Τι σημαίνει το vrai στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης vrai στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vrai στο Γαλλικά.
Η λέξη vrai στο Γαλλικά σημαίνει αλήθεια, αληθινός, πραγματικός, αυθεντικός, πραγματικός, αληθινός, αυθεντικός, πραγματικός, με σάρκα και οστά, κανονικός, παντελώς, ολωσδιόλου, απόλυτος, γεννημένος, αληθινός, πραγματικός, αληθινός, πραγματικός, αληθινός, εντελώς, τελείως, πραγματικός, αληθινός, πραγματικός, αληθινός, απόλυτος, γέννημα-θρέμμα, αυθεντικός, εντελώς, απόλυτα, πραγματικός, αληθινός, πραγματικός, αλήθεια, όντως, πράγματι, πραγματικά, ομολογουμένως, ειλικρινά, αλήθεια, δεν είναι;, ένας και μοναδικός, εντυπωσιακός, ομολογουμένως, στ' αλήθεια, για να πω την αλήθεια, για να είμαι ειλικρινής, για την ακρίβεια, πολύ καλός για να είναι αληθινός, σωστά;, ακριβώς, σωστά, Τι λες τώρα!, Έχω δίκιο;, δίδυμος, δίδυμη, κόλακας, αυλικός, μελό, φίλος που φαίνεται στην ανάγκη, φίλη που φαίνεται στην ανάγκη, αληθινός άντρας, σωστός άντρας, θρεπτικό γεύμα, βαθιά θρησκευόμενος, Δαβίδ εναντίον Γολιάθ, μονοζυγωτικός δίδυμος, πραγματική σημασία, πραγματικό νόημα, πανίβλακας, πανηλίθιος, αρρενωπός άντρας, αυθεντικός, αδικώ, ακούγομαι πειστικός, ακούγομαι αληθινός, προκύπτει, συνεπάγεται, έπεται, δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό, ταξιδεύω συνέχεια, όσο απίστευτο και αν ακούγεται, δυσκολάκι, αληθινό νόημα, το πιο δύσκολο κομμάτι, το δυσκολότερο κομμάτι, Κροίσος, φύγε από εδώ, παράτα μας, άντε ρε, σώπα ρε, Πλάκα κάνεις!, καταραμένο χάλι, μαύρο χάλι, μπάχαλο, ας πούμε, κατά κάποιον τρόπο, να το πω κι έτσι, σωστά;, έτσι;. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης vrai
αλήθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Oui, c'est vrai, je suis allé au magasin hier. Ναι, αλήθεια πήγα στο μαγαζί χθες. |
αληθινός, πραγματικός, αυθεντικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Oui, c'est un authentique (or: véritable) Picasso. Ναι, είναι αληθινός (or: πραγματικός) Πικάσο. |
πραγματικός, αληθινόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce sont de vrais billets de banque. Αυτά είναι πραγματικά χαρτονομίσματα. |
αυθεντικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πραγματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με σάρκα και οστάadjectif (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est très facile d'acheter des livres sur internet mais je préfère les feuilleter dans un vrai magasin. |
κανονικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les chips et les bonbons ne constituent pas un vrai repas. |
παντελώς, ολωσδιόλου
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Bill croit que Shakespeare est l'auteur d' « Orgueil et préjugés » ? Cet homme est un vrai idiot ! |
απόλυτοςadjectif (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Devoir faire renouveler son passeport est un vrai calvaire. |
γεννημένοςadjectif (ακολουθεί ιδιότητα) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
αληθινόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle admet à présent que sa première déclaration n’était pas complètement vraie (or: véridique). Τώρα παραδέχεται ότι η πρώτη της κατάθεση δεν ήταν εντελώς αληθής. |
πραγματικός, αληθινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'alarme a provoqué une vraie (or: réelle) confusion. |
πραγματικός, αληθινόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εντελώς, τελείως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Toi et tes petites habitudes, vous me rendrez folle ! |
πραγματικός, αληθινός(qui a réellement existé) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce fil est basé sur des faits réels. Η ταινία είναι βασισμένη σε μια πραγματική (or: αληθινή) δικαστική υπόθεση. |
πραγματικός, αληθινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απόλυτος(idiot, crétin,…) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γέννημα-θρέμμα(avec une nationalité,...) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αυθεντικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tes diamants sont vrais ou faux ? |
εντελώς, απόλυτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mon nouveau patron est un complet raseur. |
πραγματικός(leader) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est lui qui était le véritable (or: vrai) dirigeant lorsque le Président était malade. Ήταν ο πραγματικός ηγέτης ενώ ο Πρόεδρος ήταν άρρωστος. |
αληθινός, πραγματικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αλήθεια, όντως, πράγματι, πραγματικάadjectif (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) C'est juste, je ne suis pas un expert en finance. |
ομολογουμένωςadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) D'accord, John a eu une mauvaise note à l'interrogation, mais le professeur n'avait pas à l'humilier devant ses camarades comme ça. Ομολογουμένως ο Τζον τα πήγε άσχημα στο τεστ, αλλά ο δάσκαλος δεν είχε δικαίωμα να τον επιπλήξει έτσι μπροστά στην τάξη. |
ειλικρινά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αλήθεια
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Tu es enceinte ? Vraiment (or: Réellement) ? Είσαι έγκυος; Αλήθεια; |
δεν είναι;(moins utilisé qu'en anglais) (για επιβεβαίωση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'est ton livre, n'est-ce pas ? |
ένας και μοναδικόςadjectif (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
εντυπωσιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ομολογουμένως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il est vrai que je t'ai caché des choses. |
στ' αλήθειαlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
για να πω την αλήθεια, για να είμαι ειλικρινής
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En vérité, je ne l'aime pas, il est trop arrogant |
για την ακρίβεια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Δεν αγνοώ τον αδερφό σου. Για την ακρίβεια τον κάλεσα για δείπνο απόψε. |
πολύ καλός για να είναι αληθινός
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σωστά;
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) C'est un beau film, non ? |
ακριβώς, σωστάinterjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) C'est vrai, il est venu ici hier soir. |
Τι λες τώρα!(familier) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Έχω δίκιο;(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίδυμος, δίδυμη
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Matthew et Mark sont jumeaux ; il est quasiment impossible de les différencier, à moins de les connaître vraiment bien. Ο Μάθιου και ο Μαρκ είναι δίδυμοι· είναι σχεδόν αδύνατο να τους ξεχωρίσεις, εκτός και εάν τους ξέρεις πολύ καλά. |
κόλακας, αυλικόςnom masculin (familier) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μελό(péjoratif) (δακρύβρεχτη ταινία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φίλος που φαίνεται στην ανάγκη, φίλη που φαίνεται στην ανάγκη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand je me suis retrouvé à la rue, elle a été une vraie amie, me laissant dormir chez elle pendant un an. Όταν έμεινα άστεγος, ήταν μια πραγματική φίλη που φάνηκε στην ανάγκη, αφήνοντάς με να μείνω μαζί της για ένα χρόνο. |
αληθινός άντρας, σωστός άντραςnom masculin (μεταφορικά) Oui, il s'est très certainement conduit comme un homme, un vrai. Les hommes, les vrais, n'ont pas peur d'exprimer leurs sentiments en public. |
θρεπτικό γεύμαnom masculin Je mange trois vrais repas et plusieurs en-cas par jour. |
βαθιά θρησκευόμενος
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) On ne peut ébranler la foi de ma voisine : c'est une vraie croyante. |
Δαβίδ εναντίον Γολιάθ(figuré) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μονοζυγωτικός δίδυμος(courant) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πραγματική σημασίαnom masculin |
πραγματικό νόημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πανίβλακας, πανηλίθιοςnom masculin (υβριστικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αρρενωπός άντρας(familier) |
αυθεντικόςnom masculin (familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αδικώ(κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cette photo ne rend pas justice à sa beauté. |
ακούγομαι πειστικός, ακούγομαι αληθινός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προκύπτει, συνεπάγεται, έπεται
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'est à peine croyable, mais vu les preuves, ça doit être vrai. |
δείχνω τον πραγματικό μου εαυτόlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ταξιδεύω συνέχεια
|
όσο απίστευτο και αν ακούγεται(en début de phrase) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Aussi incroyable que ça puisse paraître, Mark a décidé de se marier alors qu'il a toujours dit qu'il préférait rester célibataire. |
δυσκολάκι
Ce film est un vrai casse-tête; je préfère regarder Benny Hill ! |
αληθινό νόημαnom masculin |
το πιο δύσκολο κομμάτι, το δυσκολότερο κομμάτιnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le vrai problème est ailleurs. |
Κροίσος(figuré) (μεταφορικά) |
φύγε από εδώ, παράτα μας, άντε ρε, σώπα ρε(familier) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Tu as vu la Reine à Burnley market ? J'y crois pas ! Είδες τη Βασίλισσα στην αγορά του Μπέρνλεϊ; Παράτα μας! (or: Άντε ρε!) |
Πλάκα κάνεις!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταραμένο χάλι, μαύρο χάλι(très familier) (μεταφορικά) Cet endroit est un vrai foutoir ! Il n'a pas été nettoyé depuis des semaines. Αυτό το μέρος έχει μαύρο χάλι. Δεν έχει καθαριστεί για βδομάδες. |
μπάχαλοnom masculin (très familier) (αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ας πούμε, κατά κάποιον τρόπο, να το πω κι έτσι(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mais je voulais vraiment ce poste en fait. Ήθελα πολύ αυτή τη δουλειά, να πούμε. |
σωστά;, έτσι;
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Vous êtes professeur de français, n'est-ce pas ? |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vrai στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του vrai
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.