Τι σημαίνει το tendance στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tendance στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tendance στο Γαλλικά.

Η λέξη tendance στο Γαλλικά σημαίνει τάση, τάση, ροπή, κλίση, μοδάτος, στυλάτος, του συρμού, τάση, φύση, τάση, πρώτος, φίνος, μόδα, τάση, κίνηση, τάση, τάση, μόδα, τάση, ροπή, κλίση, ως τάση, ως μόδα, ως τρεντ, τάση, τροπή, κουλ, μοντέρνος, τάση, τάση, τάση, κλίση, ροπή, τάση, ροπή, προδιάθεση, κατεύθυνση, καθυστέρηση, κωλυσιεργία, μεγάλη τάση της μόδας, περιθώριο να υποχωρήσω, έχω την τάση να πιστεύω κπ/κτ, αγάπη για κτ, λέξη που έχει γίνει καραμέλα, δικομματισμός, πτώση, κάθοδος, ανοδική πορεία, ανοδική τάση, καθιερωμένες απόψεις, τάση υποχώρησης, φυσική ροπή,τάση, χρηματοοικονομική ανάλυση τάσεων, μοτίβο, ένστικτο μετανάστευσης, πίνακας παρουσίασης, ανοδική τάση, που δημιουργεί μόδα, προστατευτικότητα, έχω την τάση να κάνω κτ, τείνω να κάνω κτ, ακολουθώ τη μάζα, ακολουθώ το πλήθος, συνηθίζω να κάνω κτ, έχω την τάση να, τείνω να, επιρρεπής, ξαφνική εμφάνιση, ρεπουμπλικανισμός, συνηθίζω να κάνω κτ, έχω την τάση, τείνω, που έχει την τάση να κάνει κτ, έχω την τάση να, το να είναι κπ κλαψιάρης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tendance

τάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle a tendance à bégayer quand elle est fatiguée.
Έχει την τάση να τραυλίζει όταν είναι κουρασμένη.

τάση, ροπή, κλίση

nom féminin (politique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sa tendance à droite est devenue évidente pendant le discours.
Η ροπή του προς τη δεξιά έγινε εμφανής κατά την ομιλία του.

μοδάτος, στυλάτος

(vêtements)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle porte toujours des vêtements à la mode.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μετά τη δουλειά τα στελέχη πήγαν σε ένα μοδάτο μπαρ.

του συρμού

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Porter des chaussures dépareillées est très tendance en ce moment.

τάση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La tendance est à une meilleure direction.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Υπάρχει μια τάση πιο φιλικής προσέγγισης των εργαζομένων στην εταιρεία.

φύση

nom féminin (μτφ: πώς είμαι κανονικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sarah est toujours appréciée grâce à sa tendance à être joyeuse.
Ο κόσμος πάντα συμπαθεί τη Σάρα λόγω της χαρούμενης φύσης της.

τάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le gouverneur a des tendances libérales mais il continue tout de même à réduire le budget de l'éducation.
Ο κυβερνήτης έχει κάποιες φιλελεύθερες τάσεις, αλλά παρόλα αυτά κάνει περικοπές στον προϋπολογισμό για την εκπαίδευση.

πρώτος, φίνος

(familier) (παλαιό, αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est une tenue tendance (or: branchée).
Αυτό είναι ένα μοντέρνο ντύσιμο.

μόδα

adjectif invariable

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ces chaussures sont très tendance en ce moment.
Αυτά τα παπούτσια είναι τώρα στη μόδα.

τάση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les poèmes d'adolescents sont parfois révélateurs d'une tendance à se regarder le nombril.

κίνηση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La tendance subite de ce nouveau look a mis le marchand en rupture de stock.
Οι ξαφνικές πωλήσεις του νέου προϊόντος άδειασαν τις αποθήκες του εμπόρου.

τάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La tendance générale de l'action est à la hausse.
Η γενική τάση για αυτή τη μετοχή είναι ανοδική.

τάση, μόδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tim fait des études de stylisme, c'est pourquoi il est toujours au courant des dernières tendances.
Ο Τιμ σπουδάζει σχεδιαστής μόδας κι έτσι πάντα ξέρει τις τελευταίες τάσεις.

τάση, ροπή, κλίση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ως τάση, ως μόδα, ως τρεντ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il y a un intérêt éphémère pour la nourriture végan en ce moment.

τάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sa sœur suivait la mode de très près.
Η αδελφή του πάντα ακολουθούσε τη μόδα.

τροπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'évolution des évènements n'a pas été en notre faveur.

κουλ

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μοντέρνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τάση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle a tendance à se disputer lorsqu'elle est fatiguée.
Έχει την τάση να διαπληκτίζεται όταν είναι κουρασμένη.

τάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a une propension (or: inclination) à pleurer lorsqu'il est saoul.
Έχει την τάση να κλαίει όταν μεθάει.

τάση, κλίση, ροπή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ma sœur a une propension à être autoritaire.

τάση, ροπή, προδιάθεση

(religion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατεύθυνση

(figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le parti conservateur s'inquiète de la direction morale que prend notre époque.

καθυστέρηση, κωλυσιεργία

(néologisme)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La procrastination de Simon nous a fait manquer l'échéance.
Η αναβλητικότητα του Σάιμον είχε ως αποτέλεσμα να μην προλάβουμε την προθεσμία.

μεγάλη τάση της μόδας

(familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιθώριο να υποχωρήσω

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Le parquet est un peu flexible.
Το πάτωμα υποχωρεί λιγάκι.

έχω την τάση να πιστεύω κπ/κτ

(μόνιμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Janice avait tendance à croire la version des événements donnée par Bill.

αγάπη για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Après son accident, mon frère a perdu son penchant pour les voitures de sport.

λέξη που έχει γίνει καραμέλα

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δικομματισμός

nom féminin (πολιτική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πτώση, κάθοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανοδική πορεία, ανοδική τάση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καθιερωμένες απόψεις

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τάση υποχώρησης

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φυσική ροπή,τάση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χρηματοοικονομική ανάλυση τάσεων

nom féminin (bourse)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'analyse de tendance prévoit que l'indice boursier dépassera bientôt les 10 000 points.

μοτίβο

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il y a une constante dans son comportement : il te déçoit toujours !

ένστικτο μετανάστευσης

nom féminin (Ornithologie) (πουλί)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πίνακας παρουσίασης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανοδική τάση

nom féminin

που δημιουργεί μόδα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προστατευτικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έχω την τάση να κάνω κτ, τείνω να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Julia a tendance à se vexer si quelqu'un lui fait la moindre critique sur son travail.
Η Τζούλια έχει την τάση να αναστατώνεται εάν κάποιος κάνει την παραμικρή κριτική για τη δουλειά της.

ακολουθώ τη μάζα, ακολουθώ το πλήθος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνηθίζω να κάνω κτ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Attention au chien : il a tendance à voler tout ce qui se trouve dans les assiettes.

έχω την τάση να, τείνω να

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Certains auteurs ont tendance à exagérer (or: à l'exagération).
Ορισμένοι συγγραφείς τείνουν να υπερβάλλουν.

επιρρεπής

(à faire [qch]) (έχω την τάση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est enclin à poser des problèmes lorsqu'il s'ennuie.
Όταν βαριέται, γίνεται επιρρεπής στην πρόκληση προβλημάτων.

ξαφνική εμφάνιση

ρεπουμπλικανισμός

nom féminin (ΗΠΑ, συντηρητισμός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

συνηθίζω να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai tendance à faire mes devoirs avant de dîner.
Συνήθως, κάνω τα μαθήματά μου πριν από το δείπνο.

έχω την τάση

(να κάνει κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il pense qu'elle est dangereuse et je suis enclin à être d'accord avec lui.
Τη θεωρεί επικίνδυνη και τείνω να συμφωνήσω μαζί του.

τείνω

verbe intransitif (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a tendance à rester dehors tard dans la nuit.
Έχει την τάση να μένει έξω μέχρι αργά.

που έχει την τάση να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alan a tendance à prendre des jours de congé sans prendre la peine de donner une explication.
Ο Άλαν έχει την τάση να παίρνει ρεπό χωρίς να μπαίνει στον κόπο να δώσει κάποια εξήγηση.

έχω την τάση να

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ne crois pas tout ce que peut raconter ma sœur. Elle a tendance à exagérer.

το να είναι κπ κλαψιάρης

(d'un bébé)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tendance στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του tendance

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.