Τι σημαίνει το belly στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης belly στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του belly στο Αγγλικά.

Η λέξη belly στο Αγγλικά σημαίνει κοιλιά, κοιλιά, κοιλιά, κοιλιά, μαλλί από την κοιλιά του ζώου, καπάκι, εσωτερικό, κοιλιά, κάτω μέρος, κοιλιά, φουσκώνω, φουσκώνω, μπιροκοιλιά, διακόσμηση κοιλιάς εγκύου, αφαλός, χορός της κοιλιάς, χορεύω χορό της κοιλιάς, χορεύω τσιφτετέλι, γυναίκα που χορεύει τον χορό της κοιλιάς, χορός της κοιλιάς, βουτιά με την κοιλιά, χαχανητό, χάχανο, ξεκαρδιστικός, βαράω διάλυση, μπρούμυτα, χοιρινή κοιλιά, κοιλιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης belly

κοιλιά

noun (informal (exterior: abdomen)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The man's large belly hung over his belt.
Η τεράστια κοιλιά του άνδρα κρεμόταν πάνω από τη ζώνη του.

κοιλιά

noun (informal (interior: stomach) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mary went home already because her belly was hurting.
Η Μαίρη πήγε ήδη σπίτι της καθώς την πονούσε η κοιλιά της.

κοιλιά

noun (informal (large stomach, paunch) (καθομ: μεγάλη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You can tell he's a beer drinker - he's got a real belly on him.
Φαίνεται πως πίνει μπύρα -- έχει μια τεράστια κοιλιά.

κοιλιά

noun (underside of animal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dog's belly looks distended.
Η κοιλιά του σκύλου φαίνεται διογκωμένη.

μαλλί από την κοιλιά του ζώου

noun (AU, NZ (wool: from sheep's underside)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καπάκι

noun (figurative (stringed instrument part)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The belly of the guitar has mother-of-pearl inlay.

εσωτερικό

noun (figurative (inside cavity of [sth])

Reach into the belly of the machine and try to find the gears.

κοιλιά

noun (dated (womb) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It was evident there was a baby in the woman's belly.

κάτω μέρος

noun (figurative (underside)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Jack slid under the belly of the car to inspect the damage.

κοιλιά

noun (bulge) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The boat will go faster if there is more belly in the sail.

φουσκώνω

intransitive verb (swell)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φουσκώνω

transitive verb (swell)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπιροκοιλιά

noun (informal (fat stomach) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διακόσμηση κοιλιάς εγκύου

noun (decorating the pregnant belly)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αφαλός

noun (colloquial (navel)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χορός της κοιλιάς

noun (sensual dancing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The girl performed a belly dance.

χορεύω χορό της κοιλιάς, χορεύω τσιφτετέλι

intransitive verb (perform sensual dancing)

I think I'll learn to belly dance; it's a great form of exercise as well as being sexy!

γυναίκα που χορεύει τον χορό της κοιλιάς

noun (performs Middle Eastern dance) (χορεύτρια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eva has been performing as a professional belly dancer for the past five years.

χορός της κοιλιάς

noun (sensual Middle Eastern dance)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The art of belly dancing has been popular in the Near East for centuries.

βουτιά με την κοιλιά

noun (dive landing flat on water)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαχανητό, χάχανο

noun (loud deep laughter) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ξεκαρδιστικός

noun (informal ([sth] very funny) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βαράω διάλυση

verbal expression (slang, figurative (fail, go wrong) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If it weren't for the bail-outs several large banks would have gone belly up.

μπρούμυτα

adverb (position: prone, facing down)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lie down on your belly if you want me to give you a back massage.

χοιρινή κοιλιά

noun (cut of meat from pig's side)

κοιλιά

noun (protruding stomach) (μτφ: κοιλιακή παχυσαρκία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του belly στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του belly

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.