Τι σημαίνει το terminar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης terminar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του terminar στο ισπανικά.

Η λέξη terminar στο ισπανικά σημαίνει τελειώνω, ολοκληρώνω, αποτελειώνω, τελειώνω, τερματίζω, τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω, αποτελειώνω, ξεκάνω, φτάνω στο τέλος,καταλήγω, τελειώνω, ολοκληρώνω, λήγω, κάνω ούγια, τελειώνω, σταματάω, σταματώ, τελειώνω, κλείνω, τερματίζω, λήγω, συμβαίνω, πηγαίνω, πάω, ολοκληρώνω, τελειώνω, καταλήγω, λήγω, ολοκληρώνω, τελειώνω, πίνω όλο, κάνω ούγια, τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνομαι, καταλήγω, τελειώνω, βγαίνω, διαλύω, τρώω όλο, έχω τελειώσει, τελειώνω, -, λήγω, σταματάω, τελειώνω, καταλήγω, τερματίζω, πίνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω, καταλήγω να κάνω κτ, τελειώνω, τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω, σταματάω, σταματώ, ολοκληρώνομαι, τελειώνω το φαγητό μου, ολοκληρώνω, τελειώνω, διακόπτω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, σταματάω, σταματώ, χωρίζω, ολοκληρώνω, τελειώνω, εξαντλώ, οριστικοποιώ, σβήνω, πεθαίνω, τερματίζω, βγαίνω, τελειώνω, εξαντλώ, καταλήγω, τελειώνω, συμπεραίνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, το διαλύω, προκύπτω, τελειώνω, ολοκληρώνω, σταματάω, σταματώ, σπάω, κόβω, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, ολοκληρώνω, λήγω, τελειώνω, ξεπετάω, τελειώνω, αποτελειώνω, καταλήγω σε, ημιτελής, ανολοκλήρωτος, εξαλείφω, καταπνίγω, ξεριζώνω, εξαλείφω, διαγράφω, εξαφανίζω, που έχει καταστραφεί, που έχει διαλυθεί, που έχει γκρεμιστεί, καινούριος, φρέσκος, που έχει σχεδόν τελειώσει, μετά το σχολείο, στο τέλος της ημέρας, θα έχει άσχημη κατάληξη, είμαι ατελείωτος, καταλήγω στα παλιοσίδερα, τελειώνω μία σχέση, δίνω ένα τέλος σε κτ, πηγαίνω πρόσω ολοταχώς για τον γκρεμό, κάνω, φέρνω κτ εις πέρας, τελειώνω κάτι, διαρκώ για πάντα, θέλω να φύγω, είμαστε πάτσι, καταλήγω, κλείνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, τραβάω, βγαίνω ζημιωμένος, φτάνω, παύω να έχω σχέση με κπ, εξολοθρεύω, εξοντώνω, βάζω ένα τέλος σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης terminar

τελειώνω, ολοκληρώνω, αποτελειώνω

(κάτι που ήταν στη μέση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Termina el informe antes de irte.
Ολοκλήρωσε την έκθεση πριν πας σπίτι.

τελειώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Juan terminó la comida y después se retiró de la casa.
Ο Τζον τελείωσε το γεύμα του κι έπειτα έφυγε από το σπίτι.

τερματίζω

(σε αγώνα δρόμου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Terminó la carrera en 35 minutos.
Τερμάτισε τον αγώνα σε 35 λεπτά.

τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi clase termina al mediodía.
Το μάθημά μου τελειώνει το μεσημέρι.

τελειώνω

(έργο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él terminará la traducción en los próximos 30 minutos.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δικαίωμα εγγραφής έχουν όσοι έχουν περατώσει τις γυμνασιακές τους σπουδές.

τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella acabó (or: terminó) los cereales y tuvo que abrir otra caja.
Τελείωσε το κουτί με τα δημητριακά και έπρεπε να ανοίξει ένα άλλο.

τελειώνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Por favor termina (or: acaba) para que nos podamos ir.
Τελείωνε σε παρακαλώ για να μπορέσουμε να φύγουμε.

αποτελειώνω, ξεκάνω

(ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φτάνω στο τέλος,καταλήγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τελειώνω, ολοκληρώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λήγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω ούγια

(tejido) (ζαργκόν)

τελειώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tengo que terminar la tarea antes de ir al centro comercial.

σταματάω, σταματώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Terminemos por hoy, estamos muy cansados y todo nos sale mal, seguiremos mañana.

τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλείνω, τερματίζω, λήγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después de una hora en el teléfono, ella terminó la conversación.

συμβαίνω

(informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Cómo terminaron las ortografías de Inglaterra y Estados Unidos escribiendo "color" de forma distinta?

πηγαίνω, πάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El pronóstico es bueno, pero aún es muy temprano para saber cómo terminará todo.
Η πρόγνωση είναι καλή, αλλά είναι πολύ νωρίς για να πούμε πως θα πάει.

ολοκληρώνω, τελειώνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καταλήγω

(resultar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si seguimos yendo por este camino, terminaremos perdidos.
Αν συνεχίσουμε έτσι, θα καταλήξουμε να χαθούμε εντελώς.

λήγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ολοκληρώνω, τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tengo tanto trabajo que terminar, no sé cómo voy a hacer todo. Tengo que terminar de estudiar antes del examen.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η δουλειά που πρέπει να τελειώσω αυτή την εβδομάδα είναι τόση πολλή που δεν ξέρω πώς θα τα καταφέρω.

πίνω όλο

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Termina tu jugo, es hora de irnos.
Πιες τον χυμό σου. Είναι ώρα να φύγουμε.

κάνω ούγια

(tejido) (ζαργκόν)

τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καταλήγω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si no preguntamos por dónde se va, terminaremos completamente perdidos.
Εάν δεν σταματήσουμε να ζητήσουμε οδηγίες θα καταλήξουμε εντελώς χαμένοι.

τελειώνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Terminemos y vayámonos a casa.

βγαίνω

(από κατάσταση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El país está terminando un año de inmenso crecimiento económico.

διαλύω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Matías y Gloria decidieron terminar su compromiso.
Ο Ματ και η Γκλέντα αποφάσισαν να διαλύσουν τον αρραβώνα τους.

τρώω όλο

verbo transitivo (comida)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si terminas tus vegetales puedes comer postre.
Αν φας όλα τα λαχανικά σου, μπορείς να φας επιδόρπιο.

έχω τελειώσει

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Terminaste ya?

τελειώνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Han terminado las noticias?
Τέλειωσαν οι ειδήσεις;

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Estoy cansada de tus celos. ¡Quiero que terminemos!
Δεν αντέχω άλλο τη ζήλια σου. Τελειώσαμε!

λήγω, σταματάω, τελειώνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La venta de liquidación termina mañana al cierre del día laboral.

καταλήγω, τερματίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La línea férrea terminaba en una gran estación.

πίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Terminó su cerveza y se fue.

ολοκληρώνω, τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deberías ser capaz de terminar este trabajo en dos horas.

τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ολοκληρώνω, τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Terminaré (or: finalizaré) la pintura para el viernes.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είναι αποφασισμένος να εργαστεί σκληρά, προκειμένου να αποπερατώσει το έργο που του έχει ανατεθεί.

τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Terminaron la conferencia pasada la tarde.

καταλήγω να κάνω κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si no consigo un trabajo pronto, terminaré pidiendo limosna en la calle.
Αν δεν βρω, σύντομα, δουλειά, ίσως καταντήσω να ζητιανεύω στο δρόμο.

τελειώνω

verbo transitivo (φέρνω σε τέλος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella terminó su relación al cabo de solo dos meses.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μετά από την παρέμβαση τρίτης δύναμης, οι αντίπαλοι συμφώνησαν να λήξουν τις εχθροπραξίες.

τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σταματάω, σταματώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La tormenta cesó a primera hora del día.
Η καταιγίδα σταμάτησε τις πρώτες πρωινές ώρες.

ολοκληρώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La visita del Papa culminará con una misa en la catedral.
Η επίσκεψη του Πάπα θα ολοκληρωθεί με μια λειτουργία στον καθεδρικό ναό.

τελειώνω το φαγητό μου

(comida)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si acabas rápido tendremos más tiempo para jugar.
Αν τελειώσεις το φαγητό σου, θα έχουμε περισσότερο χρόνο για παιχνίδι.

ολοκληρώνω, τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan finalizó el informe y se lo envió a su jefa.

διακόπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jefe decidió que Tom no era apto para el puesto y rescindió su contrato.

ολοκληρώνομαι, τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La historia concluye cuando el héroe rescata a los chicos.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ha parado de llover.
Η βροχή σταμάτησε.

χωρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La pareja se separó después de tres años juntos.
Το ζευγάρι χώρισε μετά από τρία χρόνια σχέσης.

ολοκληρώνω, τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sam siempre está haciendo planes, pero nunca completa ninguno.

εξαντλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El grupo había agotado sus reservas de leña y ahora todos tenían frío.
Η ομάδα είχε εξαντλήσει τα εφόδια καυσόξυλων και όλοι είχαν αρχίσει να κρυώνουν.

οριστικοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El grupo de trabajo cerró el calendario del proyecto.

σβήνω, πεθαίνω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi amor por ti nunca morirá.
Η αγάπη μου για σένα δεν θα σβήσει ποτέ.

τερματίζω, βγαίνω, τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No me importa ganar la carrera; lo que no quiero es llegar último.
Δεν με νοιάζει αν θα κερδίσω τον αγώνα. Θέλω απλώς να μην τερματίσω τελευταίος.

εξαντλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los dos hombres habían agotado los temas de conversación, así que se sentaron en silencio.
Οι δύο άντρες είχαν εξαντλήσει όλα τα θέματα συζήτησης, οπότε κάθονταν σιωπηλοί.

καταλήγω, τελειώνω, συμπεραίνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El escritor luchaba por concluir su compleja historia.

ολοκληρώνω, τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un buen gerente se asegura de que su equipo pueda completar los proyectos.

το διαλύω

(relación) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προκύπτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sus mentiras fueron la causa de su despido y de toda la situación en la que resultó.
Τα ψέματά του ήταν η αιτία της αποπομπής τους από την εταιρεία και, τελικά, της όλης κατάστασης στην οποία οδηγηθήκαμε.

τελειώνω, ολοκληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su hijo se graduó del tercer grado.

σταματάω, σταματώ

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Vosotros dos! ¡Cortad esa pelea ya!
Ε, εσείς οι δύο! Κόφτε τον τσακωμό! Τώρα!

σπάω

(μτφ: συμβόλαιο, συμφωνία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El actor quiere romper su contrato.

κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él es muy bueno para comenzar las cosas, pero nunca parece acabar lo que empieza.
Είναι πολύ καλός στο να ξεκινάει πράγματα, αλλά φαίνεται ότι ποτέ δεν καταφέρνει να τα ολοκληρώσει (or: να τα φέρει εις πέρας).

ολοκληρώνω, λήγω, τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jefe de personal finalizó la reunión temprano.
Ο υπεύθυνος του πολιτικού γραφείου έληξε τη σύσκεψη νωρίς.

ξεπετάω

verbo transitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Terminé con un ensayo de política mientras la esperaba.
Ξεπέταξα μια εργασία για την πολιτική καθώς την περίμενα να ετοιμαστεί.

τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tania terminó de cocinar la cena y la sirvió.

αποτελειώνω

(figurado) (σκοτώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esa caminata de 30 millas me mató.

καταλήγω σε

ημιτελής, ανολοκλήρωτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El edificio sigue incompleto después de diez años de construcción.
Το κτίριο παραμένει ημιτελές (or: ατελείωτο) μετά από δέκα χρόνια κατασκευής.

εξαλείφω, καταπνίγω, ξεριζώνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los curas de la Inquisición Española pretendían aniquilar toda herejía.
Οι ιερείς της ισπανικής Ιεράς Εξέτασης ήλπιζαν να εξαλείψουν κάθε αίρεση.

εξαλείφω, διαγράφω, εξαφανίζω

(ιδέα, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su desempeño en el examen extinguió todos sus planes de una carrera legal.

που έχει καταστραφεί, που έχει διαλυθεί, που έχει γκρεμιστεί

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un simple error y todo por lo que trabajó el ministro está arruinado.

καινούριος, φρέσκος

locución verbal (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Me iba a preparar un poco de cereal pero se nos acaba de terminar la leche.

που έχει σχεδόν τελειώσει

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ya casi termina el año escolar.

μετά το σχολείο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Todos los días, al terminar la escuela, acudían al jardín a reunirse con los amigos.

στο τέλος της ημέρας

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Al terminar el día volvió a casa.
Στο τέλος της ημέρας πήγε σπίτι.

θα έχει άσχημη κατάληξη

είμαι ατελείωτος

(literal)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Todos creían que la relación de la pareja no terminaría nunca.

καταλήγω στα παλιοσίδερα

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τελειώνω μία σχέση

Sarah y John iban a casarse el mes que viene, pero ella se enteró de que él estaba teniendo una aventura y decidió romper la relación.

δίνω ένα τέλος σε κτ

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La rápida acción de la autoridad puso un alto a los tumultos callejeros tras el partido de fútbol.

πηγαίνω πρόσω ολοταχώς για τον γκρεμό

(μεταφορικά)

La hermana de Darryl le dijo que aquello de enamorarse de la madre de su amigo acabaría mal.

κάνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estar en el paro me va a servir para terminar de hacer las cosas en la casa.
Λόγω της απόλυσής μου θα έχω περισσότερο χρόνο να κάνω μερικές δουλειές στο σπίτι.

φέρνω κτ εις πέρας

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A Jocelyn se la conoce en la oficina por ser la que termina las cosas.

τελειώνω κάτι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαρκώ για πάντα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pensó que la conferencia no terminaría nunca.

θέλω να φύγω

(pareja) (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Después de que su novio le pegara, Ofelia decidió que quería separarse.

είμαστε πάτσι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταλήγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Confiaba en que cogiendo el metro terminaría en el centro de París.
Παίρνοντας το μετρό ήλπιζα να καταλήξω στο κάντρο του Παρισιού.

κλείνω, ολοκληρώνω, τελειώνω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Debbie terminó la carta diciéndole a Ian cuánto lo extrañaba.
Η Ντέμπι έκλεισε λέγοντας στον Ίαν πόσο πολύ της έλειπε.

τραβάω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La película de tres horas se hizo eterna.
Η τρίωρη ταινία δεν είχε τελειωμό.

βγαίνω ζημιωμένος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Actúa ya o saldrás perdiendo a la larga.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η ομάδα έχασε την ευκαιρία να παίξει στον τελικό.

φτάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παύω να έχω σχέση με κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξολοθρεύω, εξοντώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Terminé con las hormigas de la terraza gracias a un nuevo producto que compré.

βάζω ένα τέλος σε κτ

(rumores, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El político quería poner fin a los rumores sobre su vida privada.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του terminar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του terminar

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.