Τι σημαίνει το espectáculo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης espectáculo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του espectáculo στο ισπανικά.

Η λέξη espectáculo στο ισπανικά σημαίνει θέαμα, θέαμα, παράσταση, παράσταση, θέαμα, σόου σε νυχτερινό κλαμπ, πρόγραμμα σε νυχτερινό κλαμπ, σόου, θέαμα, ωραίο θέαμα, αξιοθέατος, επίδειξη, θέαμα, παρουσίαση/εκδήλωση για νέο προΐόν ή σκοπό, φανφάρα, οπτασία, παράσταση, κουκλοθέατρο, φαντασμαγορία, περιοδεία, ιππικός διαγωνισμός με τρία αγωνίσματα, αμετάφραστο, σόου μπιζ, σόου μπίζνες, σόου μπίζνες, σόου-μπιζ, σόουμπιζ, παράσταση μπουρλέσκ, ο κόσμος του θεάματος, εντυπωσιακό, θέατρο με ποικιλία θεαμάτων, συγκέντρωση μαθητών, πριν από σχολικό αγώνα, για την εμψύχωση της αγωνιζόμενης ομάδας, περιοδεύουσα θεατρική ή μουσική παράσταση, εκδήλωση με δωρεάν συμμετοχή, εντυπωσιακός, καθηλωτικός, σόου με φώτα, παράσταση, υπερπτήση, χάπενινγκ, happening, πηγαίνω σε δωρεάν εκδηλώσεις, παράσταση με έναν μοναδικό πρωταγωνιστή, παράσταση με ήχο και φως, περιοδεύω θεατρική ή μουσική παράσταση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης espectáculo

θέαμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Todos salieron a ver el espectáculo del cometa.
Όλοι βγήκαν έξω για να δουν το θέαμα του κομήτη.

θέαμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Habrá un gran espectáculo en el lago para celebrar año nuevo.

παράσταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esperamos poder ver un espectáculo cuando estemos en Nueva York.
Ελπίζουμε να δούμε μια παράσταση, όταν θα είμαστε στη Νέα Υόρκη.

παράσταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Todos se callaron y se sentaron en sus lugares al iniciarse el espectáculo.
Όλοι σώπασαν και κάθισαν στις θέσεις τους όταν άρχισε το σόου.

θέαμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Viste la forma en que se comportaba? ¡Qué escena!

σόου σε νυχτερινό κλαμπ, πρόγραμμα σε νυχτερινό κλαμπ

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σόου

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El espectáculo nocturno incluía un coro.
Η νυχτερινή παράσταση είχε και μια χορωδία.

θέαμα

nombre masculino (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El espectáculo de fuegos artificiales fue particularmente impresionante este año.

ωραίο θέαμα

nombre masculino

Mirar cómo aprenden a esquiar tus amigos es un buen espectáculo.

αξιοθέατος

nombre masculino

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La protesta era todo un espectáculo.
Η διαμαρτυρία ήταν αναμφίβολα ενδιαφέρον θέαμα.

επίδειξη

nombre masculino (figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θέαμα

nombre masculino (visión desagradable) (με επίθετο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Y entonces salió con la camisa desabotonada. ¡Qué espectáculo bochornoso!
Στη συνέχεια βγήκε με το πουκάμισο ξεκούμπωτο. Τι απαίσιο θέαμα!

παρουσίαση/εκδήλωση για νέο προΐόν ή σκοπό

(ιδιωματισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φανφάρα

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οπτασία

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Adam no se lo podía creer cuando vio a su novia caminar hacia él; era una maravilla.

παράσταση

(al aire libre)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los niños están armando una puesta en escena para Navidad.
Τα παιδιά οργανώνουν μια χριστουγεννιάτικη παράσταση.

κουκλοθέατρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φαντασμαγορία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El festival fue un gran espectáculo musical.

περιοδεία

(συναυλίες, θέατρο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El espectáculo itinerante tenía muchos artistas encantadores.

ιππικός διαγωνισμός με τρία αγωνίσματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El espectáculo hípico consta de varios concursos ecuestres.

αμετάφραστο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σόου μπιζ, σόου μπίζνες

(καθομιλουμένη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σόου μπίζνες, σόου-μπιζ, σόουμπιζ

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Ella ha estado en el mundo del espectáculo desde antes de que naciéramos.

παράσταση μπουρλέσκ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se realizará un show de variedades a beneficio del Hospital de Niños.

ο κόσμος του θεάματος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εντυπωσιακό

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La novia era todo un espectáculo, toda con pieles blancas y lentejuelas.

θέατρο με ποικιλία θεαμάτων

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En el teatro hacen un espectáculo de variedades muy entretenido.

συγκέντρωση μαθητών, πριν από σχολικό αγώνα, για την εμψύχωση της αγωνιζόμενης ομάδας

(AmL) (αθλητισμός, ΗΠΑ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
En el entretiempo del partido la gente disfrutó de un show de porristas.

περιοδεύουσα θεατρική ή μουσική παράσταση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκδήλωση με δωρεάν συμμετοχή

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εντυπωσιακός, καθηλωτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El solo de Isabel fue un espectáculo excelente.

σόου με φώτα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παράσταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La presentación era un gran espectáculo con un elenco estelar.

υπερπτήση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El piloto realizó un espectáculo aéreo sobre la fiesta de cumpleaños de los niños.

χάπενινγκ, happening

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Anna es una apasionada del arte moderno y va a asistir a un espectáculo improvisado este fin de semana.
Η Άννα είναι λάτρις της μοντέρνας τέχνης και θα παραβρεθεί σε μια εκδήλωση αυτό το σαββατοκύριακο.

πηγαίνω σε δωρεάν εκδηλώσεις

locución verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

παράσταση με έναν μοναδικό πρωταγωνιστή

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

παράσταση με ήχο και φως

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περιοδεύω θεατρική ή μουσική παράσταση

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El productor decidió hacer un espectáculo ambulante con la obra.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του espectáculo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του espectáculo

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.