Τι σημαίνει το encontrar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης encontrar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του encontrar στο πορτογαλικά.

Η λέξη encontrar στο πορτογαλικά σημαίνει βρίσκω, συναντάω, συναντώ, αντιμετωπίζω, βρίσκω, πέφτω πάνω σε κτ/κπ, επιδοκιμάζομαι από κπ, εγκρίνομαι από κπ, υποστηρίζομαι από κπ, βρίσκω, συναντώ τυχαία, προκαλώ, συναντιέμαι, βρίσκω, ανακαλύπτω, συναντάω, τα λέω με κπ, συναντάω, συναντώ, συναντάω, συναντώ, συναντιέμαι, βρίσκω, βρίσκω, βρίσκω, αντιμετωπίζω, επιδοκιμάζομαι, εγκρίνομαι, υποστηρίζομαι, βρίσκω, βρίσκω τυχαία,πέφτω πάνω σε, συναντάω, συναντώ, το κοιτάζω, το βλέπω, τα λέμε, λέμε τα νέα μας, βρίσκω, φτάνω, πετυχαίνω, βλέπομαι, βρίσκομαι, τα έχω με κπ, συναντιέμαι, βρίσκομαι, πιάνω τον εαυτό μου να κάνει κτ, βρίσκομαι, συναντάω, συναντώ, βρίσκομαι με κπ, είμαι απλωμένος, βρίσκω τον εαυτό μου, είμαι, βρίσκομαι, συναντιέμαι, συναντιέμαι, συγκρούομαι, λιμνάζω, είμαι, στέκομαι, βλέπω, δυσεύρετος, βρίσκομαι σε αδιέξοδο, βρίσκω έναν τρόπο, βρίσκω μία λύση, βρίσκω έναν τρόπο, βρίσκω μία λύση, βρίσκω δουλειά, βρίσκω την αληθινή αγάπη, προσανατολίζομαι, συναντώ κατά τύχη, πέφτω πάνω, έχω συνάντηση με κπ, βρίσκω χρόνο, δυσεύρετος, συναντώ από κοντά, συναντάω, συναντώ, βρίσκω χρόνο για κτ, βρίσκω χρόνο για, στριμώχνω, τα έχω με κπ, πέφτω πάνω σε, έγκειται, επικρίνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης encontrar

βρίσκω

verbo transitivo (τυχαία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu encontrei dez dólares na rua ontem.
Χθες βρήκα στον δρόμο δέκα δολάρια.

συναντάω, συναντώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hoje encontrei uma pessoa que disse que conhecia você.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Όσοι αγαπιούνται συχνά απαντιούνται.

αντιμετωπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mudando para um novo país, é natural você encontrar dificuldades.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Συνάντησε πολλά προβλήματα στον απομακρυσμένο τόπο.

βρίσκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Encontrei um artigo interessante no jornal hoje.
Βρήκα ένα ενδιαφέρον άρθρο στην εφημερίδα σήμερα.

πέφτω πάνω σε κτ/κπ

(μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιδοκιμάζομαι από κπ, εγκρίνομαι από κπ, υποστηρίζομαι από κπ

βρίσκω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Encontrei o John na estação esperando por um táxi.
Βρήκα τον Τζον στον σταθμό να περιμένει ταξί.

συναντώ τυχαία

(inesperadamente)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele encontrou inesperadamente com sua ex-namorada no bar.
Συνάντησε τυχαία την πρώην κοπέλα του στο μπαρ.

προκαλώ

verbo transitivo (αντιδράσεις, συναισθήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O discurso do presidente para o Congresso encontrou reações díspares. Um partido vibrou e o outro vaiou.
Ο λόγος του προέδρου στο Κογκρέσο προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Ένα κόμμα τον επιδοκίμασε, ενώ ένα άλλο τον αποδοκίμασε.

συναντιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βρίσκω, ανακαλύπτω

(achar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles encontraram três cadáveres na casa velha.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Συνάντησα τον αδελφό σου στο γήπεδο.

συναντάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você virá me encontrar na parada de ônibus?
Θα έρθεις να με συναντήσεις (or: βρεις) στη στάση του λεωφορείου;

τα λέω με κπ

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Foi um prazer encontrar todos na festa de família.
Ήταν πολύ ευχάριστο που έμαθα τα νέα όλων στην οικογενειακή συνάντηση.

συναντάω, συναντώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O viajante encontrou um lugar estranho enquanto entrava na cidade.
Ο ταξιδιώτης συνάντησε ένα περίεργο θέαμα καθώς έμπαινε στην πόλη.

συναντάω, συναντώ

verbo transitivo (unir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Há um bloqueio no ponto onde o cano encontra o tronco principal.
Υπάρχει μια απόφραξη στο σημείο όπου ο σωλήνας συναντά την κεντρική γραμμή.

συναντιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As forças aliadas encontraram seus inimigos nos campos do norte da França.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι δύο εχθροί συναντήθηκαν στο πεδίο της μάχης.

βρίσκω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Perdi meu telefone na semana passada mas achei ele hoje de manhã.
Έχασα το τηλέφωνό μου την προηγούμενη εβδομάδα αλλά το ξαναβρήκα σήμερα το πρωί.

βρίσκω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deixe tudo exatamente como encontrou.
Άφησε τα πάντα ακριβώς όπως τα βρήκες.

βρίσκω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
É um problema, e precisamos encontrar a solução para ele.
Αυτό είναι πρόβλημα και πρέπει να βρούμε λύση.

αντιμετωπίζω

verbo transitivo (militar) (εχθρό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles encontraram o inimigo na costa da Espanha.
Αντιμετώπισαν τον εχθρό στα ανοιχτά της ακτής της Ισπανίας.

επιδοκιμάζομαι, εγκρίνομαι, υποστηρίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βρίσκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A cidade cresceu depois que alguém descobriu ouro lá.

βρίσκω τυχαία,πέφτω πάνω σε

(figurado, encontrar, achar por acaso)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As crianças ficaram muito felizes de tropeçarem em uma casa feita de biscoito de gengibre na floresta.
Τα παιδιά ήταν ενθουσιασμένα που βρήκαν τυχαία ένα μικρό σπίτι από μελόψωμο στο δάσος.

συναντάω, συναντώ

(BRA, informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Topamos com a Monica nos correios.
Συναντήσαμε τη Μόνικα στο ταχυδρομείο.

το κοιτάζω, το βλέπω

(fazer contato) (ένα θέμα, ένα έργο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vamos conversar amanhã e ver como você está indo com sua tarefa.
Ας το κοιτάξουμε αύριο για να δούμε πώς τα πας με αυτήν την εργασία.

τα λέμε, λέμε τα νέα μας

(BRA, informal, figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βρίσκω, φτάνω, πετυχαίνω

verbo transitivo (στόχος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A flecha encontrou seu alvo.

βλέπομαι, βρίσκομαι

verbo transitivo (encontro, namoro) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-)
Temos saído juntos há três semanas.
Βλεπόμαστε εδώ και τρεις εβδομάδες.

τα έχω με κπ

(έχω σχέση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συναντιέμαι, βρίσκομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu gostaria de poder ver meus amigos com mais frequência, mas é difícil achar um tempo em que podemos todos nos encontrar.
Μακάρι να μπορούσα να βλέπω τους φίλους μου συχνότερα, αλλά είναι δύσκολο να βρούμε μια ώρα για να συναντηθούμε (or: βρεθούμε) όλοι μαζί.

πιάνω τον εαυτό μου να κάνει κτ

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βρίσκομαι

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-)
Vamos nos reunir alguma hora e botar a conversa em dia.
Να βρεθούμε κάποια στιγμή και να πούμε τα νέα μας.

συναντάω, συναντώ

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela vai encontrar-se com os amigos no cinema.
Θα συναντήσει τις φίλες της στον κινηματογράφο.

βρίσκομαι με κπ

(καθομιλουμένη)

είμαι απλωμένος

verbo pronominal/reflexivo (algo: estar espalhado)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Os brinquedos estavam espalhador por todo o chão do quarto.
Παιχνίδια ήταν σκορπισμένα σε όλο το πάτωμα του μπάνιου.

βρίσκω τον εαυτό μου

verbo pronominal/reflexivo (figurado, achar plenitude)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι, βρίσκομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O livro dele encontra-se na mesa sem ser lido.
Το βιβλίο του βρισκόταν στο τραπέζι και περίμενε να διαβαστεί.

συναντιέμαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Onde você gostaria que nos encontrássemos?
Που θέλεις να βρεθούμε;

συναντιέμαι

verbo pronominal/reflexivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Há uma placa de "Pare" onde as estradas se encontram.
Υπάρχει πινακίδα stop στο σημείο όπου συμβάλλουν (or: συναντιούνται) οι δρόμοι.

συγκρούομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Muitos homens morreram quando dois exércitos se encontraram.
Πολλοί στρατιώτες σκοτώθηκαν όταν συναντήθηκαν (or: συγκρούστηκαν) οι δύο στρατοί.

λιμνάζω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A água se encontrava em uma poça há muito tempo.

είμαι, στέκομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os espectadores encontravam-se estarrecidos com a habilidade da dançarina.

βλέπω

(manter contato constante)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você tem andado bastante com aqueles garotos, não?
Βλέπεις συχνά τα παιδιά τελευταία, έτσι δεν είναι;

δυσεύρετος

expressão (raro)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βρίσκομαι σε αδιέξοδο

locução verbal (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando encontro um obstáculo ao escrever, uma corrida de trinta minutos normalmente me ajuda a superá-lo.

βρίσκω έναν τρόπο, βρίσκω μία λύση

(achar a solução de um problema)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βρίσκω έναν τρόπο, βρίσκω μία λύση

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βρίσκω δουλειά

(BRA, encontrar emprego)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Preciso arrumar um emprego que pague bem.
Πρέπει να βρω μια δουλειά που να πληρώνει καλά.

βρίσκω την αληθινή αγάπη

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσανατολίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συναντώ κατά τύχη, πέφτω πάνω

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω συνάντηση με κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nossa equipe de consultores se encontrará com você para discutirem seus objetivos de carreira.
Η ομάδα των συμβούλων μας θα έχει συνάντηση μαζί σας, προκειμένου να συζητήσετε τους επαγγελματικούς στόχους σας.

βρίσκω χρόνο

locução verbal (για κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δυσεύρετος

expressão (difícil de localizar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συναντώ από κοντά

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συναντάω, συναντώ

(informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βρίσκω χρόνο για κτ

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βρίσκω χρόνο για, στριμώχνω

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα έχω με κπ

(informal, encontro romântico) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por que não saímos juntos em um encontro de verdade?
Η Λόλα με τον Άρτσι είναι απλά φίλοι, ή τα έχουν;

πέφτω πάνω σε

(encontrar de forma inesperada) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

έγκειται

verbo pronominal/reflexivo (pode ser encontrado) (επίσημο)

O problema encontra-se no fato de que ele não sabe como trabalhar com pessoas.
Το πρόβλημα έγκειται στην έλλειψη συγκέντρωσης των μαθητών.

επικρίνω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του encontrar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.