Τι σημαίνει το the best στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης the best στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του the best στο Αγγλικά.

Η λέξη the best στο Αγγλικά σημαίνει καλύτερος, καλύτερος, καλύτερος, καλύτερα, περισσότερο από όλους, πιο πολύ από όλους, πιο, με εκτίμηση, ο καλύτερος, καλύτερος, καλύτερα, νικώ, κερδίζω, με εκτίμηση, ό,τι καλύτερο, η καλύτερη κίνηση, κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς, δώσε τον καλύτερο εαυτό σου, νικάω, νικώ, ελπίζω για το καλύτερο, όλα γίνονται για καλό, αξιοποιώ κτ όσο καλύτερα μπορώ, κάνω το καλύτερο που μπορώ, ας νικήσει ο καλύτερος, το καλύτερο δυνατόν, ο καλύτερος απ' όλους, ο καλύτερος όλων, σχεδόν όλος, σχεδόν ολόκληρος, το καλύτερο, το καλύτερο στοιχείο του, το καλύτερο, το καλύτερο, σύμφωνα με όσα γνωρίζω, όσο το δυνατό καλύτερα μπορείς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης the best

καλύτερος

adjective (most excellent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That's the best film I've ever seen.
Αυτή είναι η καλύτερη (or: πιο καλή) ταινία που έχω δει.

καλύτερος

adjective (most suitable) (πιο κατάλληλος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is the best candidate for the job.
Είναι ο καλύτερος (or: πιο καλός) υποψήφιος για τη δουλειά.

καλύτερος

adjective (most advantageous) (πιο συμφέρων)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
What's the best thing we could do right now?
Ποιο είναι το καλύτερο (or: πιο καλό) πράγμα που θα μπορούσαμε να κάνουμε τώρα;

καλύτερα

adverb (superlative of well)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Of all the singers, she sings best.
Από όλους τους τραγουδιστές, καλύτερα (or: πιο καλά) τραγουδάει αυτή.

περισσότερο από όλους, πιο πολύ από όλους

adverb (most fully)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I like him best.
Αυτός μου αρέσει καλύτερα (or: πιο καλά) από όλους.

πιο

adverb (to the highest degree)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She's the best qualified member of the team.
Είναι το πιο προσοντούχο μέλος της ομάδας.

με εκτίμηση

expression (written, informal (closing letter, email: All the best)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Look forward to hearing from you. Best, Deborah.

ο καλύτερος

noun ([sb] or [sth] superior to all others)

Of all the cities I've visited, Prague was the best.

καλύτερος

adjective (most desirable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The best cake is the one with the cherry on top.

καλύτερα

adverb (most wisely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
That topic is best left untouched for now.

νικώ, κερδίζω

transitive verb (often passive (do better than, beat) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After practicing every day, Marc bested his sister at their last tennis match.
Μετά από καθημερινή προπόνηση, ο Μαρκ τα πήγε καλύτερα από την αδελφή του στον τελευταίο τους αγώνα τένις.

με εκτίμηση

expression (written (closing: letter or email)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The letter ended, "Please let me know if I can be of any further help. All the best, Simon."

ό,τι καλύτερο

noun (good wishes)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I wish you all the best in your new career.
Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο για τη νέα σου σταδιοδρομία.

η καλύτερη κίνηση

noun (informal, figurative (most promising option)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Your best bet would be to contact the organisers directly and ask if they still have tickets.
Η καλύτερη κίνηση θα ήταν να επικοινωνήσεις απευθείας με τους διοργανωτές και να ρωτήσεις αν υπάρχουν ακόμα εισιτήρια.

κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς, δώσε τον καλύτερο εαυτό σου

verbal expression (try your hardest)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Just do the best you can. That's all anybody could ask for.

νικάω, νικώ

verbal expression (defeat) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Manchester United managed to get the better of Liverpool with an impressive 4-0 victory.

ελπίζω για το καλύτερο

verbal expression (be optimistic)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm not sure whether it will rain; we'll just have to hope for the best.

όλα γίνονται για καλό

expression (outcome is beneficial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I lost my job, but it's all for the best since now I can start a business, just like I always wanted.

αξιοποιώ κτ όσο καλύτερα μπορώ

verbal expression (do what you can)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eric made the best of the limited time available to see as much of the town as he could.

κάνω το καλύτερο που μπορώ

verbal expression (informal (cope)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The weather wasn't ideal for a day by the sea, but we decided to make the best of it.

ας νικήσει ο καλύτερος

interjection (before competition)

Good luck to all and may the best man win!

το καλύτερο δυνατόν

noun (advantages of two different things)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ο καλύτερος απ' όλους, ο καλύτερος όλων

noun (greatest of all)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχεδόν όλος, σχεδόν ολόκληρος

noun (most)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
It took us the best part of the morning to finish the job.
Μας πήρε σχεδόν όλο το πρωί να τελειώσουμε τη δουλειά.

το καλύτερο

noun (greatest feature)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

το καλύτερο στοιχείο του

noun (greatest feature)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το καλύτερο

noun (informal, figurative ([sth] wonderful, valued)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

το καλύτερο

noun (informal, figurative ([sth] new, excellent)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σύμφωνα με όσα γνωρίζω

expression (as far as I know)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
To the best of my knowledge, all of the coffee shops in the city close before 9:00 p.m.

όσο το δυνατό καλύτερα μπορείς

adverb (as well as you can)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Just look after the dog to the best of your ability.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του the best στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του the best

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.