόνο παπούτσια του γκολφ. |
κατάστημα χαρτικώνnoun (US (stationer's: selling pens, paper, etc.) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The advent of electronic communications has all but killed the local stationery store. Η εξάπλωση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχει καταστρέψει το τοπικό κατάστημα χαρτικών. |
φυλάω, φυλώ(keep) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim stored away provisions for emergencies. |
ιδιωτική ετικέταnoun (store's own label) (προϊόντα) |
πιστωτική κάρτα καταστήματοςnoun (customer credit card) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάρτα μέλους/εκπτώσεων καταστήματοςnoun (shop's loyalty or reward card) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διευθυντής καταστήματοςnoun ([sb] who runs a shop) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The clerk wouldn't give me a refund so I asked to speak to the store manager. |
ιδιοκτήτης καταστήματος, ιδιοκτήτρια καταστήματοςnoun (US (proprietor of a shop) |
αποθήκηnoun (cabin for equipment) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Thieves broke into the store shed and stole a lawnmower. |
αγοραστόςadjective (purchased ready-made) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Shop-bought bread lasts longer than home-made. |
κατάστημα μεταχειρισμένων ειδώνnoun (sells second-hand items) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) I bought these vintage shirts at a thrift store. // Charity shops are a great place to find second-hand books. |
μαγαζί με παιχνίδια, κατάστημα παιχνιδιώνnoun (store selling children's playthings) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) In the weeks before Christmas, toy shops are packed. |
κατάστημα ποικίλων ειδώνnoun (shop selling varied cheap goods) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κατάστημα με βιντεοταινίεςnoun (dated, US (shop selling videocassettes) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βίντεο-κλαμπnoun (dated, US (place for renting videocassettes) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I'm going to the video store to get a movie for tonight. |
ηλεκτρονικό κατάστημα, διαδικτυακό κατάστημαnoun (US (internet shop, online retail outlet) |
κατάστημα χονδρικής πώλησης, πρατήριο χονδρικής πώλησηςnoun (shop: supplies goods in bulk) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του store στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του store
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.