Τι σημαίνει το alarm στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης alarm στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του alarm στο Αγγλικά.

Η λέξη alarm στο Αγγλικά σημαίνει συναγερμός, συναγερμός, πανικός, φόβος, πανικοβάλλω, τρομάζω, κώδωνας κινδύνου, συναγερμός, ο κώδωνας του κινδύνου, χτυπάει καμπανάκι, ξυπνητήρι, συσκευή η οποία παράγει σήμα κινδύνου, σήμα κινδύνου, σύστημα συναγερμού, συναγερμός, αιτία πανικού, λάθος συναγερμός, εσφαλμένος συναγερμός, λάθος συναγερμός, εσφαλμένος συναγερμός, συναγερμός, ανιχνευτής καπνού, σημαίνω συναγερμό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης alarm

συναγερμός

noun (alerting device) (συσκευή προειδοποίησης)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The house has a burglar alarm that's easy to set.
Το σπίτι έχει αντικλεπτικό συναγερμό που είναι εύκολο να ρυθμιστεί.

συναγερμός

noun (warning sound)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We heard the alarm but didn't know what it was about.
Ακούσαμε τον συναγερμό, αλλά δεν ξέραμε περί τίνος πρόκειται.

πανικός, φόβος

noun (sudden fright)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We could see the alarm in the children's faces.
Είδαμε τον πανικό στα πρόσωπα των παιδιών.

πανικοβάλλω, τρομάζω

transitive verb (frighten)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't want to alarm you but a police car just pulled into the driveway.
Δεν θέλω να σε τρομάξω, αλλά ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας μόλις πάρκαρε στην είσοδο.

κώδωνας κινδύνου, συναγερμός

noun (bell sounding an alert)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ο κώδωνας του κινδύνου

noun (figurative (warning, caution) (μεταφορικά: κρούω)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
George's late arrival for our first date should have set off alarm bells that he's not a punctual person.

χτυπάει καμπανάκι

expression (figurative, informal (you have misgivings about [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξυπνητήρι

noun (clock that sounds an alert)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My alarm clock sounds every morning at 6 AM. My power went out last night, so my alarm clock didn't go off.
Το ξυπνητήρι μου χτυπάει κάθε πρωί στις 6. Χτες τη νύχτα κόπηκε το ρεύμα και γι' αυτό δεν χτύπησε το ξυπνητήρι μου.

συσκευή η οποία παράγει σήμα κινδύνου

noun (device making a warning sound)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σήμα κινδύνου

noun (warning sound)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σύστημα συναγερμού

noun (warns of intruders)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Following a burglary, I had an alarm system installed.

συναγερμός

noun (warns of a burglary)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The burglar alarm will sound if the window is opened.

αιτία πανικού

noun ([sth] that creates panic)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Even though the pilot said that there was no cause for alarm, the turbulence made all the passengers nervous.

λάθος συναγερμός, εσφαλμένος συναγερμός

noun (false report of fire)

λάθος συναγερμός, εσφαλμένος συναγερμός

noun ([sth] untrue causing alarm)

συναγερμός

noun (siren or bell warning of fire)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Someone set off the fire alarm at 3 am and the entire hotel had to be evacuated. You often have to smash a glass panel to activate a fire alarm.

ανιχνευτής καπνού

noun (device that detects a fire)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

σημαίνω συναγερμό

verbal expression (alert or warn others)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When the watchman saw the invaders coming, he sounded the alarm to call for help.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του alarm στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του alarm

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.