Τι σημαίνει το tendre στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tendre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tendre στο Γαλλικά.
Η λέξη tendre στο Γαλλικά σημαίνει μαλακός, τρυφερός, τρυφερός, στοργικός, τρυφερός, αδύναμος, μαλακός, που δεν έχει σκληραγωγηθεί, τεντώνω, απλώνω, γέρνω κτ προς τα εμπρός, τεντώνω, απλώνω, τεντώνω, τεντώνω, απλώνω, επιβαρύνω, καταπονώ, απλώνω, αγαπημένος, καλόκαρδος, τρυφερός, ευαίσθητος, συναισθηματικός, σφίγγω, τρυφερός, στοργικός, απλώνω, τεντώνω, σουφρώνω τα χείλη, σφίγγω, έχω... τάση, σουφρώνω, δίνω, ευαίσθητος, συναισθηματικός, το έτερον ήμισυ, υπόκειμαι, υποτείνω, αφουγκράζομαι, τεντώνομαι, πορσελάνη, νηπιακή ηλικία, παιδική ηλικία, βρεφική ηλικία, στοργή, τρυφερότητα, αγάπη, τρυφερότητα, στοργή, γαλάζιο, για το καλό κπ, το άλλο μου μισό, βάζω, τοποθετώ, γυρίζω το άλλο μάγουλο, στήνω παγίδα σε κάποιον, τεντώνω τον λαιμό μου, σουφρώνω τα χείλη, τείνω κλάδο ελαίας, απλώνω τα χέρια, σηκώνω τα χέρια, απλώνω τα χέρια, τεντώνω το χέρι, απλώνω το χέρι, γαλάζιος, γλυκόλογα, ξυλεία από κωνοφόρα, απλωμένο χέρι ως ένδειξη φιλίας, συνηθίζω να κάνω κτ, σφίγγομαι, στρέφομαι προς, στρέφομαι σε, τεντώνω το χέρι προς κπ/κτ, απλώνω το χέρι προς κπ/κτ, από κωνοφόρα, χείρα βοηθείας, στρέφομαι προς, στρέφομαι σε, προσπαθώ να επικοινωνήσω, αιφνιδιάζω, παγιδεύω, κάνω να πιάσω, καλαπόδι, τεντώνομαι, αιφνιδιάζω, ξαφνιάζω, στήνω ενέδρα σε κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tendre
μαλακός, τρυφερόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'agneau était tendre et parfaitement cuit. Το αρνάκι ήταν τρυφερό και τέλεια μαγειρεμένο. |
τρυφερός, στοργικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La tendre épouse de Peter l'a réconforté lorsqu'il a perdu son emploi. Η στοργική γυναίκα του Πίτερ τον παρηγόρησε όταν έχασε τη δουλειά του. |
τρυφερόςadjectif (âge) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le vieil homme était choqué d'entendre ce type de langage sortir de la bouche d'un enfant d'un âge encore si tendre. Ο ηλικιωμένος κύριος σοκαρίστηκε όταν άκουσε τέτοιο λεξιλόγιο από ένα άτομο σε τόσο τρυφερή ηλικία. |
αδύναμος, μαλακός(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ne sois pas aussi indulgent ! Dis-leur ce que tu dois leur dire et n'aie pas peur ! Μην είσαι τόσο αδύναμος (or: μαλακός). Πες τους ό,τι έχεις να τους πεις και μη φοβάσαι. |
που δεν έχει σκληραγωγηθεί(personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τεντώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απλώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a tendu la main au chien pour qu'il la sente. Άπλωσε το χέρι του στον σκύλο για να το μυρίσει. |
γέρνω κτ προς τα εμπρόςverbe transitif (le cou) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τεντώνωverbe transitif (le cou) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Daisy devait tendre le cou pour apercevoir le défilé au loin. Η Ντέιζι έπρεπε να τεντώσει τον λαιμό της για να δει την παρέλαση στο βάθος. |
απλώνω, τεντώνω(la main) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim a tendu la main pour que Karen la serre. Ο Τζιμ έδωσε στην Κάρεν το χέρι του για να κάνουν χειραψία. Τέντωσα το αριστερό μου πόδι, για να δείξω στον γιατρό το παράξενο εξόγκωμα. |
τεντώνω, απλώνωverbe transitif (la main, le bras,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il tendit la main pour ramasser le papier sur le sol. |
επιβαρύνω, καταπονώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Soulever cette lourde table m'a tendu le dos. |
απλώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le Français me tendit la main. Ο Γάλλος έτεινε το χέρι του, για να κάνουμε χειραψία. |
αγαπημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Matt avait une famille aimante et ça a donc été une surprise de le voir fuguer. Ο Ματ είχε μια αγαπημένη οικογένεια και γι' αυτό είναι πολύ περίεργο που το έσκασε. |
καλόκαρδος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρυφερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Zoe a donné un tendre baiser à son copain. Η Ζωή έδωσε στο φίλο της ένα τρυφερό φιλί. |
ευαίσθητος, συναισθηματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σφίγγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η βίδα είχε λασκάρει και έτσι ο Πωλ την έσφιξε. |
τρυφερός, στοργικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Kesley lança un sourire affectueux à son amie. |
απλώνω, τεντώνω(bras, ailes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σουφρώνω τα χείλη(ses lèvres) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σφίγγω(un muscle) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Robert a contracté ses muscles, se préparant à courir. Ο Ρόμπερτ έσφιξε τους μύες στα πόδια του έτοιμος να τρέξει. |
έχω... τάση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'action se dirige vers le haut. Η μετοχή έχει ανοδική τάση. |
σουφρώνω(ses lèvres) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a avancé ses lèvres comme s'il s'apprêtait à embrasser quelqu'un. |
δίνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peux-tu me donner ce stylo, s'il te plaît ? Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το στυλό, σε παρακαλώ; |
ευαίσθητος, συναισθηματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
το έτερον ήμισυ(familier) (καθαρεύουσα, καθομ, μτφ) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
υπόκειμαιverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
υποτείνωverbe transitif (géométrie) (μαθηματικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφουγκράζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ils guettèrent tout bruit qui s'échappait de la mine. Αφουγκράστηκαν για τυχόν ήχους από το ορυχείο. |
τεντώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle s'étira pour détendre ses muscles douloureux. |
πορσελάνη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
νηπιακή ηλικία, παιδική ηλικία, βρεφική ηλικία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai peu de souvenir de ma petite enfance. Έχω ελάχιστες αναμνήσεις από τη νηπιακή μου ηλικία. |
στοργή, τρυφερότητα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le garçon s'occupait de son lapin avec une tendre attention. |
αγάπη, τρυφερότητα, στοργήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un bon mari traite toujours sa femme avec tendresse et affection. |
γαλάζιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
για το καλό κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το άλλο μου μισό(μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
βάζω, τοποθετώ(παγίδα για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a tendu un piège à la souris. Έβαλε μια παγίδα για το ποντίκι. |
γυρίζω το άλλο μάγουλοlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle était extrêmement impolie mais j'ai décidé de tendre l'autre joue. |
στήνω παγίδα σε κάποιονlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τεντώνω τον λαιμό μουlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ils ont tendu le cou pour essayer d'apercevoir la princesse. |
σουφρώνω τα χείλη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τείνω κλάδο ελαίας(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απλώνω τα χέριαlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σηκώνω τα χέρια, απλώνω τα χέριαverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τεντώνω το χέρι, απλώνω το χέριverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il tendit le bras au-dessus de la table et me caressa la joue. |
γαλάζιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γλυκόλογαnom masculin (souvent au pluriel) (μόνο πληθυντικός) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Le couple se murmurait des mots doux (or: tendres) à l'oreille. |
ξυλεία από κωνοφόραnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les chaises étaient faites en bois tendre. |
απλωμένο χέρι ως ένδειξη φιλίαςlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
συνηθίζω να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai tendance à faire mes devoirs avant de dîner. Συνήθως, κάνω τα μαθήματά μου πριν από το δείπνο. |
σφίγγομαιverbe pronominal (corps) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle s'est tendue quand j'ai parlé de son ancien patron. |
στρέφομαι προς, στρέφομαι σε(μεταφορικά) |
τεντώνω το χέρι προς κπ/κτ, απλώνω το χέρι προς κπ/κτ(le bras) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Susie a renversé mon verre de vin quand elle a tendu le bras au-dessus de la table pour prendre le sel. |
από κωνοφόραlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il se trouvait dans le coin de la pièce une table en bois tendre. |
χείρα βοηθείας(figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Après le séisme, la communauté internationale a tendu les bras au pays sinistré. |
στρέφομαι προς, στρέφομαι σε(μεταφορικά) |
προσπαθώ να επικοινωνήσω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai essayé de venir en aide (or: tendre la main) à la famille quand ils étaient dans le besoin. Προσπάθησα να επικοινωνήσω με την οικογένεια σε αυτή τους τη δύσκολη στιγμή. |
αιφνιδιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le jaguar tendit une embuscade au chasseur endormi. Το τζάγκουαρ επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στον κυνηγό που κοιμόταν. |
παγιδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il est vraiment parano et pense toujours que les gens montent des coups contre lui. Είναι πραγματικά παρανοϊκός και πάντα νομίζει ότι οι άλλοι προσπαθούν να τον παγιδεύσουν. |
κάνω να πιάσωverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il tendit le bras pour attraper le livre. Τεντώθηκε για να πιάσει το βιβλίο. |
καλαπόδι(υποδήματα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Diana utilise une forme afin que ses gants lui aillent mieux. |
τεντώνομαιlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle tendit le bras vers l'étagère du haut tout en serrant fort le bébé. Τεντώθηκε για να φτάσει το πιο ψηλό ράφι χωρίς να αφήσει το μωρό. |
αιφνιδιάζω, ξαφνιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le prof a tendu un piège aux élèves avec son interro surprise. |
στήνω ενέδρα σε κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tendre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του tendre
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.