Τι σημαίνει το tarea στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tarea στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tarea στο ισπανικά.
Η λέξη tarea στο ισπανικά σημαίνει δουλειά, μαθήματα, δουλειά, διάβασμα, δύσκολος, μάθημα, σχολική εργασία, εργασία, εγχείρημα, εργασία, δουλειά, δουλειά, δουλειά, αγγαρεία, ψευτοαπασχόληση, ψευτοδουλειά, γραφειοκρατική εργασία, αναθέτω εργασία, αναθέτω δουλειά, διαβάζω για το σχολείο, δουλειά, δύσκολη δουλειά, δύσκολο καθήκον, αναθέτω, αναθέτω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tarea
δουλειάnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tengo una pequeña tarea para ti, si tienes cinco minutos disponibles. Σου έχω μια δουλίτσα, αν σου περισσεύουν πέντε λεπτά. |
μαθήματα(μτφ, καθομ: σχολείο) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Jimmy es muy bueno haciendo los deberes todos los días después de clase. Ο Τζίμι είναι πολύ συστηματικός στο να κάνει τα μαθήματά του κάθε μέρα μετά το σχολείο. |
δουλειάnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tengo diez tareas que necesito terminar hoy. Έχω δέκα δουλειές που πρέπει να τελειώσω σήμερα. |
διάβασμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Si ya terminaste la tarea puedes salir a jugar. |
δύσκολοςnombre femenino (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Terminar el reporte fue una enorme tarea, ¡pero lo logré! Η συμπλήρωση της αναφοράς ήταν πακέτο αλλά τα κατάφερα! |
μάθημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La tarea para esta noche son los primeros cinco poemas del libro. Το μάθημά σου για απόψε είναι τα πέντε πρώτα ποιήματα του βιβλίου. |
σχολική εργασία
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εργασία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su jefe le dio tres encargos que debían ser terminados para el fin de semana. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η αποστολή του Κώστα ως μυστικός αστυνομικός ήταν να ανακαλύψει που κρυβόταν ο αρχηγός της σπείρας. |
εγχείρημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dan se ha embarcado en un proyecto literario; está escribiendo una novela. Ο Νταν έχει ξεκινήσει ένα λογοτεχνικό εγχείρημα· γράφει ένα μυθιστόρημα. |
εργασία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Este proyecto debería tomarme unas tres horas. Υπολογίζω να μου πάρει περίπου τρεις ώρες για να ολοκληρώσω αυτήν την εργασία. |
δουλειά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No me gusta este trabajo, ¿puedo hacer algo diferente? Δεν μου αρέσει αυτή η δουλειά. Μπορώ να κάνω κάτι άλλο; |
δουλειά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hace uno que otro trabajo en esa tienda. |
δουλειά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El trabajo estaba manifiestamente bien hecho. Η δουλειά προφανώς είχε γίνει καλά. |
αγγαρεία(ES: coloquial) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hacer problemas de matemáticas es una lata. Το να λύνεις προβλήματα μαθηματικών είναι μια αγγαρεία. |
ψευτοαπασχόληση, ψευτοδουλειά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γραφειοκρατική εργασία
Muchos médicos se sienten defraudados con sus trabajos debido al trabajo administrativo que deben realizar. Πολλοί γιατροί απογοητεύονται από τη δουλειά τους γιατί υπάρχουν πολλά διοικητικά καθήκοντα που πρέπει να ολοκληρωθούν. |
αναθέτω εργασία, αναθέτω δουλειάlocución verbal Como era una nueva empleada le asigné una tarea sencilla. |
διαβάζω για το σχολείοlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los niños tienen que hacer la tarea antes de salir a jugar. Τα παιδιά πρέπει να διαβάσουν για το σχολείο πριν βγουν έξω για παιχνίδι. |
δουλειά(gen pl) (συχνά στον πληθυντικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mallory dedica las mañanas de los sábados a las tareas del hogar. Η Μάλλορυ κάθε Σάββατο πρωί κάνει τις δουλειές του σπιτιού. |
δύσκολη δουλειά, δύσκολο καθήκον
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En esta recesión vamos a tener la difícil tarea de convencer al jefe para que gaste dinero en nuevas computadoras. |
αναθέτω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los abogados le asignaron todo el papeleo al asistente. Ο δικηγόρος ανέθεσε τη χαρτούρα στον βοηθό του. |
αναθέτω(σε κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le asignaron la tarea de subir los datos al sistema informático. Του ανέθεσαν να φορτώσει τα δεδομένα στο σύστημα του υπολογιστή. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tarea στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του tarea
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.