Τι σημαίνει το espace στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης espace στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του espace στο Γαλλικά.
Η λέξη espace στο Γαλλικά σημαίνει διάστημα, χώρος, διαφημιστικός χώρος, χρόνος, κενό, μπάρα, χώρος, χώρος, κατανεμημένος, διάστημα, άνεση χώρου, περιοχή, αεροδιάστημα, απώτερο διάστημα, χώρος, κενό, ελεύθερο ύψος, διάταξη, μεσοδιάστημα, διάστημα μεταξύ, χαρακτήρας κενού, κανονίζω, απομακρύνω κτ από κτ, αραιώνω, χώρος πάνω από το κεφάλι, χώρος φαγητού, χωροχρόνος, χωρικός, εξωγήινος, διαφήμιση, χωροχρόνος, χωροχρονικός, για μία στγμή, είναι ζήτημα, χώρος εργασίας, άλσος, εναέριος χώρος, χώρος για τα πόδια, διαστημικός περίπατος, εξωδιάστημα, χώρος των δημοσιογράφων, κενός χώρος, άδειος χώρος, κλειστός, περιορισμένος χώρος, διαστρικός χώρος, εξερεύνηση του διαστήματος, χωρητικότητα, χώρος εργασίας, χώρος εργασίας, ελεύθερη μνήμη, ελεύθερος χώρος, χώρος για τα πόδια, αρνητικός χώρος, χώρος γραφείων, δημόσιος χώρος, ράφια, χώρος για καπνίζοντες, χώρος, κενό, διαφημιστικός χώρος, ωφέλιμος χώρος, διάκενο, χωροχρόνος, ανοιχτός χώρος, μονό διάστιχο, webspace, ταξίδι με διαστημόπλοιο, εξωγήινος, διαφημιστικός χώρος, εξωγήινη, κενό στο πάνω μέρος, ανοιχτός χώρος, σαλόνι, ανοιχτός χώρος, προσωπικός χώρος, ανοιχτωσιά, πάρκινγκ, ζωτικός χώρος, κενό, έκταση κατοικίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης espace
διάστημαnom masculin (έξω από τη γη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Est-ce que tu vois les étoiles là-bas, dans l'espace ? Βλέπεις τα αστέρια εκεί έξω στο διάστημα; |
χώροςnom masculin (liberté) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Donne-lui un peu d'espace et laisse-le faire ses propres choses de temps en temps. |
διαφημιστικός χώροςnom masculin (dans un magazine,...) Notre compagnie veut acheter de l'espace publicitaire dans ce magazine pour promouvoir notre nouveau produit. |
χρόνοςnom masculin (à la TV, radio) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La chaîne de télévision facture leur espace publicitaire un million de dollars la minute. |
κενόnom féminin (Typographie) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Est-ce que vous mettez une espace ou deux espaces entre deux phrases ? |
μπάραnom féminin (Informatique) (ανεπίσημο, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Appuyez sur espace une fois après avoir tapé votre phrase. |
χώρος(δισδιάστατη έκταση) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Cet espace là-bas serait un bon endroit pour installer une tente. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτό το χαλί είναι πολύ μεγάλο. Δεν υπάρχει χώρος να το βάλεις στην κουζίνα. |
χώρος(τρισδιάστατη έκταση) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Parce qu'il était haut et large, le conteneur disposait de pas mal de place pour y stocker des choses. Το κοντέινερ ήταν ψηλό και βαθύ και για αυτό είχε πολύ αποθηκευτικό χώρο. |
κατανεμημένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
διάστημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La maison fut construite en l'espace de quelques jours. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στη διάρκεια της ζωής μας, θα πληγώσουμε και θα πληγωθούμε πολλές φορές. |
άνεση χώρου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
περιοχήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a de grands parcs et des espaces verts dans la ville. Υπάρχουν επίσημα πάρκα και άλλοι χώροι πρασίνου σε όλη την πόλη. |
αεροδιάστημαnom masculin (εντός και εκτός ατμόσφαιρας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
απώτερο διάστημαnom masculin (Astronomie) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Certaines personnes croient aux OVNI (objets volants non identifiés) qui viennent de l'espace. |
χώρος(σε ύψος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il n'y a pas assez d'espace sous le pont pour que puissent passer de gros camions. Η γέφυρα δεν έχει αρκετό ύψος ώστε να περνάνε μεγάλα φορτηγά. |
κενό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y avait un blanc dans le rapport, là où les chiffres de mardi étaient censés se trouver. |
ελεύθερο ύψος
Le dégagement du grenier est plutôt bas dans cette maison. Το ύψος του ταβανιού είναι αρκετά χαμηλό σε αυτό το σπίτι. |
διάταξηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μεσοδιάστημα, διάστημα μεταξύnom masculin (χώρος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Pourquoi ne pas créer un chemin dans l'espace entre ces plates-bandes? Γιατί να μην διαμορφώσεις ένα μονοπάτι στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στα παρτέρια; |
χαρακτήρας κενούnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Les mots inappropriés dans ce texte ont été remplacés par des blancs. |
κανονίζωverbe transitif (dans le temps,...) (οργανώνω σε διαστήματα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle espaçait ses rendez-vous tout le long de la journée. Μοίρασε τα ραντεβού της στη διάρκεια όλης της μέρας. |
απομακρύνω κτ από κτverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les bureaux doivent être espacés pour l'examen. Τα θρανία πρέπει να απομακρυνθούν μεταξύ τους για τις εξετάσεις. |
αραιώνω(des cheveux) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο κηπουρούς αραίωσε τα φιντάνια. |
χώρος πάνω από το κεφάλι
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
χώρος φαγητού(dans un centre commercial,...) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
χωροχρόνοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χωρικός(χώρος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εξωγήινος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διαφήμιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La marque de chaussures a recruté une artiste connue pour sa dernière publicité dans la presse sportive. Η εταιρεία παπουτσιών προσέλαβε έναν διάσημο καλλιτέχνη για την τελευταία της διαφήμιση στο αθλητικό περιοδικό. |
χωροχρόνοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χωροχρονικόςadjectif invariable (continuum) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
για μία στγμή
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
είναι ζήτημα(minutes, jours) (χρόνου, λεπτών, ωρών κτλ.) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
χώρος εργασίαςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
άλσος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εναέριος χώροςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
χώρος για τα πόδια
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
διαστημικός περίπατοςnom féminin |
εξωδιάστημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χώρος των δημοσιογράφωνnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les journalistes ont réclamé leurs sièges dans l'espace presse. |
κενός χώρος, άδειος χώροςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κλειστός, περιορισμένος χώροςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
διαστρικός χώροςnom masculin (αστρονομία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εξερεύνηση του διαστήματοςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Même si nous ne sommes pas tous des scientifiques, beaucoup d'entre nous nous intéressons aux expéditions spatiales. |
χωρητικότηταnom masculin (υπολογιστές) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χώρος εργασίαςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Professeur Hawkins avait un espace de travail très en désordre, avec des piles de papiers et des livres partout. |
χώρος εργασίαςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Elle dit ne pas pouvoir peindre faute d'un espace de travail convenable. |
ελεύθερη μνήμηnom masculin (Η/Υ) |
ελεύθερος χώροςnom masculin |
χώρος για τα πόδια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Asseyons-nous près de la sortie de secours, il y a plus de place pour les jambes. |
αρνητικός χώροςnom masculin (καλλιτεχνική δημιουργία) |
χώρος γραφείωνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δημόσιος χώροςnom masculin |
ράφιαnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χώρος για καπνίζοντεςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χώρος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κενόnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
διαφημιστικός χώροςnom masculin |
ωφέλιμος χώροςnom masculin (maison) |
διάκενο(volume manquant) (χώρος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χωροχρόνοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ανοιχτός χώροςnom masculin (extérieur) |
μονό διάστιχοnom féminin (Typographie) |
webspacenom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ταξίδι με διαστημόπλοιο
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εξωγήινος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
διαφημιστικός χώροςnom masculin |
εξωγήινη
|
κενό στο πάνω μέροςnom masculin (dans une bouteille) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανοιχτός χώροςnom masculin (intérieur) |
σαλόνι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La propriété possède un grand espace de vie ouvert au rez-de-chaussée, ainsi que trois chambres et une salle de bain au premier étage. |
ανοιχτός χώροςnom masculin |
προσωπικός χώροςnom masculin |
ανοιχτωσιάnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ce que j'aime de la campagne, c'est l'espace ouvert. |
πάρκινγκ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Je vais au travail en voiture parce que mon bureau a des places de parking ; je n'ai donc pas à payer pour un parking public. |
ζωτικός χώροςnom masculin (idée nazie) |
κενό(πλήκτρο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
έκταση κατοικίαςnom masculin (terre, territoire) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του espace στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του espace
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.