Τι σημαίνει το trop στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης trop στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trop στο Γαλλικά.
Η λέξη trop στο Γαλλικά σημαίνει υπερβολικά, υπέρμετρα, υπερβολικά, υπερβολικά πολύς, υπέρμετρα πολύς, πολύ, -, τόσο, υπερβολικά, άκρως, υπερβολικά, υπέρμετρα, υπερβολικά, εντελώς, φίνος, υπερβολικά, υπέρμετρα, εώς εδώ και μη παρέκει, υπερβολικά, υπέρμετρα, -, τρελά, εντελώς, απόλυτα, τελείως, φοβερά, τρελά, απίστευτα, εντελώς, απόλυτα, και πολύ, τόσο πολύ, πάρα πολύ, τέρμα, τρελός, πολύ, υπερβολικός, υπέρμετρος, οικονομικός, υπερθερμασμένος, υπερβολικά καλοπληρωμένος, υπερευαίσθητος, τέλειος, φανταστικός, φοβερός, μονότονος, επαναλαμβανόμενος, γρήγορος, γοργός, μακροσκελής, κακάσχημος, υπερβολικός, ακραίος, πρόωρα, πρώιμα, χωρίς τίποτα να κάνω, υπερβολικά πολλές πληροφορίες, πάρα πολλές πληροφορίες, απορροή, υπερβολή, υπερπληρωμή, προτρέχω, αντιδρώ υπερβολικά, καλοπληρώνω, μεγαλοποιώ, υπερσιτίζω, κάνω υπερβολικά πυκνοκατοικημένο, απίστευτος, υπέροχος, καταπληκτκός, φοβερός, πληρωμένο παραπάνω από το κανονικό, ξερόλας, εξυπνάκιας, υπερθερμαίνω, ξεκαρδιστικός, κολλάω πίσω από κπ/κτ, πιέζω υπερβολικά, άπαιχτος, ρουφήχτρα, είμαι τέλειος, χαραμίζομαι, υπερόπτης, αλαζόνας, μακροσκελής, εκτενής, αδιάκριτος, κακομαθημένος, αβέβαιος, αβέβαιος, παρατεταμένος, νοστιμότατος, πεντανόστιμος, παραψημένος, ενοχλητικός, υπερπροστατευτικός, που έχει κοστολογηθεί, που έχει τιμολογηθεί, ντυμένος υπερβολικά για την περίσταση, υπερτιμημένος, πεζός, βαρετός, ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, που ανακατεύεται σε όλα, υπερήλικος, υπερβολικά ενθουσιώδης, εξεζητημένος, επιτηδευμένος, εθιστικός, υπερφιλόδοξος, υπερεξαρτημένος, πολύ πρόθυμος, υπερβολικά πρόθυμος, υπερβολικά επιεικής, υπερμεγέθης, υπερμήκης, σχολαστικός, λεπτολόγος, υπεραισιόδοξος, σχολαστικός, λεπτολόγος, υπερβολικά εξεζητημένος, υπερβολικά εκλεπτυσμένος, υπερώριμος, υπερβολικά αυστηρός, πολύ διακριτικός, υπερβολικά διακριτικός, πολύ καχύποπτος, υπερβολικά καχύποπτος, πολύ γλυκός, όχι άσχημος, όχι κακός, λεπτούλης, πολύ ακριβός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης trop
υπερβολικά, υπέρμετραadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il l'aimait trop pour la quitter. Την αγαπούσε υπερβολικά για να την αφήσει. |
υπερβολικάadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Dan est trop bavard. Cette nourriture est trop salée. Το φαγητό παραείναι αλμυρό. |
υπερβολικά πολύς, υπέρμετρα πολύςadverbe (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Je ne peux pas manger tout ça : c'est trop. Δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσω να φάω όλα αυτά, είναι υπερβολικά πολλά. |
πολύ
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle n'a pas trop envie d'être impliquée là-dedans. Δεν είναι και πολύ πρόθυμη να συμμετάσχει σε αυτό. |
-adverbe (familier, jeune) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Je vais trop y aller ! Και εγώ θα πάω! |
τόσο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ce type est très (or: tellement) beau ! Αυτός ο τύπος είναι πολύ ωραίος! |
υπερβολικά, άκρως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ben est trop curieux de la vie privée de son nouveau collègue. Ο Μπεν είναι υπερβολικά περίεργος για την προσωπική ζωή του νέου του συναδέλφου. |
υπερβολικά, υπέρμετρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
υπερβολικάadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εντελώς(familier : très) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
φίνοςadjectif (familier) (αργκό, παλαιό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il est tellement beau, il est trop. Είναι απίθανος, απλά δεν υπάρχει. |
υπερβολικά, υπέρμετραadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εώς εδώ και μη παρέκει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Trop, c'est trop ! Si je t'entends encore une fois crier sur ton petit frère, tu vas le regretter ! |
υπερβολικά, υπέρμετρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ce film est vraiment pourri. Χάλια είναι η ταινία, ρε γαμώτο. |
τρελά(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le vent avait soufflé violemment toute la nuit. |
εντελώς, απόλυτα, τελείως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
φοβερά(familier) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τρελά(familier, jeune) (καθομιλουμένη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle est incroyable et j'en suis tombé grave amoureux. Είναι καταπληκτική και την ερωτεύτηκα τρελά. |
απίστευτα(familier) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Est-ce que tu as vu ce film ? Il est super bien ! |
εντελώς, απόλυτα(familier) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ο τύπος είναι θεότρελος! |
και πολύ(αργκό) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Ce gars est vraiment superbe. Ο τύπος είναι και πολύ κούκλος. |
τόσο πολύ, πάρα πολύ
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Il a énormément souffert de cette rupture amoureuse. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θέλω τόσο πολύ να σε δω ξανά! |
τέρμα(familier) (αργκό: πολύ) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) C'était super facile ! |
τρελός(αργκό, ανεπίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il faisait très chaud dehors. Έκανε τρελή ζέστη έξω. |
πολύ
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Faire ses devoirs chez soi un vendredi soir est vraiment déprimant. |
υπερβολικός, υπέρμετρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Trop de café met sur les nerfs. Ο υπερβολικός καφές με κάνει νευρικό. |
οικονομικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Leah et son copain recherchent un appartement abordable. Η Λέα και το αγόρι της ψάχνουν για ένα οικονομικό διαμέρισμα. |
υπερθερμασμένος(lieu surtout) (κυριολεκτικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
υπερβολικά καλοπληρωμένος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπερευαίσθητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τέλειος, φανταστικός, φοβερός(καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μονότονος, επαναλαμβανόμενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γρήγορος, γοργός(histoire) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μακροσκελής(soutenu) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κακάσχημος(familier : personne laide) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπερβολικός, ακραίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πρόωρα, πρώιμα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
χωρίς τίποτα να κάνω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπερβολικά πολλές πληροφορίες, πάρα πολλές πληροφορίες(argot Internet : trop d'informations) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απορροή(ποσότητα υγρού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le trop-plein provenant des champs pollue les ruisseaux du coin. Η απορροή από τα χωράφια μολύνει τα ποτάμια της περιοχής. |
υπερβολή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ces panneaux routiers et ces panneaux d'affichage sont en trop ; il y en a un tous les 60 m sur l'autoroute ! |
υπερπληρωμήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προτρέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αντιδρώ υπερβολικά
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
καλοπληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μεγαλοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπερσιτίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω υπερβολικά πυκνοκατοικημένο(rare) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
απίστευτος, υπέροχος, καταπληκτκός, φοβερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tu as vu son dernier film ? Il est génial ! Έχεις δει τη νέα ταινία του; Είναι καταπληκτική! |
πληρωμένο παραπάνω από το κανονικό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξερόλας, εξυπνάκιας(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υπερθερμαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu as surchauffé le café, il est imbuvable. |
ξεκαρδιστικός(familier) (πολύ αστείος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le spectacle de cette humoriste était tordant (or: trop drôle) ! |
κολλάω πίσω από κπ/κτ(μτφ, καθομ, ανεπίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Une voiture rouge m'a collé au train pendant tout le trajet jusqu'à l'épicerie. |
πιέζω υπερβολικά(μεταφορικά) |
άπαιχτος(familier, jeune) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ρουφήχτρα(figuré) (μεταφορικά, καθομ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette voiture est gourmande ; elle me coûte une fortune en essence. |
είμαι τέλειος(familier, jeune) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Ce film déchire ! Il faut que tu le voies ! Μεγάλε, η ταινία γαμάει! Πρέπει να τη δεις! |
χαραμίζομαιverbe transitif (changement de sujet) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il ne la comprend pas : il ne se rend pas compte de ses qualités. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Χαραμίζεται μαζί του· εκείνος δεν εκτιμά τα καλά στοιχεία της. |
υπερόπτης, αλαζόνας
(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Ne sois pas trop sûr de toi si tu veux qu'on t'apprécie. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Κέβιν είναι υπερόπτης, αλλά κάνει πολλά λάθη. |
μακροσκελής, εκτενής(neutre) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tom a rédigé un long article sur son travail pour un journal local. Ο Τομ έγραψε ένα μακροσκελές άρθρο για την δουλειά του σε μια τοπική εφημερίδα. |
αδιάκριτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο Πωλ προσπαθούσε να κρατά τους αδιάκριτους γείτονες έξω από τον κήπο του. |
κακομαθημένος(personne) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Les parents de cette enfant lui ont laissé faire tout ce qu'elle voulait ; elle est trop gâtée. Οι γονείς εκείνου του κοριτσιού το έχουν παραφήσει να κάνει το δικό του. Είναι κακομαθημένο. Τα παιδιά τους είναι ένα μάτσο κακά, θορυβώδη κακομαθημένα παλιόπαιδα. |
αβέβαιος(personne) (άτομο: με αμφιβολίες) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ήταν αβέβαιος για το αν θα έμενε ή θα έφευγε. |
αβέβαιος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il n'est pas sûr de pouvoir venir avec nous. |
παρατεταμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La très longue discussion a duré une heure de plus que ce qu'elle aurait dû. |
νοστιμότατος, πεντανόστιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les invités apprécièrent tous les délicieux gâteaux. |
παραψημένοςlocution adjectivale (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ενοχλητικόςlocution adjectivale (έμφαση στην ενόχληση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je n'étais pas content des décorations dorées et trop voyantes à ma soirée. |
υπερπροστατευτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που έχει κοστολογηθεί, που έχει τιμολογηθεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il est important de vous assurer que vos produits sont estimés à bon escient sur le marché. |
ντυμένος υπερβολικά για την περίστασηlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπερτιμημένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πεζός, βαρετός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευχαριστημένος, ικανοποιημένος(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που ανακατεύεται σε όλα(attitude de [qqn]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπερήλικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπερβολικά ενθουσιώδης
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εξεζητημένος, επιτηδευμένος(familier) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
εθιστικός(για φαγητό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce gâteau a un petit goût de revenez-y. |
υπερφιλόδοξοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπερεξαρτημένοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πολύ πρόθυμος, υπερβολικά πρόθυμοςadjectif |
υπερβολικά επιεικήςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπερμεγέθηςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπερμήκηςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σχολαστικός, λεπτολόγος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπεραισιόδοξοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σχολαστικός, λεπτολόγοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπερβολικά εξεζητημένος, υπερβολικά εκλεπτυσμένοςadjectif |
υπερώριμος(φρούτα, λαχανικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπερβολικά αυστηρός(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ma prof d'anglais est vraiment trop sévère ! |
πολύ διακριτικός, υπερβολικά διακριτικόςadjectif |
πολύ καχύποπτος, υπερβολικά καχύποπτος
|
πολύ γλυκόςlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όχι άσχημος, όχι κακός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) – Comment se passe ton nouveau boulot ? – Pas trop mal, merci. |
λεπτούλης(sauce) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La sauce est un peu trop diluée, je crois que je vais y ajouter de la farine pour l'épaissir. |
πολύ ακριβός
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous aimerions acheter cette maison mais elle est hors de prix. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trop στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του trop
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.