Τι σημαίνει το levar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης levar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του levar στο πορτογαλικά.

Η λέξη levar στο πορτογαλικά σημαίνει ανέχομαι, υποφέρω, τα καταφέρνω, μεταφέρω, κουβαλάω, φέρνω, φέρνω, συνεχίζω, παρασύρω, μεταφέρω, παίρνω σε πακέτο, παραγγέλνω, οδηγώ, ζω, χρειάζομαι, επισύρει, μεταδίδω, μεταφέρω, τραβάω, χαρίζω, έχω ως κύριο άρθρο, σέρνω, κουβαλάω, κουβαλώ, οδηγώ κτ σε κτ, κατευθύνω κτ σε κτ, σπρώχνω, παρασέρνω, παρασύρω, παίρνω, μαζεύω, πιάνω, πηγαίνω, πάω, μεταφέρω, πηγαίνω, μεταφέρω με καροτσάκι, κουβαλάω, φεύγω με, μεταφέρω, οδηγώ, έχω μαζί μου, μεταφέρω, πηγαίνω κπ σε κτ, πάω κπ σε κτ, κατευθύνω, στρέφω, οδηγώ, έχω, οδηγώ σε κτ, διεκπεραιώνω, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, τελειώνω, παίρνω ώρα, αγνοώ, παίρνω μαζί μου, φέρνω, οδηγώ, καθοδηγώ, λαμβάνοντας υπόψη, γλιστράω και πέφτω, παίρνω χρόνο, παρασύρομαι κάνοντας κτ, παρασύρομαι με κτ, παρασύρομαι από κτ, εκτελώ, χρεοκοπώ, γονατίζω, αγνοώ, απορρίπτω, αγνοώ, χώνω στην ψειρού, χώνω στη στενή, τρελαίνω, διεξάγω, πραγματοποιώ, απορρίπτω, που οδηγεί σε κτ, που έχει ως αποτέλεσμα κτ, που επιφέρει κτ, ξεπροβοδίζω, προσφέρω δείπνο, τρώω ξύλο, κάνω, λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω υπόψη μου, λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω υπόψη, προσέχω, παραπάει, παίρνω κτ κατάκαρδα, κερδίζω, φέρνω σε παροξυσμό, φέρνω κπ ενώπιον της δικαιοσύνης, δεδομένων των συνθηκών, τρώω ξύλο, δεν παίρνω τοις μετρητοίς, παθαίνω σοκ, φέρνω κπ στα άκρα, ωθώ κπ στα άκρα, βγάζω τα σκουπίδια, σηκώνω αστεία, παίρνω ώρα, παίρνω χρόνο, παίρνω λίγο χρόνο, παίρνω λίγη ώρα, θέτω το ερώτημα, με στήνουν, νικώ, κερδίζω, απολύομαι, τα ακούω, εμπιστεύομαι τυφλά, κάνω κονέ, με παίρνει ο αέρας, ακολουθώ στη ζωή μου, αναλαμβάνω, πατώνω, ξεγελώ, φέρω το όνομα, παίρνω κτ ελαφρά τη καρδία, παίρνω κτ αψήφιστα, παρασύρω, παίρνω, τραβώ κάποιον στην άκρη, παίρνω κτ στα σοβαρά, παίρνω κπ/κτ μαζί μου, βρίσκω τον μπελά μου, τρομάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης levar

ανέχομαι, υποφέρω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα καταφέρνω

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεταφέρω, κουβαλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu levo o carro até a sua casa se você me levar até em casa depois.
Αν με πας σπίτι μετά, θα φέρω το αυτοκίνητο στο σπίτι σου.

φέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνεχίζω

verbo transitivo (figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παρασύρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεταφέρω

verbo transitivo (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Levou o rádio para a casa do amigo.
Πήρε το ραδιόφωνο στο σπίτι του φίλου του.

παίρνω σε πακέτο

verbo transitivo (φαγητό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραγγέλνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos comprar umas batatas fritas para levar?

οδηγώ

(figurado) (κπ στο να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O interesse de Jennifer em animais a levou a se tornar uma veterinária.
Το ενδιαφέρον της Τζένιφερ για τα ζώα την οδήγησε στο να γίνει κτηνίατρος.

ζω

verbo transitivo (viver)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Meu avô levava uma vida dura.
Ο παππούς μου έζησε δύσκολη ζωή.

χρειάζομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quanto tempo levou?
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πόσος χρόνος απαιτείται;

επισύρει

verbo transitivo (μόνο τρίτο πρόσωπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A condenação por roubo leva dez anos de prisão em alguns países.
Σε ορισμένες χώρες η κλοπή επισύρει δεκαετή ποινή φυλάκισης.

μεταδίδω, μεταφέρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os comerciais levam uma mensagem óbvia.

τραβάω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não queremos levar as coisas longe demais.

χαρίζω

(figurado) (τη νίκη σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O craque levou o time à vitória.
Ο διάσημος παίκτης οδήγησε την ομάδα του στη νίκη.

έχω ως κύριο άρθρο

(για έντυπο, το κυρίως άρθρο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As edições posteriores do jornal levavam uma manchete diferente.
Οι επόμενες εκδόσεις της εφημερίδας είχαν διαφορετικό κύριο άρθρο.

σέρνω, κουβαλάω, κουβαλώ

(levar alguém) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George gostava de ir caminhar e sempre levava seu irmão mais novo junto.

οδηγώ κτ σε κτ, κατευθύνω κτ σε κτ

Ela levou a conversa a um determinado tópico.

σπρώχνω

verbo transitivo (sobre rodas) (κάτι με ρόδες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Steve levou o carrinho ao longo da calçada.

παρασέρνω, παρασύρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A corrente levou o barco para o mar.

παίρνω, μαζεύω, πιάνω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John levou o prêmio.

πηγαίνω, πάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode me levar ao ponto de ônibus?
Θα με πάρεις στο σταθμό του λεωφορείου;

μεταφέρω, πηγαίνω

verbo transitivo (gado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
É hora de levar o gado para o pasto novo.

μεταφέρω με καροτσάκι

verbo transitivo (em carrinho de mão)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κουβαλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode mover esta mesa da cozinha para a sala de jantar?
Μπορείς να μεταφέρεις αυτό το τραπέζι από την κουζίνα στην τραπεζαρία;

φεύγω με

(informal)

μεταφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este cano conduz água.
Αυτός ο σωλήνας μεταφέρει νερό.

οδηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estas escadas vão ao sótão.
Αυτές οι σκάλες πάνε στη σοφίτα.

έχω μαζί μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele sempre carrega uma faca por proteção.
Πάντα Έχει πάντα μαζί του ένα μαχαίρι για προστασία.

μεταφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πηγαίνω κπ σε κτ, πάω κπ σε κτ

Helen contratou um motorista para conduzí-la ao trabalho.

κατευθύνω, στρέφω, οδηγώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patrick logo conduziu a conversa para seu tópico favorito.

έχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele carrega o nome do pai.

οδηγώ σε κτ

verbo transitivo

διεκπεραιώνω, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω ώρα

(levar bastante tempo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αγνοώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω μαζί μου, φέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

οδηγώ, καθοδηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λαμβάνοντας υπόψη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mesmo considerando o clima ruim, o número de visitantes no parque tem sido muito baixo.

γλιστράω και πέφτω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ela escorregou na calçada coberta de gelo e quebrou o quadril.
Γλίστρησε στο παγωμένο πεζοδρόμιο και έσπασε τον γοφό της.

παίρνω χρόνο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Levará algum tempo para fazer isso corretamente. Escrever um bom romance leva tempo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Θα πάρει χρόνο να κάνω σωστά. Παίρνει πολύ χρόνο να γράψεις ένα καλό μυθιστόρημα.

παρασύρομαι κάνοντας κτ

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρασύρομαι με κτ, παρασύρομαι από κτ

(μεταφορικά)

εκτελώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A empresa levou a cabo seu plano de trazer novos negócios e foi um grande sucesso.
Η εταιρεία εκτέλεσε με μεγάλη επιτυχία το πρόγραμμά της να ανοίξει νέες δουλειές.

χρεοκοπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esse erro arruinará a empresa.
Αυτό το σφάλμα θα χρεοκοπήσει την εταιρεία.

γονατίζω

(μτφ, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os jogadores profissionais quebraram a casa.

αγνοώ, απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No começo, Robert pensou que Marilyn era apenas uma jovem tola e simplesmente a desprezou, mas depois percebeu que ela era realmente muito inteligente.

αγνοώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O político descartou os rumores de seu caso.

χώνω στην ψειρού, χώνω στη στενή

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Um policial prendeu Gary por xinga-lo.

τρελαίνω

(formal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διεξάγω, πραγματοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O exército está pronto para realizar um invasão amanhã.

απορρίπτω

(κάτι ως κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A princípio, o editor desprezou a história como um boato.

που οδηγεί σε κτ, που έχει ως αποτέλεσμα κτ, που επιφέρει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η διαρκής βελτίωση του επιπέδου ευημερίας των πολιτών είναι ένας ακόμη παράγοντας που οδηγεί στο φαινόμενο της αυξημένης ζήτησης.

ξεπροβοδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσφέρω δείπνο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele a levou para jantar numa tentativa de conquistá-la como cliente. O instituto sempre leva seus professores visitantes para jantar.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Την πήγε για δείπνο με σκοπό να κερδίσει τη συνεργασία της.

τρώω ξύλο

(informal) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Petros tomava sova regularmente do pai violento.

κάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Betânia tinha dúvidas sobre se candidatar para o emprego, mas depois levou adiante.

λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω υπόψη μου

expressão (considerar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λαμβάνω υπόψη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Você devia ter levado em conta a idade deles. Você deve levar em consideração tanto a taxa de câmbio quanto as taxas bancárias.
Πρέπει να υπολογίσεις τόσο την ισοτιμία συναλλάγματος όσο και τις τραπεζικές χρεώσεις.

λαμβάνω υπόψη

(ter atenção com)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσέχω

verbo transitivo (prestar atenção)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραπάει

(figurado, informal: excessivo, absurdo) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίρνω κτ κατάκαρδα

expressão (ficar chateado com)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κερδίζω

expressão (informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φέρνω σε παροξυσμό

expressão verbal

φέρνω κπ ενώπιον της δικαιοσύνης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A polícia tem de entregar os criminosos à justiça.

δεδομένων των συνθηκών

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρώω ξύλο

locução verbal (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pelo olho roxo e o nariz sangrando, todo mundo sabia que ele tinha levado uma surra em uma briga.
Από το μαυρισμένο του μάτι και τη ματωμένη μύτη όλοι κατάλαβαν ότι έφαγε ξύλο.

δεν παίρνω τοις μετρητοίς

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O Steven é famoso por exagerar: eu não levaria tão a sério tudo o que ele diz.

παθαίνω σοκ

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Levei um choque quando encontrei sua esposa nua na minha cama.

φέρνω κπ στα άκρα, ωθώ κπ στα άκρα

(fazer alguém perder o autocontrole) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγάζω τα σκουπίδια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σηκώνω αστεία

(ter senso de humor) (μτφ, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω ώρα, παίρνω χρόνο

(gastar um tempo considerável) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω λίγο χρόνο, παίρνω λίγη ώρα

(consumir tempo considerável)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θέτω το ερώτημα

(informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με στήνουν

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νικώ, κερδίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απολύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τα ακούω

locução verbal (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Toni levou uma bronca do chefe por chegar tarde ao serviço.

εμπιστεύομαι τυφλά

Ο Πίτερ βασίστηκε στο ότι ο Ρικ του έλεγε την αλήθεια.

κάνω κονέ

locução verbal (informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με παίρνει ο αέρας

locução verbal (pelo vento)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακολουθώ στη ζωή μου

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναλαμβάνω

(projeto: comprometer-se)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O construtor concordou em assumir a reforma.
Ο οικοδόμος συμφώνησε να αναλάβει την ανακαίνιση.

πατώνω

(BRA: ser reprovado em teste) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεγελώ

(informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φέρω το όνομα

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω κτ ελαφρά τη καρδία, παίρνω κτ αψήφιστα

expressão (não considerar importante)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παρασύρω, παίρνω

(αέρας)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O vento soprou a nota de dólar para longe.
Ο άνεμος παρέσυρε το χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου.

τραβώ κάποιον στην άκρη

locução verbal (alguém: levar a um lado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο δάσκαλος τράβηξε ήσυχα τη μαθήτρια στην άκρη μετά το μάθημα, για να συζητήσουν την ?????? συμπεριφορά της.

παίρνω κτ στα σοβαρά

locução verbal (estar interessado de fato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω κπ/κτ μαζί μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βρίσκω τον μπελά μου

locução verbal (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρομάζω

(informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του levar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του levar

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.