Τι σημαίνει το subir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης subir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του subir στο πορτογαλικά.

Η λέξη subir στο πορτογαλικά σημαίνει ανεβαίνω, ανεβαίνω σε κτ, σκαρφαλώνω σε κτ, μπαίνω σε, μπαίνω σε, ανεβαίνω, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, ανεβαίνω, σηκώνομαι, αυξάνομαι, ακριβαίνω, ανεβάζω, αυξάνω, ανεγείρομαι, ανεβαίνω απότομα, ανέρχομαι, ανεβαίνω, ανεβάζω, κονταίνω, -, ανεβαίνω, ανεβαίνω, ανεβαίνει η στάθμη, περνάω, περνώ, κινούμαι ανοδικά, παίρνω ύψος, διαλύομαι, κινούμαι πάνω σε κτ, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, σηκώνω, εκτινάσσω, εκτοξεύω, σκαρφαλώνω έξω, σηκώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι, τσιμπάω, αναβαθμίζω κτ σε κτ, αυξάνω, εκτινάσσομαι, καβαλάω, αναδύομαι από κτ/κπ, ανεβαίνω, σηκώνω απότομα, αυξάνω την τιμή, προωθώ, ανεβαίνω, χοροπηδώ, ανεβάζω, ανεβαίνω ελαφρώς, αυξάνω ελαφρώς, αυξάνομαι ελαφρώς, σκαρφαλώνω, αυξάνομαι κατακόρυφα, σκαρφαλώνω, ανεβάζω, αυξάνω, αυξάνομαι, έρχομαι, αναρριχώμαι, χάνω τη στύση, ανεβαίνω στην κλίμακα της ιεραρχίας, ανεβοκατεβαίνω, σκαρφαλώνω, ξεμυαλίζω, είμαι εκτός εαυτού, βγαίνω εκτός εαυτού, ερμηνεύω ρόλο, εκπληρώνω, εκτελώ, ανεβάζω το κόστος, ανεβάζω την τιμή, ανεβάζω την τιμή προσφοράς, ανεβάζω τον πήχυ, ανεβαίνω στο θρόνο, ανακύλιση περιεχομένων οθόνης, ανεβαίνω στην ιεραρχία, σηκώνομαι απότομα, ορθώνομαι, χτυπάω, γίνομαι ερμηνευτής, γίνομαι ηθοποιός, φτάνω, σκαρφαλώνω, βοηθώ κπ να ανέβει, ανεβάζω, σηκώνω απότομα, φουσκώνω, κούνημα, ανεβάζω, βγαίνω, εκτοξεύομαι, εκτινάσσομαι, ανεβαίνω κτ γρήγορα, οξύνω, φτάνω στην κορυφή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης subir

ανεβαίνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ainda temos de subir antes de poder descer até o vale.
Ακόμα πρέπει να ανεβούμε πριν μπορέσουμε να κατεβούμε στην κοιλάδα.

ανεβαίνω σε κτ, σκαρφαλώνω σε κτ

verbo transitivo (escalar, subir)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O gato subiu na árvore.
Η γάτα σκαρφάλωσε στο δέντρο.

μπαίνω σε

μπαίνω σε

(num veículo) (όχημα)

ανεβαίνω

(mercado de valores)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O mercado de valores subiu 2% hoje.
Το χρηματιστήριο ανέβηκε κατά 2% σήμερα.

ανεβαίνω

verbo transitivo (ascender, erguer-se)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A fumaça da chaminé subiu para o céu.
Ο καπνός από την καμινάδα ανέβηκε στον ουρανό.

σκαρφαλώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανεβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανεβαίνω, σηκώνομαι

(roupa) (ρούχα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αυξάνομαι, ακριβαίνω

(aumentar, intensificar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela ficou muito satisfeita quando o preço de suas ações subiu em 20% da noite para o dia!
Χάρηκε πολύ όταν οι τιμή των μετοχών της ανέβηκε κατά 20% μέσα σε μια νύχτα.

ανεβάζω, αυξάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεγείρομαι

(ser construído)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O construtor confirmou que a parede da frente subirá antes das paredes laterais.
Ο οικοδόμος επιβεβαίωσε πως ο μπροστινός τοίχος θα χτίζονταν πριν απ' τους πλαϊνούς.

ανεβαίνω απότομα

(preços)

Os preços da gasolina subiram.
Οι τιμές των καυσίμων ανέβηκαν απότομα.

ανέρχομαι, ανεβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele começou na correspondência, mas subiu de posto até se tornar CEO da empresa.
Ξεκίνησε από το γραφείο αλληλογραφίας, αλλά ανήλθε στις βαθμίδες, έως ότου έγινε διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας.

ανεβάζω

verbo transitivo (την τιμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κονταίνω

verbo transitivo (το ρούχο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

-

verbo transitivo (valor mais alto) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
O salário de Jeff sobe de dez mil dólares por ano para quarenta mil.
Ο μισθός του Τζεφ ανέβηκε κατά δέκα χιλιάδες και έφτασε τις σαράντα χιλιάδες δολάρια το χρόνο.

ανεβαίνω

verbo transitivo (roupa) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A calça dele tende a subir pelos quadris.

ανεβαίνω

(maré)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανεβαίνει η στάθμη

(rio)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Όταν λιώνουν τα χιόνια, συχνά φουσκώνει το ποτάμι.

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele subiu para o próximo nível do jogo.

κινούμαι ανοδικά

verbo transitivo

O preço da ação continuo a subir para novas altas.

παίρνω ύψος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O avião subiu após a decolagem.

διαλύομαι

(ομίχλη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κινούμαι πάνω σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανεβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mike sempre comprava as cuecas mais caras porque as marcas baratas subiam de forma desconfortável.

σκαρφαλώνω

(με δυσκολία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter mandou seu filho subir as calças antes deles entrarem no restaurante.

εκτινάσσω, εκτοξεύω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os bancos subiram as taxas de juros.

σκαρφαλώνω έξω

(sair de lugar por escalar/subir) (από κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σηκώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O balão subiu no ar.
Το μπαλόνι σηκώθηκε στον αέρα.

τσιμπάω

verbo transitivo (figurado: aumentar preço) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναβαθμίζω κτ σε κτ

verbo transitivo

A companhia aérea subiu Dan para a classe executiva.
Η αεροπορική εταιρεία αναβάθμισε το εισιτήριο του Νταν σε διακεκριμένης θέσης.

αυξάνω

verbo transitivo (preço, aluguel)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O dono subiu o aluguel para cem dólares ao mês.
Ο ιδιοκτήτης ανέβασε το νοίκι κατά εκατό δολάρια το μήνα.

εκτινάσσομαι

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Compre o máximo que você puder agora, porque no verão os preços vão disparar!
Αγόρασε όσο πιο πολλά μπορείς τώρα επειδή το καλοκαίρι οι τιμές θα εκτιναχθούν.

καβαλάω

(veículo; cavalo, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναδύομαι από κτ/κπ

ανεβαίνω

(roupa) (ρούχα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Αυτή η μίνι φούστα ανεβαίνει όταν κάθομαι.

σηκώνω απότομα

αυξάνω την τιμή

(preços)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os hotéis aumentam os preços sempre que há um feriado nacional.
Κάθε φορά που είναι κάποια εθνική εορτή τα ξενοδοχεία αυξάνουν τις τιμές τους.

προωθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele progrediu na carreira conquistando clientes.
Προώθησε την καριέρα του κερδίζοντας πελάτες.

ανεβαίνω, χοροπηδώ

(veículo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Όταν πάω στο κέντρο της πόλης, συνήθως ανεβαίνω σε λεωφορείο αντί να πάρω το αμάξι. Ανέβα στην πλάτη μου, θα σε κουβαλήσω ως το σχολείο.

ανεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fomos forçados a aumentar nossos preços para cobrir os custos da matéria-prima..
Αναγκαστήκαμε να ανεβάσουμε τις τιμές μας για να καλύψουμε το κόστος των πρώτων υλών.

ανεβαίνω ελαφρώς, αυξάνω ελαφρώς, αυξάνομαι ελαφρώς

Τώρα που ήρθε η άνοιξη, η θερμοκρασία ανέβηκε, επιτέλους, ελαφρώς.

σκαρφαλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os garotos escalaram a cerca.
Τα παιδιά σκαρφάλωσαν το φράχτη.

αυξάνομαι κατακόρυφα

(figurativo)

σκαρφαλώνω

(em árvore) (κάτι ή σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανεβάζω, αυξάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αυξάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

έρχομαι

(maré) (παλίρροια)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A maré alta subiu às três da tarde de hoje.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν είναι σωστό να βρίσκεσαι σε αυτή την παραλία όταν φουσκώνουν τα νερά.

αναρριχώμαι

verbo transitivo (dentro de organização) (μεταφορικά: σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele passou 25 anos subindo no ranking da empresa antes de se tornar presidente.
Ξόδεψε 25 χρόνια για να σκαρφαλώσει στην ιεραρχία της εταιρείας πριν να γίνει ο πρόεδρός της.

χάνω τη στύση

(perder a ereção) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανεβαίνω στην κλίμακα της ιεραρχίας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανεβοκατεβαίνω

(figurado: subir e descer) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκαρφαλώνω

(κάτι ή σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele escalou a árvore.
Σκαρφάλωσε στο δέντρο.

ξεμυαλίζω

expressão verbal (ser esnobe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seu único sucesso subiu a cabeça dele e agora está impossível de conviver com ele.

είμαι εκτός εαυτού, βγαίνω εκτός εαυτού

expressão (informal: ficar irado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ερμηνεύω ρόλο, εκπληρώνω, εκτελώ

locução verbal (atuar no teatro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você é um cara muito engraçado, deveria subir ao palco.

ανεβάζω το κόστος, ανεβάζω την τιμή

(aumentar o valor de)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεβάζω την τιμή προσφοράς

(forçar a quantidade de ofertas a subir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεβάζω τον πήχυ

(elevar o padrão) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανεβαίνω στο θρόνο

(monarca: chegar ao poder)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανακύλιση περιεχομένων οθόνης

(computação) (Η/Υ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανεβαίνω στην ιεραρχία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sara foi promovida e agora é uma gerente de vendas.
Η Σάρα ανέβηκε στην ιεραρχία και τώρα είναι διευθύντρια πωλήσεων.

σηκώνομαι απότομα

ορθώνομαι

verbo transitivo (πάνω ή ψηλότερα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χτυπάω

expressão verbal (ficar bêbado) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A taça de vinho subiu na minha cabeça!
Το ένα ποτήρι κρασί που ήπια με έχει χτυπήσει!

γίνομαι ερμηνευτής, γίνομαι ηθοποιός

locução verbal (tornar-se ator profissional)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
João subiu ao palco quando tinha apenas 12 anos.

φτάνω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκαρφαλώνω

(μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os preços das casas subiram gradualmente vários milhares desde que compramos nossa casa.
Από τότε που αγοράσαμε το σπίτι μας, οι τιμές κατοικίας ανέβηκαν κατά αρκετές χιλιάδες.

βοηθώ κπ να ανέβει

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανεβάζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σηκώνω απότομα

φουσκώνω

expressão verbal (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O peito de Kim subia e descia com esforço no fim da corrida.
Το στήθος της Κιμ φούσκωσε από την προσπάθεια στο τέλος του αγώνα.

κούνημα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O abano do rabo da cadela mostrava o quão satisfeita ela estava em ver um rosto familiar.
Το κούνημα της ουράς του σκύλου έδειχνε πόσο χαιρόταν που έβλεπε ένα οικείο πρόσωπο.

ανεβάζω

locução verbal (preços)

Η ξαφνική έλλειψη ανέβασε τις τιμές του βουτύρου και του τυριού.

βγαίνω

(teatro) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το συγκρότημα βγαίνει σε 10 λεπτά.

εκτοξεύομαι, εκτινάσσομαι

(BRA, economia) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No final do dia, as ações dessa companhia sofreram rali.

ανεβαίνω κτ γρήγορα

locução verbal

A infantaria subiu correndo a colina para enfrentar o ataque.
Το πεζικό ανέβηκε γρήγορα τον λόφο για να αντιμετωπίσει την επίθεση.

οξύνω

expressão (música)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φτάνω στην κορυφή

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του subir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.