Τι σημαίνει το virar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης virar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του virar στο πορτογαλικά.

Η λέξη virar στο πορτογαλικά σημαίνει γυρίζω, στρέφομαι, αναποδογυρίζω, στρέφω αλλού το βλέμμα μου, γυρίζω, αναποδογυρίζω, αναποδογυρίζω, αναποδογυρίζω, ρίχνω, κατεβάζω, γυρίζω, στρίβω, περιστρέφομαι γύρω από κτ, αδειάζω, γυρίζω, γέρνω, στρίβω, στριφογυρίζω, αναποδογυρίζω, στρίβω, μεταμορφώνομαι, κοιτάζω, βλέπω, γυρίζω, γυρίζω, περιστρέφω, τα κουτσοκαταφέρνω, ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω, εξελίσσομαι, αδειάζω, ανατρέπω, αναποδογυρίζω, ρίχνω, ανατρέπω, αναποδογυρίζω, ρίχνω, μπατάρω, γυρίζω, στρέφω, αναποδογυρίζω, στρίβω, εκτρέπομαι, παρεκκλίνω, εκτρέπομαι, γυρνώ απότομα, καταλήγω, στρίβω, ανατρέπομαι, ταλαντεύομαι, αλλάζω ρότα, αλλάζω κατεύθυνση, αναποδογυρίζω, καταπίνω, τα βγάζω πέρα μόνος μου, αρκούμαι σε κπ/κτ, αντιστρέφω τους όρους, πετρώνω, γυρίζω, στέκα, τα βγάζω πέρα με κτ, τα βγάζω πέρα με κτ, γυρίζω, γυρίζω προς κτ, τα βγάζω πέρα με κτ, γυρίζω, περνάω, απλώνω, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, Γυρίστε στην επόμενη σελίδα, τραπεζικό τέλος, ρακοσυλλογή, γίνομαι ψίθυρος, καίγομαι, τα βγάζω πέρα, τα καταφέρνω, αναστρέφω το κλίμα, αρπάζω φωτιά, παίρνω φωτιά, βγαίνω στις ειδήσεις, τα φέρνω βόλτα, τα βγάζω πέρα, στρίβω απότομα, στραβοτιμονιάζω, στρίβω, αναποδογυρίζω, μπαλώνω και ξαναχρησιμοποιώ, κοιτάζω αποδοκιμαστικά, κοιτάζω με αγανάκτηση, σαρώνω, αναποδογυρίζω, αναποδογυρίζω, αφήνω κτ πίσω μου, σχηματίζω κήλη, αλλάζω εκλογική περιφέρεια για προσωπικό όφελος, στρίβω αριστερά, στρίβω δεξιά, γυρίζω σε ύπτια θέση, γυρίζω από την άλλη, κοιτάζω προς, στρέφομαι εναντίον, εναντιώνομαι, τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα, τα κουτσοκαταφέρνω, αναποδογυρίζω, γίνομαι κατανοητός, μετατρέπω σε ρουτίνα, κάνω ρουτίνα, αδιαφορώ, περιφρονώ, παίρνω εκδίκηση από κπ, το σκάω, το βάζω στα πόδια, στριφογυρίζω, που με κάνει να αγανακτήσω, τελειώνω άδοξα, εξανεμίζομαι, πάω χαμένος, κάνω στροφή 180 μοιρών, κάνω άνω κάτω, γίνομαι στάχτη, ορτσάρω, πιάνω, στριφογυρίζω, αποστρέφω το βλέμμα μου από κπ/κτ, αντιστρέφω τους όρους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης virar

γυρίζω, στρέφομαι, αναποδογυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se você não consegue dormir, vire para o outro lado e tente de novo.
Εάν δεν μπορείς να κοιμηθείς γύρισε στο άλλο σου πλευρό και δοκίμασε ξανά.

στρέφω αλλού το βλέμμα μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γυρίζω, αναποδογυρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tim virou a carta para olhar o verso.
Ο Τιμ γύρισε την κάρτα για να δει από πίσω.

αναποδογυρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Em um ataque de raiva, Barbara virou a mesa.

αναποδογυρίζω, ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατεβάζω

(figurado, beber rapidamente) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γυρίζω

(στον αέρα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim virou a panqueca na frigideira.
Ο Τζιμ γύρισε την τηγανίτα στο τηγάνι.

στρίβω

(a direita ou a esquerda)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No final do quarteirão, vire à esquerda.
Στο τέλος του τετραγώνου, στρίψε αριστερά.

περιστρέφομαι γύρω από κτ

(περιστροφή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αδειάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γυρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela virou o vaso para deixá-lo de frente para a sala.
Γύρισε το βάζο ώστε να κοιτάει προς το δωμάτιο.

γέρνω

verbo transitivo (inclinar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele virou a jarra para encher o copo.
Έγειρε την κανάτα για να γεμίσει το ποτήρι του.

στρίβω

(mudar o curso)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O barco está começando a virar.

στριφογυρίζω

(mudar de posição) (στο κρεβάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela está constantemente se virando na cama.

αναποδογυρίζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O carrinho de mão vai virar.
Το καροτσάκι θα αναποδογυρίσει.

στρίβω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando você chegar na árvore, vire à esquerda.

μεταμορφώνομαι

(σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A lagarta vai virar borboleta.

κοιτάζω, βλέπω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Baixe suas cartas sem virar nenhuma delas.
Άνοιξε τα χαρτιά σου χωρίς να κοιτάζεις κανένα.

γυρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela virou o papel para que ele não pudesse ver o que estava escrito.

γυρίζω

verbo transitivo (girar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A cabeça do homem virou.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αν γυρίσεις από την άλλη θα δεις το μαγαζί που σου έλεγα.

περιστρέφω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα κουτσοκαταφέρνω

verbo transitivo (improvisar) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εξελίσσομαι

(γίνομαι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αδειάζω

(esvaziar virando para cima)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανατρέπω, αναποδογυρίζω, ρίχνω

(virar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανατρέπω, αναποδογυρίζω, ρίχνω

(derrubar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπατάρω

(καθομιλουμένη: για πλοίο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Όταν το πλοίο άρχισε να μπατάρει οι επιβάτες ανησύχησαν.

γυρίζω, στρέφω, αναποδογυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στρίβω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εκτρέπομαι

(figurativo) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παρεκκλίνω, εκτρέπομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γυρνώ απότομα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταλήγω

(alcançar uma condição)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Como você se tornou biólogo marinho? Essa camisa simplesmente não fica limpa.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πώς κατάντησες να ζητιανεύεις για να ζήσεις;

στρίβω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O barco desviou para estibordo.

ανατρέπομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando o barco virou de quilha, 28 pessoas se afogaram.

ταλαντεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αλλάζω ρότα, αλλάζω κατεύθυνση

(náutica: virar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele mudou rapidamente o curso e evitou que o barco atingisse a rocha submersa.

αναποδογυρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele se pôs de pé num dos lados do barco e o emborcou (or: virou).

καταπίνω

(λαίμαργα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα βγάζω πέρα μόνος μου

(prover para si)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρκούμαι σε κπ/κτ

αντιστρέφω τους όρους

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πετρώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γυρίζω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Suas costas machucadas tornavam difícil ele se virar na cama.
Ο τραυματισμός στην πλάτη του τον δυσκόλευε να αλλάζει πλευρό στο κρεβάτι.

στέκα

(figurado: pessoa) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τα βγάζω πέρα με κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα βγάζω πέρα με κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O casal de velhos aprendeu a virar-se com sua pequena renda da aposentadoria.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι είχε μάθει να τα βγάζει πέρα με την πενιχρή σύνταξή του.

γυρίζω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Kate virou-se de costas.
Η Κέιτ γύρισε ανάσκελα.

γυρίζω προς κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Virem-se todos para suas telas. Por favor, virem-se para a direita para ver o monumento.
Γυρίστε όλοι προς τις οθόνες σας. Παρακαλώ γυρίστε προς τα αριστερά για να δείτε το μνημείο.

τα βγάζω πέρα με κτ

verbo pronominal/reflexivo (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Não tem muita comida na geladeira, mas vamos ter que nos virar com o que temos.

γυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περνάω, απλώνω

(mexer de um lado para outro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele rolou a tinta na parede bem rapidamente.

στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος

expressão

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

Γυρίστε στην επόμενη σελίδα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τραπεζικό τέλος

ρακοσυλλογή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γίνομαι ψίθυρος

locução verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

καίγομαι

(incendiar-se)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele assistiu desolado sua casa virar cinzas.

τα βγάζω πέρα, τα καταφέρνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Não temos muito, mas teremos que fazer valer.
Δεν έχουμε πολλά, θα τα βγάλουμε όμως πέρα.

αναστρέφω το κλίμα

expressão (figurado: mudar rumo de algo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρπάζω φωτιά, παίρνω φωτιά

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγαίνω στις ειδήσεις

locução verbal (estar na primeira página do jornal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα φέρνω βόλτα, τα βγάζω πέρα

(ter dinheiro para cobrir as despesas) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Na crise econômica atual, muitas famílias estão tendo dificuldades para se virarem. Eu não consigo me virar com o que você me paga.
Στην παρούσα οικονομική κρίση για πολλές οικογένειες δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Δεν μπορώ να τα φέρω βόλτα με τα χρήματα που μου δίνεις.

στρίβω απότομα, στραβοτιμονιάζω

(mudar rapidamente para a direita)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στρίβω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αναποδογυρίζω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Virei minha bolsa de cabeça para baixo e balancei o conteúdo no chão, esperando encontrar minhas chaves.

μπαλώνω και ξαναχρησιμοποιώ

(για ρούχα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοιτάζω αποδοκιμαστικά, κοιτάζω με αγανάκτηση

expressão verbal (figurado, em descontentamento)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σαρώνω

(tornar-se extremamente popular) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αναποδογυρίζω

locução verbal (reverter ou inverter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναποδογυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αφήνω κτ πίσω μου

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σχηματίζω κήλη

locução verbal (órgão: projetar-se)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αλλάζω εκλογική περιφέρεια για προσωπικό όφελος

verto intransitivo (figurado, gíria: política)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

στρίβω αριστερά

expressão verbal (virar para o lado esquerdo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στρίβω δεξιά

(virar uma esquina à direita)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γυρίζω σε ύπτια θέση

verto intransitivo (palma da mão)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γυρίζω από την άλλη

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se você virar para trás, vai ver um belo pôr do sol.
Εάν γυρίσεις από την άλλη θα δεις ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα.

κοιτάζω προς

Καθώς δεν ήταν σίγουρη για το τι να κάνει, η Σου έστρεψε το βλέμμα προς τον Μαρκ ο οποίος κάθονταν στ' αριστερά της.

στρέφομαι εναντίον, εναντιώνομαι

(tornar-se hostil com)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα

(lidar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Entre impostos e o alto custo de vida eu mal ganho para conseguir sobreviver.
Με τους φόρους και το υψηλό κόστος ζωής, μετά βίας τα καταφέρνω.

τα κουτσοκαταφέρνω

verbo pronominal/reflexivo (improvisar) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναποδογυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O carro bateu em um buraco, virou de cabeça para baixo e caiu sobre o teto.
Το αυτοκίνητο έπεσε σε μια λακκούβα, αναποδογύρισε και προσγειώθηκε με την οροφή.

γίνομαι κατανοητός

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Meu francês é tão ruim que eu fiquei feliz em descobrir que eu conseguia me fazer entender em inglês em Paris. Eu falo inglês e espanhol, e consigo me fazer entender em italiano também.
Τα γαλλικά μου είναι πραγματικά απελπιστικά κι έτσι χάρηκα όταν κατάλαβα πως μπορούσα να γίνω κατανοητός με απλά αγγλικά στο Παρίσι. Μιλάω αγγλικά και ισπανικά και μπορώ να γίνω κατανοητός και στα ιταλικά.

μετατρέπω σε ρουτίνα, κάνω ρουτίνα

expressão verbal (ενίοτε αρνητικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αδιαφορώ, περιφρονώ

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω εκδίκηση από κπ

locução verbal (figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το σκάω, το βάζω στα πόδια

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στριφογυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που με κάνει να αγανακτήσω

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τελειώνω άδοξα, εξανεμίζομαι, πάω χαμένος

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω στροφή 180 μοιρών

locução verbal (informal, entrar numa nova fase) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω άνω κάτω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Os ladrões viraram a casa de cabeça para baixo enquanto procuravam por coisas de valor.

γίνομαι στάχτη

(frustrar/não dar certo) (μτφ: όνειρα, ελπίδες)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Os planos da Jane de comprar um apartamento viraram cinzas quando ela perdeu o emprego.

ορτσάρω

expressão verbal (náutica)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O iate virou de bordo.
Το ιστιοφόρο ορτσάρισε.

πιάνω

expressão verbal (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você acha que a prática de costurar as próprias roupas virará moda de novo?
Νομίζεις στ' αλήθεια ότι η συνήθεια να ράβει ο κόσμος μόνος του τα ρούχα του μπορεί να ξαναγίνει της μόδας;

στριφογυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποστρέφω το βλέμμα μου από κπ/κτ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η Τζέιν απέστρεψε το βλέμμα της από τον Πίτερ, αφού του είπε να πάει στο διάολο.

αντιστρέφω τους όρους

locução verbal (figurado, reverter situação)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του virar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του virar

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.