Τι σημαίνει το encontro στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης encontro στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του encontro στο πορτογαλικά.

Η λέξη encontro στο πορτογαλικά σημαίνει συνάντηση, συνέλευση, συνάντηση, διασταύρωση, συνάντηση, ραντεβού, συγκέντρωση, κρυφή συνάντηση, συνάντηση, ραντεβού, καβγάς, καυγάς, συνάντηση, συγκέντρωση, συνάθροιση, συγκέντρωση, συνάθροιση, συνάντηση, συνεδρίαση, συνάντηση, συνάντηση, συγκέντρωση, αντέρεισμα, ραντεβού, μάζωξη, πάρτυ, προγραμματισμένος αγώνας, εισβάλλω, σπρώχνω, ερωτικό ραντεβού, ραντεβού στα τυφλά, τόπος συγκέντρωσης, συγκέντρωση, θρησκευτική συνάντηση, ετήσια συνάντηση, σημείο συνάντησης, συγκέντρωση μαθητών, πριν από σχολικό αγώνα, για την εμψύχωση της αγωνιζόμενης ομάδας, χώρος συγκέντρωσης, διπλό ραντεβού, θεσμική συνέλευση, θέσμια συνέλευση, καταστατική συνέλευση, εξ αποστάσεως σεμινάριο, σημείο συνάντησης, κλείνω ραντεβού, βόλτα, συνάντηση φαλαινοθήρων, κλείνω ραντεβού για κπ, διάσκεψη κορυφής, έρχομαι πολύ κοντά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης encontro

συνάντηση, συνέλευση

(pessoas juntas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O encontro da comunidade durou duas horas.
Η συνάντηση (or: συνέλευση) της κοινότητας κράτησε δύο ώρες.

συνάντηση

substantivo masculino (chegar diante de)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O encontro casual entre a sua nova esposa e sua ex-namorada o deixou nervoso.
Η τυχαία συνάντηση της νέας συζύγου του με την πρώην κοπέλα του τον άγχωσε.

διασταύρωση

(cruzamento)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Uma cidade cresceu na junção de duas estradas.
Μια ολόκληρη πόλη δημιουργήθηκε στη διασταύρωση (or: συμβολή) των δύο δρόμων.

συνάντηση

substantivo masculino (figurativo, informal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ραντεβού

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

συγκέντρωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vamos fazer um pequeno encontro na sexta, se você quiser vir.
Θα κάνουμε μια μικρή μάζωξη την Παρασκευή άμα θέλεις να έρθεις.

κρυφή συνάντηση

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνάντηση

substantivo masculino (encontro inesperado) (τυχαία, συμπτωματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O encontro com sua ex-namorada foi esquisito.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Είχαμε ένα συναπάντημα με την πρώην γυναίκα μου στο γάμου του Νίκου.

ραντεβού

substantivo masculino (romântico) (ρομαντικό)

Robert está atrasado para o encontro dele.
Ο Ρόμπερτ έχει καθυστερήσει στο ραντεβού του.

καβγάς, καυγάς

substantivo masculino (conflituoso) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O encontro de Bob e Joe deixou os dois magoados.
Ο καβγάς του Μπομπ με τον Τζο προκάλεσε και στους δύο μεγάλη λύπη.

συνάντηση, συγκέντρωση, συνάθροιση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Haverá um encontro de motociclistas no parque no sábado.
Θα γίνει μια συνάντηση (or: μάζωξη) μοτοσικλετιστών στο πάρκο το Σάββατο.

συγκέντρωση, συνάθροιση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A festa foi um encontro casual, com pizza e vinho local.

συνάντηση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os amantes marcaram um encontro à meia-noite, atrás da capela.
Οι εραστές κανόνισαν ένα ραντεβού τα μεσάνυχτα, πίσω από το παρεκκλήσι.

συνεδρίαση, συνάντηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνάντηση, συγκέντρωση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντέρεισμα

(estrutura de apoio)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ραντεβού

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μάζωξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As meninas vão ter uma reuniãozinha hoje à noite na minha casa.
Τα κορίτσια έχουν συνάντηση σήμερα στο σπίτι μου.

πάρτυ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

προγραμματισμένος αγώνας

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O time adversário não veio jogar a competição esportiva, por isso eles automaticamente perderam a partida e tiveram de pagar uma multa.

εισβάλλω, σπρώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu estava parado no ponto de ônibus quando um idiota chocou-se contra mim e me derrubou no chão.
Στεκόμουν στη στάση λεωφορείου όταν ένας ηλίθιος με έσπρωξε και με ξάφνιασε πολύ.

ερωτικό ραντεβού

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ραντεβού στα τυφλά

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Davina vai à um encontro às cegas essa noite.
Η Νταβίνα θα βγει ραντεβού στα τυφλά απόψε.

τόπος συγκέντρωσης

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
A praça do mercado era o ponto de encontro do povo todo sábado.

συγκέντρωση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θρησκευτική συνάντηση

substantivo masculino (reunião religiosa para compartilhar orações)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ετήσια συνάντηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σημείο συνάντησης

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συγκέντρωση μαθητών, πριν από σχολικό αγώνα, για την εμψύχωση της αγωνιζόμενης ομάδας

(αθλητισμός, ΗΠΑ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Os estudantes compareceram a um encontro pré-jogo antes da partida de futebol.

χώρος συγκέντρωσης

(rota de fuga)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

διπλό ραντεβού

expressão

θεσμική συνέλευση, θέσμια συνέλευση, καταστατική συνέλευση

(encontro de empresários)

εξ αποστάσεως σεμινάριο

(grupo de estudos conduzido pela internet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σημείο συνάντησης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κλείνω ραντεβού

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βόλτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ο πρόεδρος έκανε μια βόλτα στην πόλη, ανταλλάσσοντας χειραψίες με τον κόσμο.

συνάντηση φαλαινοθήρων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλείνω ραντεβού για κπ

(secretária)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διάσκεψη κορυφής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έρχομαι πολύ κοντά

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lily dirigiu com mais cuidado depois de seu encontro súbito com a morte.
Η Λίλη οδηγεί πολύ πιο προσεκτικά από όταν ήρθε πολύ κοντά στον θάνατο.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του encontro στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του encontro

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.