Τι σημαίνει το continuar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης continuar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του continuar στο πορτογαλικά.

Η λέξη continuar στο πορτογαλικά σημαίνει συνεχίζω, συνεχίζομαι, συνεχίζω, παρατείνω, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, δεν σταματάω, παραμένω, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω να υπάρχω, προχωρώ, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζω, μένω, συνεχίζομαι, προχωρώ σε κτ, πηγαίνω σε κτ, μένω δεξιά, μένω αριστερά, οδηγώ χωρίς στάση, συνεχίζω, επιμένω, προχωρώ, εμμένω, επιμένω, συνεχίζω να κάνω κτ, παραμένω εν ζωή/ζωντανός, μένω σε, δεν αποκλίνω από, συζητάω περαιτέρω, είμαι ατελείωτος, συνεχίζω, συνεχίζομαι, δεν χάνω τις ελπίδες μου, κινούμαι συνεχώς, συνεχίζω έτσι, συνεχίζω να υπάρχω, ακυρώνω, τερματίζω, διακόπτω, συνεχίζω έτσι, μένω κενός, παραμένος κενός, παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιος, παραμένω καθιστός, παραμένω στη θέση μου, συνεχίζω να παίζω μοσυική, συνεχίζω να διαβάζω, συνεχίζω, δεν εκπληρώνομαι, παραμένω, μένω, επαναλαμβάνω συνεχώς κτ, επαναλαμβάνω κτ συνεχώς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης continuar

συνεχίζω

verbo transitivo (μετά από διακοπή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles continuarão o projeto ou ele será permanentemente suspenso?
Θα συνεχίσουν με αυτό το έργο ή έχει ανασταλεί επ’ αόριστον;

συνεχίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνεχίζω, παρατείνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Αναρωτιέμαι αν θα δώσουν παράταση στο πρόγραμμα για ένα ακόμη έτος.

συνεχίζω

verbo transitivo (χωρίς διακοπή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele continuou o seu trabalho sem parar para o almoço.
Συνέχισε τη δουλειά του χωρίς να σταματήσει για μεσημεριανό.

συνεχίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνεχίζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Continue, você está quase no topo da montanha.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μην σταματάς, λίγο ακόμα και θα πετύχεις τον σκοπό σου.

δεν σταματάω

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραμένω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνεχίζω

(durar, continuar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνεχίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνεχίζω να υπάρχω

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esta é uma pequena cidade onde a pobreza continua, ao lado de um senso de comunidade.

προχωρώ, συνεχίζω

(como foi marcado, programado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A reunião irá continuar.
Η συνάντηση θα συνεχιστεί.

συνεχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O professor nos disse para continuarmos com o exercício que ela tinha passado enquanto ela preparava um teste.
Η δασκάλα μας είπε να συνεχίσουμε με την άσκηση που μας έβαλε, ενώ η ίδια ετοίμαζε ένα τεστ.

συνεχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não assista TV e continue com sua lição de casa!
Μη χαζεύεις τηλεόραση. Συνέχισε τα μαθήματά σου!

εξακολουθώ, συνεχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνεχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A filha dele planeja continuar com os negócios da mesma forma que antes.
Η κόρη του σχεδιάζει να συνεχίσει την επιχείρηση ακριβώς όπως ήταν και πριν.

συνεχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνεχίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rita ainda continua com a jardinagem, embora esteja em seus oitenta.
Η Ρίτα συνεχίζει με την κηπουρική της, παρόλο που διανύει τα ογδόντα.

συνεχίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sinto muito por interromper você, por favor, continue.
Συγγνώμη που σας διέκοψα· συνεχίστε παρακαλώ.

συνεχίζω, εξακολουθώ

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se você continuar se comportando assim, você acabará em apuros.
Αν συνεχίσεις να συμπεριφέρεσαι έτσι θα καταλήξεις να έχεις προβλήματα.

συνεχίζω

verbo transitivo (μια ενέργεια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Continue reto e achará a loja.
Συνέχισε να πηγαίνεις ίσια και θα βρεις το κατάστημα.

μένω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sabemos que o seu período terminou, mas estamos esperando que você vá ficar para servir outro período. Maria esperava poder ficar depois que o seu visto vencesse.
Η Μαρία ήλπιζε ότι θα μπορούσε να παραμείνει αφού έληξε η βίζα της.

συνεχίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A reunião estendeu-se até as sete da noite, e mesmo assim não se chegou a nenhum acordo.
Η σύσκεψη συνεχίστηκε μέχρι τις επτά το απόγευμα και ακόμα δεν είχαν καταλήξει σε κάποια συμφωνία.

προχωρώ σε κτ, πηγαίνω σε κτ

(informal) (μεταφορικά, καθομ)

Vamos passar para o próximo item na agenda.

μένω δεξιά, μένω αριστερά

A placa na estrada dizia "mantenha-se à esquerda".

οδηγώ χωρίς στάση

verbo transitivo (dirigindo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνεχίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela seguiu em frente como se nada tivesse acontecido.
Συνέχισε σα να μην είχε συμβεί τίποτε.

επιμένω, προχωρώ

(perseverar, continuar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εμμένω, επιμένω

verbo transitivo (a fazer algo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Por que você persiste em falar depois de eu ter te pedido para ficar quieto?
Γιατί επιμένεις να μιλάς αφού σου ζήτησα να είσαι ήσυχος;

συνεχίζω να κάνω κτ

παραμένω εν ζωή/ζωντανός

(continuar vivendo, não morrer)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μένω σε, δεν αποκλίνω από

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se eu mantiver esta dieta, devo conseguir usar minhas calças favoritas de novo até o Natal.
Εάν δεν αποκλίνω από αυτή τη δίαιτα θα μπορέσω να φορέσω το αγαπημένο μου παντελόνι μέχρι τα Χριστούγεννα.

συζητάω περαιτέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι ατελείωτος

locução verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Todos achavam que o relacionamento do casal continuaria para sempre.

συνεχίζω, συνεχίζομαι

locução verbal (informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δεν χάνω τις ελπίδες μου

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κινούμαι συνεχώς

expressão

συνεχίζω έτσι

expressão (επιδοκιμασίας)

συνεχίζω να υπάρχω

(continuar a existir)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ακόμη και μετά το θάνατό μας, η αγάπη μας θα συνεχίσει να υπάρχει.

ακυρώνω, τερματίζω, διακόπτω

locução verbal (terminar, cancelar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Όταν ανακαλύψαμε πόσο ακριβά ήταν τα προϊόντα ακυρώσαμε την παραγγελία.

συνεχίζω έτσι

expressão verbal (informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Você tirou só notas dez nesse período. Continue assim! Bom trabalho, Alan. Continue assim!
Πήρες σε όλα 'Α αυτό το τρίμηνο. Συνέχισε έτσι! Μπράβο Άλαν, συνέχισε έτσι!

μένω κενός, παραμένος κενός

locução verbal (vaga de emprego: não ser preenchida) (θέση εργασίας)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιος

(não mudar)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

παραμένω καθιστός, παραμένω στη θέση μου

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Παρακαλώ παραμείνετε στις θέσεις σας έως το λεωφορείο να σταματήσει εντελώς.

συνεχίζω να παίζω μοσυική

(música)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνεχίζω να διαβάζω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνεχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu pedi desculpas pela interrupção e ele continuou com a sua história.

δεν εκπληρώνομαι

locução verbal (ambições: permanecer inalcançável)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραμένω, μένω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Percebi que, para continuar na competição, eu tinha que me esforçar mais.
Κατάλαβα ότι για να παραμείνω στον διαγωνισμό έπρεπε να προσπαθήσω περισσότερο.

επαναλαμβάνω συνεχώς κτ, επαναλαμβάνω κτ συνεχώς

locução verbal (repetir)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του continuar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.