Τι σημαίνει το ver στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ver στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ver στο πορτογαλικά.

Η λέξη ver στο πορτογαλικά σημαίνει θεωρώ, βλέπω, θεωρώ, θεωρώ, βλέπω, βλέπω, παρακολουθώ, βλέπω, βλέπω, βλέπω, βρίσκω αποδεκτό, θεωρώ αποδεκτό, βλέπω, βλέπω, βλέπω, βλέπω, παρατηρώ, παρακολουθώ, διακρίνω, βλέπω, διακρίνω, βλέπω, βλέπω, καταλαβαίνω, μαθαίνω, βλέπω, φαντάζομαι, θεωρώ, βλέπω, ζω, βλέπω, προσέχω, προβλέπω, κοιτάω μέσα σε κτ, κοιτάζω μέσα σε κτ, προλαβαίνω, ρίχνω μια ματιά, διακρίνω, ξεχωρίζω, τηλεθέαση, συναντάω, συναντώ, οπτική γωνία, αντίληψη, τα έχω με κπ, μακρινή συγγένεια, βλέπω κτ με δυσκολία, ζήτημα ζωής και θανάτου, κατά τη γνώμη μου, χαίρομαι που σε βλέπω, κάντο!, άντε ντε!, εντυπωσιακό, βόλτα στις βιτρίνες, παρατήρηση των ανθρώπων, παρατήρηση του κόσμου, χαζεύω τις βιτρίνες, κοιτάζω τις βιτρίνες, δε μοιάζω με, δεν μοιάζω καθόλου με κτ/κπ, στρώνομαι στη δουλειά, έχω να κάνω με κτ, έχω να κάνω με κτ, βλέπω τη θετική πλευρά, βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων, δεν έχω καμία σχέση με, δεν μου αρέσει, κατανοώ και τις δύο πλευρές, βλέπω φως στο τούνελ, τα βλέπω διπλά, τα βλέπω όλα διπλά, αποδίδεται δικαιοσύνη, βλέπω με άλλο μάτι, καταλαβαίνω, βλέπω τι μπορεί να γίνει, βλέπω τι μπορώ να κάνω, βλέπω με τα μάτια μου, βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια, διακρίνω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά μεταξύ, προβλέπω το μέλλον, βλέπω τη γενικότερη εικόνα, βάζω μυαλό, βλέπω κπ για τελευταία φορά, απολαμβάνω τις μικρές χαρές, απολαμβάνω τα απλά πράγματα, διαβάζω την ώρα, δεν αφορώ κπ, βλέπε παραπάνω, βλέπε παρακάτω, βλέπω μέσα από κτ, θεωρώ, είμαι στη στενή, βλέπω τηλεόραση, φροντίζω, παραβλέπω, κρίσιμος, καθοριστικός, που αξίζει να τον δω, έλα να δούμε!, βλέπω τη θετική πλευρά, μέρα της κρίσης, δεν έχω καμία σχέση με κτ/κπ, δε θέλω να έχω καμία σχέση με, δε θέλω να έχω σχέσεις με, βλέπω με δυσκολία, σχετίζομαι με κτ, συνδέομαι με κτ, δεν ξεγελιέμαι από κτ, βλέπω, σκέφτομαι, κοιτάω κπ/κτ σαν να μην υπάρχει, κοιτάζω κπ/κτ σαν να είναι αόρατος, κοιτώ μέσα σε, βλέπω πέρα από, αφορώ, δεν έχω καμία σχέση με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ver

θεωρώ

verbo transitivo (considerar) (κάποιον κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele o via como um herói.
Τον θεωρούσε ήρωα.

βλέπω

verbo transitivo (observar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você já viu um livro tão grande?
Έχεις δει ποτέ σου τόσο μεγάλο βιβλίο;

θεωρώ

verbo transitivo (κάτι ως κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela vê isso como uma exceção à regra.
Το αντιμετωπίζει ως μια εξαίρεση του κανόνα.

θεωρώ

verbo transitivo (considerar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Muitas pessoas veem a tatuagem negativamente.
Πολλοί άνθρωποι έχουν κακή γνώμη για τα τατουάζ.

βλέπω

(consultar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu preciso ver (or: ir a) o médico.
Πρέπει να δω έναν γιατρό.

βλέπω, παρακολουθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Um milhão de pessoas viram aquele vídeo do gato falante.
Ένα εκατομμύριο άνθρωποι είδαν το βίντεο με τη γάτα που μιλούσε.

βλέπω

verbo transitivo (perceber)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu vejo esta situação diferentemente.
Αντιλαμβάνομαι διαφορετικά την κατάσταση.

βλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aqueles que viram disseram que foi uma coisa terrível.

βλέπω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vamos ver, o que precisamos fazer agora?
Για να δούμε, τι πρέπει να κάνουμε μετά;

βρίσκω αποδεκτό, θεωρώ αποδεκτό

verbo transitivo (reconhecer como aceitável)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sim, vejo isso com certeza. Que ótimo plano!
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Λυπάμαι, αλλά δεν βλέπω να πιάνει το σχέδιό σου.

βλέπω

(prestar serviço profissional)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O médico vai lhe ver agora.

βλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você viu as notícias ontem à noite?

βλέπω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu vejo essa ideia com desconfiança.

βλέπω

(ter visão)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu não consigo enxergar. Você pode acender a luz?
Δεν βλέπω. Μπορείς να ανάψεις το φως;

παρατηρώ, παρακολουθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διακρίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A neblina estava tão densa que Harry mal podia ver a estrada.
Η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή που ο Χάρυ με δυσκολία μπορούσε να δει τον δρόμο.

βλέπω, διακρίνω

(discernir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você consegue ver aquele monte ao longe?
Μπορείς να διακρίνεις εκείνον τον λόφο στο βάθος;

βλέπω

verbo transitivo (ver como espectador)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você viu (or: assistiu) o último filme dela?
Έχεις δει την τελευταία της ταινία;

βλέπω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu gostaria de ir ver (or: visitar) a tia June este fim de semana.
Θέλω να πάω να δω την θεία μου αυτό το σαββατοκύριακο.

καταλαβαίνω

(compreender)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu vejo. Então é por isso que você não estava em casa.
Κατάλαβα. Για αυτό λοιπόν δεν ήσουν σπίτι.

μαθαίνω, βλέπω

verbo transitivo (averiguar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vou ver se meu pai sabe algo sobre isso.

φαντάζομαι

verbo transitivo (formar imagem mental)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Posso até imaginar o olhar na cara dele!

θεωρώ

verbo transitivo (julgar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu a vejo como a futura primeira ministra.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Με φρόντιζε τόσα χρόνια και πλέον τη βλέπω σα μητέρα.

βλέπω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele olhou em volta para ver que ninguém estava presente.

ζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este barco viu muitos dias bonitos no lago.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αν και σχετικά νέος έχω δει πολλά στη ζωή μου.

βλέπω, προσέχω

(notar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vejo que os mineiros estão em greve de novo, de acordo com o jornal.

προβλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοιτάω μέσα σε κτ, κοιτάζω μέσα σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Frank olhou na geladeira para ver se tinha leite.

προλαβαίνω

(figurado) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos pegar a mostra de arte no museu antes que ele feche.

ρίχνω μια ματιά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Essas fotos de família são ótimas! Dê uma olhada.
Οι συγκεκριμένες οικογενειακές φωτογραφίες είναι τέλειες. Ρίξε μια ματιά.

διακρίνω, ξεχωρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu não consigo enxergar o sinal dessa distância.
Δεν μπορώ να διακρίνω την ταμπέλα από τόσο μακριά.

τηλεθέαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συναντάω, συναντώ

(BRA, informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Topamos com a Monica nos correios.
Συναντήσαμε τη Μόνικα στο ταχυδρομείο.

οπτική γωνία, αντίληψη

(perspectiva, percepção)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τα έχω με κπ

(έχω σχέση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μακρινή συγγένεια

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βλέπω κτ με δυσκολία

expressão (ter dificuldades para enxergar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζήτημα ζωής και θανάτου

expressão (κρίσιμη κατάσταση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατά τη γνώμη μου

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαίρομαι που σε βλέπω

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάντο!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Quer comprar um carro novo? Vai fundo!

άντε ντε!

(BR, informal)

εντυπωσιακό

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βόλτα στις βιτρίνες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Não posso comprar nada no momento, então estou apenas olhando vitrines.

παρατήρηση των ανθρώπων, παρατήρηση του κόσμου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαζεύω τις βιτρίνες, κοιτάζω τις βιτρίνες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δε μοιάζω με, δεν μοιάζω καθόλου με κτ/κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στρώνομαι στη δουλειά

(expressão) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nós temos que botar a mão na massa se quisermos terminar hoje.

έχω να κάνω με κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Η επιτυχία του έχει να κάνει με τις επαγγελματικές διασυνδέσεις του πατέρα του.

έχω να κάνω με κτ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βλέπω τη θετική πλευρά, βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν έχω καμία σχέση με

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν μου αρέσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Δε μου αρέσουν οι άνθρωποι που δε με ξέρουν και με αποκαλούν «γλύκα».

κατανοώ και τις δύο πλευρές

expressão (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βλέπω φως στο τούνελ

expressão (terminar um longo trabalho) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα βλέπω διπλά, τα βλέπω όλα διπλά

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποδίδεται δικαιοσύνη

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βλέπω με άλλο μάτι

expressão verbal (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταλαβαίνω

expressão (figurado, entender)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βλέπω τι μπορεί να γίνει, βλέπω τι μπορώ να κάνω

expressão (tentar encontrar uma solução)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βλέπω με τα μάτια μου, βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια

expressão verbal (informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διακρίνω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά μεταξύ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δεν μπορούσε να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ των ομοζυγωτικών διδύμων. Δεν αντιλαμβάνομαι τη διαφορά μεταξύ των οικονομικών σχεδίων των υποψηφίων.

προβλέπω το μέλλον

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Υποστηρίζει ότι μπορεί να προβλέψει το μέλλον διαβάζοντας απλώς το χέρι σου. Αν μπορούσα να προβλέψω το μέλλον, μπορεί να με τρομοκρατούσε.

βλέπω τη γενικότερη εικόνα

expressão verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βάζω μυαλό

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βλέπω κπ για τελευταία φορά

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απολαμβάνω τις μικρές χαρές, απολαμβάνω τα απλά πράγματα

(contar as bênçãos, apreciar as coisas)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαβάζω την ώρα

(ver as horas em relógio analógico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν αφορώ κπ

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Σταμάτα να παρακολουθείς κρυφά τη συζήτησή μας! Δεν σε αφορά!

βλέπε παραπάνω

expressão (documento)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βλέπε παρακάτω

expressão (documento)

βλέπω μέσα από κτ

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estou vendo através da sua blusa! Quem sabe você devia vestir outra coisa.
Βλέπω μέσα από τις κουρτίνες σου! Μήπως να πάρεις πιο χοντρές;

θεωρώ

expressão verbal (considerar ser)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι στη στενή

(gíria) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ela está mofando na cadeia por fraude.

βλέπω τηλεόραση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Um dos meus hobbies favoritos é assistir TV com a minha família.
Ένα από τα αγαπημένα μου χόμπι είναι να βλέπω τηλεόραση με την οικογένειά μου.

φροντίζω

expressão

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nossos convidados chegarão em breve, então vamos ver como preparar a comida.

παραβλέπω

expressão verbal (figurado, desconsiderar aspectos ruins)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρίσιμος, καθοριστικός

expressão

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που αξίζει να τον δω

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έλα να δούμε!

(BR, informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se acha que consegue fazer melhor, manda ver!
Αν νομίζεις ότι μπορείς να τα καταφέρεις καλύτερα, έλα να δούμε!

βλέπω τη θετική πλευρά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δες τη θετική πλευρά: εάν δεν έχεις τίποτα, δεν έχεις τίποτα να χάσεις!

μέρα της κρίσης

expressão

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δεν έχω καμία σχέση με κτ/κπ

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δε θέλω να έχω καμία σχέση με, δε θέλω να έχω σχέσεις με

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βλέπω με δυσκολία

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχετίζομαι με κτ, συνδέομαι με κτ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Σύμφωνα με ερευνητές, το ΔΕΠ-Υ συνδέεται, σε μεγάλο βαθμό, με τα γονίδια.

δεν ξεγελιέμαι από κτ

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mamãe sempre pode ver além de suas desculpas.
Η μαμά καταλαβαίνει πάντα τις δικαιολογίες σου.

βλέπω, σκέφτομαι

expressão (pensar sobre algo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você quer sair hoje à noite? Bem, veremos isso quando você terminar todo o dever de casa.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ίσως παρακολουθήσω αυτό το μάθημα· δεν το έχω αποφασίσει ακόμα. Θα δούμε (or: Θα δείξει).

κοιτάω κπ/κτ σαν να μην υπάρχει, κοιτάζω κπ/κτ σαν να είναι αόρατος

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu disse "olá", mas ele nem sequer viu.
Είπα γεια αλλά με κοίταξε σαν να μην υπήρχα.

κοιτώ μέσα σε

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βλέπω πέρα από

expressão verbal (figurado, não se deixar enganar) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αφορώ

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η τελευταία ομάδα ερωτήσεων αφορά εσάς και το νοικοκυριό σας.

δεν έχω καμία σχέση με κτ

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ver στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του ver

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.