Τι σημαίνει το llamar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης llamar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του llamar στο ισπανικά.
Η λέξη llamar στο ισπανικά σημαίνει βγάζω, λέω, καλώ, καλώ, αποκαλώ, καλώ, συγκαλώ, κάνω έκκληση, τηλεφωνώ, παίρνω τηλέφωνο, κάνω ένα τηλεφώνημα, τηλεφωνώ σε κπ, τηλεφωνώ, τηλεφωνώ, καλώ, σταματάω, σταματώ, ονομάζω, ονομάζω, αποκαλώ, τηλεφωνώ, σχηματίζω τον αριθμό, επιβάλλω, προστάζω, το κοιτάζω, το βλέπω, κάνω σήμα, αποκαλώ, φλερτάρω με κτ, τηλεφωνάω, τηλεφωνώ, φωνάζω, καλώ, φωνάζω, εφιστώ την προσοχή σε κτ, προσελκύω, που σε προδίδει, στρατολογώ, διακριτικά, στρατολογώ, μου λέει, ευδιάκριτος, που προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή, κλήση, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, τηλεφωνικό σεξ, κάνω ουρά, λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, τραβάω την προσοχή, τραβάω το βλέμμα, τραβώ την προσοχή, λούζω με βρισιές, δε μου αρέσει, στερούμαι ενδιαφέροντος, τραβάω την προσοχή, τραβώ την προσοχή, τραβάω το μάτι, τραβάω το βλέμμα, καλώ κπ για κατάθεση, τηλεφωνώ σε κπ με δική του χρέωση, κάνω κπ να με προσέξει, τηλεφωνώ στη δουλειά για να ζητήσω άδεια ασθενείας, προκαλώ έκπληξη, τηλεφωνώ σε κπ, λέω στην δουλειά πως είμαι άρρωστος, τραβώ την προσοχή, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, ξεχωρίζω, κινώ το ενδιαφέρον σε κπ, αποκαλώ με λάθος όνομα, αποκαλώ με λάθος όνομα, προσκαλώ, καλώ, φωνάζω τεχνικό/ειδικό για επισκευή, παίρνω κπ παράμερα, παίρνω κπ στην άκρη, τραβάω κπ στην άκρη, παρουσιάζω, απαιτώ προσοχή, αποζητώ προσοχή, τραβώ την προσοχή, τραβάω την προσοχή, τραβάω την προσοχή, τραβάω το ενδιαφέρον, δίνω όνομα, βαφτίζω, ζητώ, φωνάζω, παίρνω, καλώ, καλώ, προσκαλώ, συγκαλώ, τραβάω την προσοχή κπ, τραβάω την προσοχή κπ, έκκληση για βοήθεια, κάνω νόημα, γνέφω, επικοινωνώ με κπ, εφιστώ την προσοχή σε κτ, ξεκινώ, κάνω θόρυβο, φωνάζω, κάνω απροειδοποίητα τηλεφωνήματα, κάνω απροειδοποίητα τηλέφωνα, νεύω, γνέφω, τραβώ, παίρνω τηλέφωνο, επιστρατεύω, κατατάσσω, στρατολογώ, τραβώ την προσοχή, καλώ, επιπλήττω κπ για κτ, καλώ κπ να κάνει κτ, τηλεφωνώ, αρέσω σε κπ, είμαι γνωστός ως κτ, επικοινωνώ, τηλεφωνώ σε κπ, τηλεφωνώ στη δουλειά για να ζητήσω άδεια ασθενείας, που φωνάζει, τηλεφωνώ, αποκαλώ κύριο, λέω κύριο, παίρνω, καλώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης llamar
βγάζω, λέωverbo transitivo (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esperamos a la niña dentro de tres semanas y aún no hemos decidido cómo llamarla. Το μωρό θα γεννηθεί σε τρεις εβδομάδες, αλλά δεν ξέρουμε πως θα την ονομάσουμε. |
καλώverbo intransitivo (aves) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Eso que se escucha es una lechuza llamando? |
καλώverbo transitivo (religión) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dios le llamó al sacerdocio. Ο Θεός τον κάλεσε για να γίνει ιερέας. |
αποκαλώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Cómo puedes llamarme tramposo? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μαμά, η αδερφή μου με είπε χαζή! |
καλώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El mar le llamaba con fuerza. |
συγκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Han convocado una reunión para mañana por la mañana. |
κάνω έκκλησηverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La estrella de cine llamó al público a colaborar con el fondo de ayuda para las víctimas del terremoto. |
τηλεφωνώ, παίρνω τηλέφωνο, κάνω ένα τηλεφώνημαlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Voy a llamar a informaciones para averiguar el número del cine. Θα τηλεφωνήσω στις πληροφορίες καταλόγου, για να πάρω τον αριθμό του κινηματογράφου. |
τηλεφωνώ σε κπ
Espere un segundo, tengo que llamar a mi supervisor. Περίμενε μια στιγμή. Πρέπει να τηλεφωνήσω στον διευθυντή μου. |
τηλεφωνώ(por teléfono) (σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella me llamó ayer. Με πήρε χτες. |
τηλεφωνώ(por teléfono) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ella llamó ayer. Πήρε χτες. |
καλώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Debemos llamar al jefe porque tenemos un problema. Πρέπει να φωνάξουμε το αφεντικό γιατί υπάρχει ένα πρόβλημα. |
σταματάω, σταματώ(taxi) (με νόημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Llamé a un taxi para llegar a casa porque había bebido mucho. Σταμάτησα ένα ταξί για να πάω σπίτι επειδή είχα πιει πολύ. |
ονομάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Van a llamar Michael al bebé. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ονομάτισε την κόρη της Λίλιαν, σαν την ηρωίδα του αγαπημένου της μυθιστορήματος. |
ονομάζω, αποκαλώ(persona) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ellos la llamaron "La reina del jazz". Την ονόμασαν «Η βασίλισσα της τζάζ». |
τηλεφωνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se anima a los radioescuchas a que llamen para hacer comentarios. Οι ακροατές του ραδιοφώνου παροτρύνονται να τηλεφωνήσουν για να κάνουν σχόλια. |
σχηματίζω τον αριθμό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Wendy descolgó el teléfono y empezó a llamar. |
επιβάλλω, προστάζω(atención) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Posee una figura alta e imponente que llama la atención. Είναι ένας ψηλός, επιβλητικός άντρας που τραβάει την προσοχή. |
το κοιτάζω, το βλέπω(ένα θέμα, ένα έργο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Repórtate mañana por la mañana para ver cómo estás resolviendo la tarea. Ας το κοιτάξουμε αύριο για να δούμε πώς τα πας με αυτήν την εργασία. |
κάνω σήμα(taxi) (για να σταματήσει) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El portero le parará un taxi. |
αποκαλώ(κάποιον κάπως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La gente se refiere a Emily como "La Reina" porque siempre consigue lo que quiere. Ο κόσμος αποκαλεί την Έμιλι «Βασίλισσα», επειδή περνάει πάντα το δικό της. |
φλερτάρω με κτ(μεταφορικά: ρισκάρω) El Gobierno llamaba (or: invitaba) al desastre al no haberse preparado para la llegada de un huracán. Η κυβέρνηση φλέρταρε με την καταστροφή, καθώς δεν είχε λάβει μέτρα προστασίας ενάντια στους τυφώνες. |
τηλεφωνάω, τηλεφωνώ(formal) (σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Te telefonearé mañana para saber cómo estás. Θα σε πάρω αύριο να δω πώς είσαι. |
φωνάζω(κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim, tu madre te llama. Τζιμ, σε φωνάζει η μαμά σου. |
καλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Avise al siguiente candidato, por favor. Φώναξε τον επόμενο υποψήφιο, σε παρακαλώ. |
φωνάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Steve le gritó a su esposa para que fuera a ayudarlo. |
εφιστώ την προσοχή σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quisiera señalar la importancia de este punto. |
προσελκύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El número de malabares del payaso atrajo a una multitud. Τα ζογκλερικά του κλόουν προσέλκυσαν το πλήθος. |
που σε προδίδει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sé que estás intentando colarte por la puerta, ¡pero la manera en la que te mueves es obvia! Ξέρω ότι προσπαθείς να το σκάσεις από την πόρτα, σε πρόδωσε ο τρόπος που κινείσαι! |
στρατολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διακριτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στρατολογώ(sin instrucción previa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le reclutaron y fue a Europa a luchar en la II Guerra Mundial. |
μου λέει(αργκό, μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Te atrae la idea? Πώς σου φαίνεται αυτή η ιδέα; |
ευδιάκριτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi nuevo auto rojo resulta muy llamativo. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το έντονο κίτρινο τζάκετ της Νάνσυς την έκανε να ξεχωρίζει ανάμεσα στους θεατές. |
που προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κλήση(ως απάντηση, ανταπόδοση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si no podemos hablar hoy, puedes devolverme la llamada mañana por la tarde. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
τηλεφωνικό σεξlocución verbal (figurado) |
κάνω ουράlocución verbal (μεταφορικά: ανυπομονώ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si tienes una idea brillante, los inversores llamarán a tu puerta. Αν έχεις μια καλή ιδέα, οι επενδυτές θα κάνουν ουρά για να σε γνωρίσουν. |
λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Luis nunca tuvo problemas llamando a las cosas por su nombre. |
τραβάω την προσοχή, τραβάω το βλέμμα
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los diseños atrevidos y los colores brillantes de estos vestidos realmente llaman la atención. |
τραβώ την προσοχήlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El nuevo deportivo seguro que llamará la atención. |
λούζω με βρισιές
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Puedes insultarme de arriba a abajo, pero no cambia la situación en absoluto. |
δε μου αρέσει, στερούμαι ενδιαφέροντοςlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Generalmente no me llaman los vinos blancos, prefiero los tintos. Γενικά δε μου αρέσουν τα λευκά κρασιά - προτιμώ περισσότερο τα κόκκινα. |
τραβάω την προσοχή, τραβώ την προσοχήlocución verbal (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Su voz varonil me llamó la atención. |
τραβάω το μάτι, τραβάω το βλέμμαlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Guau! Ese es un atuendo que va a llamar la atención. |
καλώ κπ για κατάθεσηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τηλεφωνώ σε κπ με δική του χρέωσηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Επειδή δεν είχε χρήματα, τηλεφώνησε στους γονείς του με δική τους χρέωση. |
κάνω κπ να με προσέξειlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τηλεφωνώ στη δουλειά για να ζητήσω άδεια ασθενείας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προκαλώ έκπληξη
|
τηλεφωνώ σε κπ
|
λέω στην δουλειά πως είμαι άρρωστος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τραβώ την προσοχήlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χτυπάω, χτυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Larry tocó la puerta. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Να χτυπήσεις συνθηματικά τρεις φορές για να ξέρω ότι είσαι εσύ. |
χτυπάω, χτυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lucía tocó la puerta y esperó. Η Λούσι χτύπησε την πόρτα και περίμενε να της απαντήσουν. |
ξεχωρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) De verdad salta a la vista. Πραγματικά κάνει μπαμ πάνω σου. |
κινώ το ενδιαφέρον σε κπ
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) El enfoque de la profesora hacia las matemáticas no llamaba la atención de sus estudiantes. |
αποκαλώ με λάθος όνομα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El niño equivocó el nombre del elefante cuando lo llamó jirafa. |
αποκαλώ με λάθος όνομα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
προσκαλώ, καλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es hora de hacer pasar a los niños a cenar. Είναι ώρα να καλέσουμε τα παιδιά για βραδινό. |
φωνάζω τεχνικό/ειδικό για επισκευή
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La anciana madre de Paul no se sentía bien así que Paul llamó al doctor. |
παίρνω κπ παράμερα, παίρνω κπ στην άκρη, τραβάω κπ στην άκρη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Después de la reunión, el moderador me llamó aparte para preguntarme si quería formar parte del comité. |
παρουσιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απαιτώ προσοχή, αποζητώ προσοχή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El niño está constantemente llamando la atención. |
τραβώ την προσοχή, τραβάω την προσοχήlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La ropa chillona llama la atención. Τα κακόγουστα ρούχα τραβούν την προσοχή. |
τραβάω την προσοχή, τραβάω το ενδιαφέρον
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hay que pintarlo con colores brillantes para que llame la atención. |
δίνω όνομα, βαφτίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nos gustaría ponerle el nombre de mi madre a la bebé, si es una niña. Θα θέλαμε να δώσουμε στο μωρό το όνομα της μητέρας μου, αν είναι κορίτσι. |
ζητώ(exigir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El senador llamó a una investigación. |
φωνάζωlocución verbal (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνω, καλώlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Por favor llama por teléfono a Patty esta noche, e invítala a nuestra fiesta. Πάρε σε παρακαλώ απόψε τηλέφωνο την Πάτι και κάλεσέ την στο πάρτι μας. |
καλώ, προσκαλώ, συγκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τραβάω την προσοχή κπlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τραβάω την προσοχή κπlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έκκληση για βοήθεια
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κάνω νόημα, γνέφωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Grité desde la otra punta de la habitación para llamar su atención. |
επικοινωνώ με κπ
Ponte en contacto conmigo en unas semanas para poder ver cómo avanza el proyecto. Επικοινώνησε μαζί μου σε μερικές εβδομάδες για να δω πως προχωράει το πρότζεκτ. |
εφιστώ την προσοχή σε κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El texto en negrita se usa para llamar la atención hacia ciertas palabras. |
ξεκινώ(για συζήτηση, συνέδριο, κλπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω θόρυβοlocución verbal (μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
φωνάζωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El niño llamó a los gritos a su madre cuando ella se fue de la habitación. Ella pidió ayuda a gritos. Το αγοράκι φώναζε τη μητέρα του, όταν εκείνη βγήκε από το δωμάτιο. Φώναξε για βοήθεια. |
κάνω απροειδοποίητα τηλεφωνήματα, κάνω απροειδοποίητα τηλέφωναlocución verbal (ventas) (με στόχο την πώληση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Llamó en frío a todas las personas en su lista de contactos. |
νεύω, γνέφω(σε κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Susana llamó a su hija con un gesto desde el otro lado de la habitación. |
τραβώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo llamó aparte y habló con él tranquilamente sobre su comportamiento. Τον τράβηξε στην άκρη και έκαναν μια ήρεμη κουβέντα για τη συμπεριφορά του. |
παίρνω τηλέφωνο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Más tarde le devuelvo la llamada. Θα την πάρω τηλέφωνο αργότερα. |
επιστρατεύω, κατατάσσω, στρατολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Reclutaron a los conscriptos al servicio militar según su fecha de nacimiento. Οι κληρωτοί στρατολογήθηκαν για τη θητεία τους σύμφωνα με την ημερομηνία γέννησής τους. |
τραβώ την προσοχή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El artista callejero llamó la atención de una gran multitud. |
καλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim llamó al médico cuando la fiebre de su hijo empeoró. Ο Τζιμ κάλεσε έναν γιατρό όταν ο πυρετός του γιου του χειροτέρευσε. |
επιπλήττω κπ για κτ
La directora la reprendió por su mala educación. |
καλώ κπ να κάνει κτlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τηλεφωνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Edward llamó a todos sus amigos. Ο Έντουαρντ πήρε τηλέφωνο όλους τους φίλους του. |
αρέσω σε κπ(figurado) ¡Las luces de Nueva York me están llamando! Τα ζωηρά χρώματα της Νέας Υόρκης μου αρέσουν! |
είμαι γνωστός ως κτ
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) El criminal es conocido por el nombre de «El gato negro». Ο εγκληματίας είναι γνωστός με το παρατσούκλι «Η Μάυρη Γάτα». |
επικοινωνώ(με κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Deberías contactar a tu médico si tienes mucha fiebre. Αν κάνεις υψηλό πυρετό θα πρέπει να επικοινωνήσεις με τον γιατρό σου. |
τηλεφωνώ σε κπ
¿Puedo devolverte la llamada cuando esté menos ocupado? Μπορώ να σε πάρω πίσω όταν θα έχω λιγότερη δουλειά; |
τηλεφωνώ στη δουλειά για να ζητήσω άδεια ασθενείας(simular) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που φωνάζει(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bill solía usar camisas que llamaban la atención. |
τηλεφωνώverbo transitivo (por teléfono) (σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nos llamaron para decirnos que habían llegado a casa sanos y salvos. |
αποκαλώ κύριο, λέω κύριο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¡No me digas señor! No soy tan viejo. Μη μου μιλάς στον πληθυντικό! Δεν είμαι και τόσο μεγάλος. |
παίρνω, καλώ(por teléfono) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Llamé a Fiona ayer pero nunca me contestó. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του llamar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του llamar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.